Της συνεργάτιδός μας
*Ρένας Ραψομανίκη
-Εμείς, γιαγιά, γιατί δεν είμαστε αστραφτερές; Η γιαγιά ξαφνιάστηκε. Κοίταξε τη Μάγια και σκέφτηκε: πολύ γρήγορα ωριμάζει αυτή η μικρή. Σκέφτηκε επίσης πως δεν είναι σωστό να μένουν αναπάντητες οι απορίες των παιδιών. -Καθένας πρέπει να πορεύεται έτσι όπως πλάστηκε. Αυτή είναι η τάξη του κόσμου. Μα γιατί βασανίζεις το μυαλό σου κοριτσάκι μου;
Κοριτσάκι ήταν η Μάγια κι ας μετρούσε στην πλάτη της πέντε εκατομμύρια χρόνια. Βλέπεις, εκεί στα περιβόλια τ’ ουρανού που ζούσε, ο χρόνος μετριέται διαφορετικά. Ένας σβώλος αστρόσκονης ήταν, για την ακρίβεια, η Μάγια, σε τροχιά γύρο από τον Ήλιο. Ένας σβώλος πεισματάρης με άποψη περί δικαιοσύνης.
-Είναι άδικο. Γιατί ο ήλιος να ’χει δικό του φως ενώ εμείς παίρνουμε λάμψη από τη δική του;
-Μήπως ξέρω κι εγώ; Γιατί δεν ρωτάς τον δάσκαλο;
Ο δάσκαλος την άκουσε προσεκτικά. Του άρεσαν οι μαθητές που ψάχνονταν. Επιστράτευσε όλη του την επιστημοσύνη για να κάνει απλά τα δυσνόητα.
-Τα σώματα στο ουράνιο στερέωμα τα ταξινομούμε σε αυτόφωτα και ετερόφωτα. Ο ήλιος ανήκει στα πρώτα. Οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης, που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του, μετατρέπουν το υδρογόνο, που βρίσκεται άφθονο στις αποθήκες του, σε ήλιο. Έτσι παράγεται θερμότητα και φως σε ποσότητες που φτάνουν σε όλο το ηλιακό μας σύστημα. Εμείς είμαστε φτιαγμένοι αλλιώς. Από πέτρα. Δεν θα γίνουμε ποτέ ήλιοι. Μα κι ο ήλιος θα σβήσει κάποτε… όταν τελειώσουν τα καύσιμα του. Βλέπεις καθένας έχει τον ρόλο του σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι εμείς υπάρχουμε για να κάνουμε τη νύχτα ονειρική και τον ουρανό σμαραγδένιο με τη λάμψη μας –κι ας είναι δανεική.
Δεν της αρκούσε αυτός ο ρόλος. Παραήταν διακοσμητικός. Η ίδια λαχταρούσε να ’χει δικό της φως και να το σκορπάει απλόχερα. Δεν μπορεί!... Κάποιος τρόπος θα υπήρχε. Ο δάσκαλος δεν τα ’ξερε όλα. Η γνώση του ήταν πεπερασμένη αφού ήταν κι αυτός εγκλωβισμένος στο ηλιακό σύστημα. Έπρεπε να μιλήσει με κάποιον σοφό… κάποιον πολυταξιδεμένο. Πολυταξιδεμένο; Το μυαλό της άστραψε! Ποιοι διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη τον γαλαξία; Ποιοι έχουν πρόσβαση σ’ ό,τι συμβαίνει στις εσχατιές του κόσμου; Αναζήτησε στον υπολογιστή της τη χρονική στιγμή που κάποιος κομήτης θα περνούσε από τη γειτονιά. Ήταν ακριβής στο ραντεβού του κι, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σε ρυθμούς εξωαστρικούς, έκανε ένα σάλτο μορτάλε, γαντζώθηκε στην ουρά κι από κει εύκολα σύρθηκε ως την κεφαλή του. Εκείνος σάστισε ακούγοντας ένα τόσο μικρό κοριτσάκι μ’ ένα τόσο βαρύ «θέλω». Ύστερα κούνησε το κεφάλι.
-Ζητάς τα δύσκολα.
-Που δεν είναι όμως ακατόρθωτα… σωστά;
Ο κομήτης φάνηκε να διστάζει. Κάτι τον κρατούσε. Δεν ήθελε να βάλει τη μικρή σε περιπέτειες. Μα η αποφασιστικότητα στη ματιά της μαρτυρούσε πως δεν επρόκειτο για καπρίτσιο αλλά για σαράκι. Δεν την κρατάει τίποτα πια, σκέφτηκε. Ας την προετοιμάσω τουλάχιστον.
-Υπάρχει ένας τρόπος ν’ αποκτήσεις δικό σου φως…
Το ’ξερα εγώ… το ’ξερα. Η σκέψη της Μάγιας ακολουθούσε τον ρυθμό της ανάσας της.
Ο κομήτης έδειχνε τώρα με το δάχτυλο.
-Τον βλέπεις αυτόν τον πλανήτη; Αυτόν… τον γαλάζιο. Είναι μοναδικός στο ηλιακό σας σύστημα. Πάνω του υπάρχουν ζωντανά πλάσματα. Τα προστατεύει ένα λεπτό στρώμα αέριας ατμόσφαιρας. Αν μπεις με φόρα μέσα της, η τριβή θα σε κάνει να φεγγοβολάς με ολόδικό σου φως.
Είδε τη λάμψη χαράς στα μάτια της και βιάστηκε να τη φρενάρει.
-Μόνο πού…
Η Μάγια περίμενε υπομονετικά ν’ ακούσει το αντίτιμο της αποκοτιάς.
-… το φως θα προέρχεται από τη σάρκα σου που σιγά-σιγά θα εξαντλείται μέχρι να εξαφανιστείς.
-Πόσο θα διαρκέσει αυτό το «σιγά-σιγά»;
-Αυτό δεν το ξέρω… Εκεί κάτω ο χρόνος μετριέται διαφορετικά.
Η Μάγια έπεσε σε συλλογή. Τι να την κάνεις τη διάρκεια σε μια ζωή μίζερη; Χίλιες φορές μια ύπαρξη γεμάτη λάμψη κι ας είναι σύντομη.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στο κενό με φάρο τη γαλάζια κουκίδα. Δεν αποχαιρέτησε κανέναν. (Αν το ’κανε μπορεί να την εμπόδιζαν ή μπορεί και να μετάνιωνε.) Καθώς πλησίαζε διέκρινε λεπτομέρειες. Κυριαρχούσαν οι γαλάζιες επιφάνειες που τις χώριζαν βραχώδεις εκτάσεις ενώ κάποια κομμάτια τα κάλυπταν σπειροειδείς σχηματισμοί από λευκά σύννεφα. Η ταχύτητα, που όλο αυξανόταν, της έφερνε ίλιγγο κι όταν προσέκρουσε βίαια πάνω στην ατμόσφαιρα ένιωσε να φλογίζεται. Χαμογέλασε ικανοποιημένη. Ο κομήτης δεν την είχε ξεγελάσει. Είχε πια δικό της φως και δεν χρειαζόταν καθρέφτη να το επιβεβαιώσει. Προσγειώθηκε μαλακά στην κορφή ενός δέντρου κι έμεινε ακίνητη.
Την ίδια ακριβώς στιγμή το δάχτυλο του Δήμαρχου προσγειώθηκε στον ηλεκτρικό διακόπτη και το χριστουγεννιάτικο δέντρο λούστηκε στο φως από δεκάδες πολύχρωμα λαμπάκια. Ένα επιφώνημα θαυμασμού ξέφυγε από το πλήθος που είχε κατακλύσει την πλατεία. Όλοι μιλούσαν για τον λαμπρότερο στολισμό των τελευταίων χρόνων. Φυσικά όλοι κοιτούσαν με κλειστά μάτια κι έτσι έβλεπαν το αναμενόμενο. Μόνο ο πεντάχρονος Ηλίας, ανεβασμένος στους ώμους του μπαμπά, είχε μάτια ορθάνοιχτα κι είδε το απρόσμενο.
-Ένα πεφτάστρι… εκεί στην κορυφή του δέντρου…, φώναξε ενθουσιασμένος.
Η μαμά αντάλλαξε μια, όλο νόημα, ματιά με τον μπαμπά: «τι φαντασία αυτό το παιδί!» και βάλθηκε υπομονετικά να του εξηγεί πως ήταν τα φωτάκια που έκαναν το δέντρο να λαμποκοπάει και πως το αστέρι στην κορυφή ήταν ψεύτικο. Ο μικρός επέμενε πως αλήθεια το είχε δει και πως μάλιστα είχε προλάβει να κάνει και μια ευχή μα οι διαμαρτυρίες του καλύπτονταν από τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες που μετέδιδαν τα μεγάφωνα της πλατείας.
Όταν η τελετή ολοκληρώθηκε και το πλήθος διαλύθηκε βιαστικό, η νυχτερινή πλατεία απόμεινε βουβή. Η απόλυτη σιγαλιά θύμισε στη Μάγια την αιώνια σιωπή του ουρανού κι ένα κύμα νοσταλγίας τη σήκωσε ψηλά. Κοίταξε τ’ αδέλφια της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσο αστραφτερά τα ’κανε το ξένο φως! Αντέδρασε μεμιάς. Όχι πισωγυρίσματα! Ώρες ήταν να μετανιώσει. Τώρα… που δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής! Προσπάθησε να δει τη θετική πλευρά. Είχε εκπληρώσει το όνειρό της! Έπρεπε να το χαρεί χωρίς μεμψιμοιρίες! Χαμήλωσε το κεφάλι από τον ουρανό και μια πολύχρωμη βροχή από χρυσοσταλίδες έπεσε, σαν πυροτέχνημα, στην οροφή της σπηλιάς που είχε στηθεί στη βάση του δέντρου.
Κοίταξε ολόγυρα. Από κει ψηλά που βρισκόταν μπορούσε να βλέπει την πόλη ολόκληρη. Μια πόλη λουσμένη στο φως. Θαμπώθηκε από τα πολύχρωμα φωτάκια στα μπαλκόνια που της ανοιγόκλειναν το μάτι, χάζεψε τα φωτισμένα δέντρα στους κήπους και τα πάρκα, συναρπάστηκε από τη λάμψη των δρόμων και των κτιρίων. Διαισθάνθηκε –κοιτώντας από τα ανοιχτά φωτισμένα παράθυρα- την προσμονή που πλανιόταν διάχυτη κι αναρωτήθηκε για τις πυρετώδεις προετοιμασίες. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Η «περιπλάνηση» της έφερε εξάντληση. Αντιστάθηκε στη γλυκιά νύστα που την τραβούσε προς την ανυπαρξία. Είχε περιορισμένο χρόνο, δεν έπρεπε να τον αφήσει να πάει χαμένος.
Έριξε το βλέμμα μακριά. Πολύ μακριά. Έξω από τα όρια της πόλης. Είδε εκεί σπίτια διαφορετικά. Σαν άσπρα κουτιά στοιχημένα με τάξη σε σειρές. Χωρίς κήπους, χωρίς μπαλκόνια, χωρίς αυλές, χωρίς πολλά φώτα. Άλλου είδους άνθρωποι κατοικούσαν εκεί. Εντελώς διαφορετικοί. Όχι! Η διαφορά δεν οφειλόταν στο σκουρόχρωμο χρώμα της επιδερμίδας. Η όραση της Μάγιας ήταν μάλλον πρωτόγονη και δεν της επέτρεπε να αντιληφθεί τέτοιες λεπτομέρειες. Μπορούσε όμως να αντιληφθεί τη θλίψη στα μάτια τους. Μπορούσε να «πιάσει»τη διαφορετική χροιά στα τραγούδια τους. Οι στίχοι τους δεν ήταν δοξαστικοί, αλλά μνημόνευαν τη χαμένη γη των πατέρων, το σκληρό πεπρωμένο του λαού, τη χιλιάκριβη πατρίδα και τα γκρεμισμένα κάστρα της. Ένας κόμπος, που με κόπο κρατούσε δεμένο στο λαιμό της, λύθηκε. Πρόσφυγας είμαι κι εγώ που αναζητάει μια πιο φωτεινή ζωή, σκέφτηκε. Η σκέψη της έπεσε βαριά –μικρό κοριτσάκι ήταν- και δάκρυα έβρεξαν τα μάγουλά της, κύλησαν στο λαιμό της και μούσκεψαν τα καλώδια. Τσαφ! Το βραχυκύκλωμα έσβησε μονομιάς όλα τα φωτάκια του δέντρου. Μικρό το κακό! Το δέντρο δεν άλλαξε όψη. Εξακολουθούσε να είναι αστραφτερό όπως πριν. Κανείς δεν το πήρε είδηση –ούτε η ίδια η Μάγια που συνέχισε να ρουφάει τη μύτη της.
Τινάχτηκε ξαφνιασμένη από το άκουσμα που έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας. Είχε ακούσει μέχρι τώρα δοξαστικά, ύμνους, κάλαντα, πατριωτικούς θρήνους… αλλά τούτη η γλύκα... Νταννννν, Ντανννν. Ο ήχος παλλόταν, πολλαπλασιαζόταν. Πριν σβήσει ο πρώτος ερχόταν ο επόμενος να συντονιστεί μαζί του κι όλοι μαζί σαν να ’διναν κάποιο σύνθημα. Κι έτσι ήταν. Γιατί μεμιάς οι σκοτεινοί νυχτερινοί δρόμοι απόχτησαν ζωή. Μεγάλες παρέες, ή μοναχικά άτομα, οικογένειες με μικρά παιδιά ή ζευγάρια, ηλικιωμένοι που βαστούσαν ο ένας το χέρι του άλλου, κάποιοι μοναχικοί, κάποιοι καθυστερημένοι όλοι τυλιγμένοι στα βαριά τους ρούχα κατευθύνονταν προς την πηγή των ήχων. Αυτό το λαμπροφωτισμένο κτίσμα πρέπει να ’ναι το σπίτι του Θεού τους, σκέφτηκε η Μάγια κι αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη. Αφέθηκε στη γοητεία των ήχων κι έσβησε, μαλακά χωρίς να το καταλάβει, μέσα στην ιλαρότητα των κωδωνοκρουσιών.
Μαζί με τη Μάγια όμως έσβησε και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας. Ακολούθησε ένας μικρός πανικός μέχρι να βρεθεί, μέσα σε μια τέτοια νύχτα, ο ηλεκτρολόγος ο οποίος εντόπισε και αποκατέστησε το βραχυκύκλωμα. Τα φωτάκια άναψαν μα το δέντρο έδειχνε κακοφωτισμένο και μίζερο. Τι είχε συμβεί; Απορίες… συζητήσεις… αντικρουόμενες απόψεις… έντονες διαφωνίες. Στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια το θέμα μονοπωλούσε τις συζητήσεις. Η μαμά του Ηλία αποκάλυψε σ’ ένα δημοσιογράφο τι είχε αντιληφθεί ο μικρός. Εκ των υστέρων βρέθηκαν κι άλλες μαμάδες που ισχυρίστηκαν πως και τα δικά τους παιδιά είχαν δει το πεφτάστρι. Κάποιοι τόλμησαν να μιλήσουν για θαύμα. Οι ορθολογιστές εξανέστησαν και τους χαρακτήρισαν συλλήβδην ευφάνταστους.
-Ομαδική αυταπάτη, φίλε μου
-Μα… υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες.
-Χιλιάδες αυτόπτες μάρτυρες είμαστε και μου λες να πιστέψω ένα μυξιάρικο;
-Δεν ήταν μόνο ένα…
-Μιμητισμός, φίλε μου. Όλοι επιζητούν τα δεκαπέντε λεπτά διασημότητας που τους αναλογούν.
Στα τηλεπαράθυρα κλήθηκαν αστρονόμοι και αστρολόγοι. Οι πρώτοι επέμεναν κατηγορηματικά πως οι διάττοντες σβήνουν πριν προσγειωθούν στη γη και αν προσγειωθούν ανοίγουν μεγάλους κρατήρες. Υπάρχουν τέτοιοι κρατήρες σε πολλά σημεία της γης. Είναι αδύνατον όμως ένα διάττων να παραμείνει λαμπερός πάνω στην επιφάνεια της Γης ή (άκουσον-άκουσον) πάνω σ’ ένα δέντρο. Οι δεύτεροι έβλεπαν το φαινόμενο ως οιωνό και το ερμήνευαν άλλοι έτσι κι άλλοι αλλιώς.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο θόρυβος κόπασε. Τον σκέπασαν οι προετοιμασίες για τον επερχόμενο εορτασμό της Πρωτοχρονιάς. Και δέκα χρόνια μετά, το γεγονός είχε ξεχαστεί ολοκληρωτικά. Σαν διάττοντας διέγραψε την τροχιά του, άστραψε για λίγο, μονοπώλησε την επικαιρότητα κι ύστερα έσβησε αφήνοντας, σαν αποκαΐδια, κείμενα που δημοσιοποιήθηκαν στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα της εποχής. Κείμενα κάθε λογής: αδιάφορα ή παθιασμένα, ανεξάρτητα ή στρατευμένα, στοχαστικά ή στενόμυαλα, εμπαθή ή νηφάλια, αναφανδόν ταγμένα υπέρ της μιας άποψης ή κείμενα των ίσων αποστάσεων. Όλα όμως κείμενα μιας χρήσης. Όχι και όλα! Ας μη γενικεύουμε. Μια ξεχωριστή προσέγγιση κατέληγε κάπως έτσι: «Ένα –υπαρκτό ή ανύπαρκτο- αστέρι κατάφερε να διχάσει την κοινή γνώμη και την επιστημονική κοινότητα. Το γεγονός δεν είναι άνευ προηγουμένου. Μόνο που από την προηγούμενη φορά έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια και μόνο υποθετικά μπορούμε να αναπλάσουμε τον σάλο που θα πρέπει να προκάλεσε. Ίσως κάποιοι δεν παρατήρησαν καν το αστέρι της Βηθλεέμ –θα είχαν τα μάτια κλειστά. Θα υπήρξαν κι άλλοι που το είδαν μα το αγνόησαν –θα ήταν πολύ απασχολημένοι. Θα βρέθηκαν και κάποιοι που λοιδόρησαν τους «εύπιστους» -εύκολα ειρωνεύεται κανείς ό,τι δεν καταλαβαίνει. Το μόνο που ξέρουμε με σιγουριά είναι πως τρεις άνδρες Χαλδαίοι –αστρονόμοι με περγαμηνές- τόλμησαν να πιστέψουν στο καινούργιο, ακολούθησαν τα ίχνη του πρωτόφαντου κι είχαν το μοναδικό προνόμιο να γίνουν μάρτυρες του θαύματος της Γέννησης.»
*Ρένα Ραψομανίκη
Φυσικός-Συγγραφέας
--Ανάρτηση Από τον/την Blogger στο Γιούλια Ολόμπλαβα τη 12/24/2017 08:15:00 μ.μ.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου