+ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
«…Καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. 1,25)
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, διαφέρει ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια ὅλου τοῦ χρόνου. Ὅπως εἴδατε, ἔχει πολλὰ ὀνόματα. Τὰ ὀνόματα εἶνε ἑβραϊκά, ὀνόματα ἀνδρῶν γυναικῶν παιδιῶν, ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρὸ Χριστοῦ ἔζησαν μὲ μιὰ ἐλπίδα· ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὴ γῆ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν βοσκοὶ ποὺ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα στὰ λιβάδια καὶ ἔπαιζαν τὴ φλογέρα, ἄλλοι ἦταν γεωργοὶ ποὺ ἔσκαβαν τὴ γῆ, ἄλλοι ἦταν βασιλιᾶδες ἔνδοξοι ποὺ νίκησαν σὲ διαφόρους πολέμους, ἄλλοι ἦταν προφῆτες ποὺ μποροῦσαν νὰ δοῦν τί θὰ συμβῇ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια, κι ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πατριάρχες ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ.
Τί θὰ πῇ πατριάρχης; Ἀκοῦμε «ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ»· τί θὰ πῇ πατριάρχης; Τότε, τὰ παλιὰ ἐκεῖνα χρόνια, οἱ οἰκογένειες ἦταν πολυμελεῖς. Ἂν πᾷς σήμερα σ᾿ ἕνα σπίτι, βλέπεις δύο τρεῖς τέσσερις ἀνθρώπους· στὰ σπίτια ἐκεῖνα τὰ παλιά, τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ξέρετε πόσοι ἦταν; Διακόσοι τριακόσοι τετρακόσοι πεντακόσοι!… Γεννοῦσαν παιδιά, καὶ εἶχαν ἐγγόνια καὶ δισέγγονα. Οἱ γενάρχες λοιπόν, οἱ ἀρχηγοὶ τέτοιων μεγάλων οἰκογενειῶν, ὠνομάζονταν πατριάρχες. Καὶ μέχρι σήμερα, μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἔχει πολλὰ παιδιὰ λέγεται πατριαρχική. Τέτοιες οἰκογένειες εἶνε σήμερα πολὺ σπάνιες. Μία τέτοια βρῆκα στὴν Πρέσπα. Τώρα ἡ οἰκογένεια ἔχει συνήθως τρία – τέσσερα μέλη, καὶ τελείωσε. Τότε ὅμως τὰ σπίτια ἦταν γεμᾶτα παιδιὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονα, εὐλογία Θεοῦ. Ὅπως σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας. Εἶχε πεθάνει ἕνας γέροντας ἐνενήντα χρονῶν καὶ πῆγα στὴν κηδεία. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του. Εἶχε δέκα παιδιά, εἰκοσιπέντε – τριάντα ἐγγόνια, καὶ καμμιὰ πενηνταριὰ δισέγγονα. Αὐτὴ εἶνε ἡ πατριαρχικὴ οἰκογένεια, καὶ σπανίζει πλέον.
Ὅλοι αὐτοὶ βέβαια ποὺ ἀκούσαμε τὰ ὀνόματά τους εἶνε σήμερα ἄγνωστοι στοὺς πολλούς. Ἄλλοι τώρα εἶνε γνωστοὶ στὸν κόσμο. Ἂν ἀνοίξῃς ἐφημερίδες τηλεοράσεις ῥαδιόφωνα, ἀκοῦς ὀνόματα νομαρχῶν, ὑπουργῶν, πρωθυπουργῶν, μεγάλων καὶ ὑψηλῶν προσώπων. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγα χρόνια ὅλα τὰ ὀνόματα αὐτὰ θὰ σβήσουν. Σᾶς ἐρωτῶ, μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος στὴν πόλι σας; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιός κυβερνοῦσε τὴ χώρα; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιός ἦταν ὁ δεσπότης σας; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα καὶ ποιός ἦταν ὁ πιὸ λεβέντης νέος ποὺ τοὺς θαύμαζε ὁ κόσμος; Κανείς δὲν θυμᾶται. Μόνο τὰ κόκκαλά τους μείνανε, κι αὐτὰ σὲ λίγο θὰ λειώσουν. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Λησμονοῦνται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, λησμονοῦνται τὰ ὀνόματα. Ἀλλὰ μέσ᾿ στὰ δισεκατομμύρια ὀνόματα ἕνα δὲν λησμονεῖται. Θὰ περάσουν ἑκατὸ διακόσα τριακόσα χίλια χρόνια, θὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, μὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ θὰ μείνῃ αἰώνιο καὶ ἀθάνατο. Εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο τελειώνει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ ἀναφέρει ὅλα τὰ ὀνόματα μικρῶν-μεγάλων, βοσκῶν-γεωργῶν, ἀνδρῶν- γυναικῶν, βασιλέων-προφητῶν, καταλήγει· «…καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. 1,25).
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρὸ Χριστοῦ ἔζησαν μὲ μιὰ ἐλπίδα· ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὴ γῆ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν βοσκοὶ ποὺ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα στὰ λιβάδια καὶ ἔπαιζαν τὴ φλογέρα, ἄλλοι ἦταν γεωργοὶ ποὺ ἔσκαβαν τὴ γῆ, ἄλλοι ἦταν βασιλιᾶδες ἔνδοξοι ποὺ νίκησαν σὲ διαφόρους πολέμους, ἄλλοι ἦταν προφῆτες ποὺ μποροῦσαν νὰ δοῦν τί θὰ συμβῇ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια, κι ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πατριάρχες ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ.
Τί θὰ πῇ πατριάρχης; Ἀκοῦμε «ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ»· τί θὰ πῇ πατριάρχης; Τότε, τὰ παλιὰ ἐκεῖνα χρόνια, οἱ οἰκογένειες ἦταν πολυμελεῖς. Ἂν πᾷς σήμερα σ᾿ ἕνα σπίτι, βλέπεις δύο τρεῖς τέσσερις ἀνθρώπους· στὰ σπίτια ἐκεῖνα τὰ παλιά, τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ξέρετε πόσοι ἦταν; Διακόσοι τριακόσοι τετρακόσοι πεντακόσοι!… Γεννοῦσαν παιδιά, καὶ εἶχαν ἐγγόνια καὶ δισέγγονα. Οἱ γενάρχες λοιπόν, οἱ ἀρχηγοὶ τέτοιων μεγάλων οἰκογενειῶν, ὠνομάζονταν πατριάρχες. Καὶ μέχρι σήμερα, μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἔχει πολλὰ παιδιὰ λέγεται πατριαρχική. Τέτοιες οἰκογένειες εἶνε σήμερα πολὺ σπάνιες. Μία τέτοια βρῆκα στὴν Πρέσπα. Τώρα ἡ οἰκογένεια ἔχει συνήθως τρία – τέσσερα μέλη, καὶ τελείωσε. Τότε ὅμως τὰ σπίτια ἦταν γεμᾶτα παιδιὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονα, εὐλογία Θεοῦ. Ὅπως σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας. Εἶχε πεθάνει ἕνας γέροντας ἐνενήντα χρονῶν καὶ πῆγα στὴν κηδεία. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του. Εἶχε δέκα παιδιά, εἰκοσιπέντε – τριάντα ἐγγόνια, καὶ καμμιὰ πενηνταριὰ δισέγγονα. Αὐτὴ εἶνε ἡ πατριαρχικὴ οἰκογένεια, καὶ σπανίζει πλέον.
Ὅλοι αὐτοὶ βέβαια ποὺ ἀκούσαμε τὰ ὀνόματά τους εἶνε σήμερα ἄγνωστοι στοὺς πολλούς. Ἄλλοι τώρα εἶνε γνωστοὶ στὸν κόσμο. Ἂν ἀνοίξῃς ἐφημερίδες τηλεοράσεις ῥαδιόφωνα, ἀκοῦς ὀνόματα νομαρχῶν, ὑπουργῶν, πρωθυπουργῶν, μεγάλων καὶ ὑψηλῶν προσώπων. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγα χρόνια ὅλα τὰ ὀνόματα αὐτὰ θὰ σβήσουν. Σᾶς ἐρωτῶ, μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος στὴν πόλι σας; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιός κυβερνοῦσε τὴ χώρα; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιός ἦταν ὁ δεσπότης σας; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα καὶ ποιός ἦταν ὁ πιὸ λεβέντης νέος ποὺ τοὺς θαύμαζε ὁ κόσμος; Κανείς δὲν θυμᾶται. Μόνο τὰ κόκκαλά τους μείνανε, κι αὐτὰ σὲ λίγο θὰ λειώσουν. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Λησμονοῦνται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, λησμονοῦνται τὰ ὀνόματα. Ἀλλὰ μέσ᾿ στὰ δισεκατομμύρια ὀνόματα ἕνα δὲν λησμονεῖται. Θὰ περάσουν ἑκατὸ διακόσα τριακόσα χίλια χρόνια, θὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, μὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ θὰ μείνῃ αἰώνιο καὶ ἀθάνατο. Εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο τελειώνει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ ἀναφέρει ὅλα τὰ ὀνόματα μικρῶν-μεγάλων, βοσκῶν-γεωργῶν, ἀνδρῶν- γυναικῶν, βασιλέων-προφητῶν, καταλήγει· «…καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. 1,25).
* * *
Ἰησοῦς! Τί σημαίνει τὸ ὄνομα Ἰησοῦς; Εἶνε ἑβραϊκό. «Ἰησοῦς» σημαίνει σωτήρ, λυτρωτής, ἐλευθερωτής. Μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός. Ἀπὸ τί μᾶς ἔσωσε; Θ᾿ ἀκούσατε νὰ λέῃ κάποιος· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ ἔσωσε· ἤμουν χρεωμένος, θὰ πήγαινα φυλακή, κι αὐτὸς πῆγε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος μου καὶ τώρα εἶμαι ἐλεύθερος. Ἄλλος πάλι, ποὺ ἦταν ἄρρωστος, λέει· Αὐτὸς ὁ γιατρὸς μὲ ἔσωσε· ἤμουν γιὰ θάνατο, κι αὐτὸς μοῦ ἔκανε ἐγχείρησι καὶ ζῶ. Καὶ ἄλλος πάλι λέει· Κινδύνευα νὰ πνιγῶ στὸ ποτάμι, καὶ ὁ τάδε ῥίχτηκε καὶ μ᾿ ἔσωσε.
Αὐτὲς εἶναι μικρὲς σωτηρίες. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τί μᾶς ἔσωσε; Ἄχ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ καταλάβουμε! Μᾶς ἔσωσε ἀπ᾿ τὸν πιὸ μεγάλο κίνδυνο. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν πνιγμὸ στὸ ποτάμι, παραπάνω ἀπ᾿ τὸ ναυάγιο στὴ θάλασσα, παραπάνω ἀπὸ τὴν πυρκαγιά, παραπάνω ἀπὸ τὴν πλημμύρα, παραπάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀστροπελέκια, παραπάνω ἀπ᾿ τὸ σεισμό, παραπάνω ἀπὸ ἀσθένειες, παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο κακό, τὸ πιὸ φοβερὸ εἶνε κάτι ποὺ δὲν τὸ ὑπολογίζουμε· γελᾶμε ἅμα τ᾿ ἀκούσουμε. Ποιό εἶνε τὸ φοβερώτερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα; Ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία ἔχει πολλὰ ὀνόματα· εἴτε λέγεται ἀδικία καὶ κλεψιά, εἴτε λέγεται ψευδομαρτυρία (πᾷς στὸ δικαστήριο καὶ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο), εἴτε λέγεται πορνεία καὶ μοιχεία, εἴτε λέγεται φθόνος καὶ κακία καὶ μῖσος, εἴτε λέγεται ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία, κ.τ.λ., ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ φοβερώτερο κακό. Εἶνε θηρίο ἑπτακέφαλο σὰν ἐκεῖνο ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι. Ἔχει ἕνα σῶμα καὶ ἕνα στομάχι, ἀλλὰ ἑπτὰ κεφάλια· ὅποιο κεφάλι κι ἂν σὲ φάῃ, στὸ ἴδιο στομάχι θὰ πᾷς. Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λοιπὸν μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται σωτήρας· διότι ἔσωσε τὸν κόσμο.
Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε δύναμις. Μέγα ὄνομα. Ἂν δὲν μπορῇς νὰ κάνῃς πολλὲς προσευχές, ἀρκεῖ νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γονάτιζε κάθε βράδυ, προτοῦ νὰ κοιμηθῇς· προτοῦ νὰ σᾶς πάρῃ ὁ ὕπνος, γονεῖς καὶ παιδιὰ γονατίστε κάτω ἀπ᾿ τὶς εἰκόνες καὶ πέστε δυὸ λέξεις· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ἂν πῇς μὲ τὴν καρδιά σου τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…», τὸ ὄνομα αὐτὸ κατεβάζει τὰ ἄστρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· Στὸ ὄνομά μου θὰ βγάζετε δαιμόνια, στὸ ὄνομά μου θὰ θεραπεύετε ἀρρώστιες, στὸ ὄνομά μου θὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, στὸ ὄνομά μου θὰ μετακινῆτε βουνά. Ἔχει δύναμι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὸ ἀναφέρουμε μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ πίστι.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ φοβᾶται ὁ Χριστιανὸς τίποτα. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἔτρεμε. –Τί ἔχεις; –Φοβᾶμαι. –Τί φοβᾶσαι; –Νά, ἐκεῖ στὴ γειτονιὰ μιὰ κακιὰ γυναίκα μοῦ ἔρριξε μάγια στὴν αὐλή. Κ᾿ ἐγὼ τώρα τρέμω μὴ μοῦ συμβῇ κανένα κακό, στὸν ἄντρα μου, στὰ παιδιά μου. Λέω· –Πιστεύεις στὸ Χριστό; –Πιστεύω. –Ποιός εἶνε πιὸ δυνατός, τὴ ρωτῶ, ὁ σατανᾶς ἢ ὁ Χριστός; –Ὁ Χριστός. –Ἔ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶνε πιὸ δυνατός, μὴ φοβᾶσαι. Κάνε τὸ σταυρό σου καὶ τὴν προσευχή σου, κι ὅπως ὁ λαγὸς φοβᾶται τὴ βροντή, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν πιστεύῃς, ὅλοι οἱ μάγοι κι ὅλοι οἱ διαβόλοι νὰ μαζευτοῦνε, δὲν μποροῦν νὰ σοῦ κάνουν τίποτε ἀπολύτως.
Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ πιὸ γλυκύ, εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Στὸ Παρίσι ἕνας ἄρρωστος μπῆκε στὸ νοσοκομεῖο. Εἶχε –Θεὸς φυλάξοι– καρκίνο, αὐτὴ τὴν ἀρρώστια ποὺ σαρώνει τὸν κόσμο σὰν τιμωρία ἀπὸ τὸ Θεό (τὸ λένε τὰ βιβλία, ὅτι θά ᾿ρθῇ μιὰ ἀρρώστια ποὺ θὰ σαρώνῃ τὸν κόσμο). Ὁ καρκίνος πιάνει σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε καρκίνο στὴ γλῶσσα. Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶπε, ὅτι ἦταν ἐπιβεβλημένο νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλῶσσα. Μετὰ τὴν ἐπέμβασι, τοῦ εἶπε, δὲν θὰ μπορῇς νὰ μιλᾷς πλέον καθόλου· θὰ εἶσαι ἀμίλητος. Πὲς λοιπόν, ποιά λέξι θέλεις νὰ εἶνε ἡ τελευταία ποὺ θὰ προφέρῃς;… Περίμεναν ὅλοι ν᾿ ἀκούσουν τί θὰ πῇ. Μάνα μου, εἶπε; πατέρα μου, εἶπε; παιδί μου, εἶπε; Τί εἶπε· Χριστέ μου, ἐλέησέ με! Μακάρι, ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα μας, νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴ δύναμι νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ πίστι· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Αὐτὲς εἶναι μικρὲς σωτηρίες. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τί μᾶς ἔσωσε; Ἄχ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ καταλάβουμε! Μᾶς ἔσωσε ἀπ᾿ τὸν πιὸ μεγάλο κίνδυνο. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν πνιγμὸ στὸ ποτάμι, παραπάνω ἀπ᾿ τὸ ναυάγιο στὴ θάλασσα, παραπάνω ἀπὸ τὴν πυρκαγιά, παραπάνω ἀπὸ τὴν πλημμύρα, παραπάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀστροπελέκια, παραπάνω ἀπ᾿ τὸ σεισμό, παραπάνω ἀπὸ ἀσθένειες, παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο κακό, τὸ πιὸ φοβερὸ εἶνε κάτι ποὺ δὲν τὸ ὑπολογίζουμε· γελᾶμε ἅμα τ᾿ ἀκούσουμε. Ποιό εἶνε τὸ φοβερώτερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα; Ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία ἔχει πολλὰ ὀνόματα· εἴτε λέγεται ἀδικία καὶ κλεψιά, εἴτε λέγεται ψευδομαρτυρία (πᾷς στὸ δικαστήριο καὶ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο), εἴτε λέγεται πορνεία καὶ μοιχεία, εἴτε λέγεται φθόνος καὶ κακία καὶ μῖσος, εἴτε λέγεται ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία, κ.τ.λ., ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ φοβερώτερο κακό. Εἶνε θηρίο ἑπτακέφαλο σὰν ἐκεῖνο ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι. Ἔχει ἕνα σῶμα καὶ ἕνα στομάχι, ἀλλὰ ἑπτὰ κεφάλια· ὅποιο κεφάλι κι ἂν σὲ φάῃ, στὸ ἴδιο στομάχι θὰ πᾷς. Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λοιπὸν μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται σωτήρας· διότι ἔσωσε τὸν κόσμο.
Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε δύναμις. Μέγα ὄνομα. Ἂν δὲν μπορῇς νὰ κάνῃς πολλὲς προσευχές, ἀρκεῖ νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γονάτιζε κάθε βράδυ, προτοῦ νὰ κοιμηθῇς· προτοῦ νὰ σᾶς πάρῃ ὁ ὕπνος, γονεῖς καὶ παιδιὰ γονατίστε κάτω ἀπ᾿ τὶς εἰκόνες καὶ πέστε δυὸ λέξεις· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ἂν πῇς μὲ τὴν καρδιά σου τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…», τὸ ὄνομα αὐτὸ κατεβάζει τὰ ἄστρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· Στὸ ὄνομά μου θὰ βγάζετε δαιμόνια, στὸ ὄνομά μου θὰ θεραπεύετε ἀρρώστιες, στὸ ὄνομά μου θὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, στὸ ὄνομά μου θὰ μετακινῆτε βουνά. Ἔχει δύναμι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὸ ἀναφέρουμε μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ πίστι.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ φοβᾶται ὁ Χριστιανὸς τίποτα. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἔτρεμε. –Τί ἔχεις; –Φοβᾶμαι. –Τί φοβᾶσαι; –Νά, ἐκεῖ στὴ γειτονιὰ μιὰ κακιὰ γυναίκα μοῦ ἔρριξε μάγια στὴν αὐλή. Κ᾿ ἐγὼ τώρα τρέμω μὴ μοῦ συμβῇ κανένα κακό, στὸν ἄντρα μου, στὰ παιδιά μου. Λέω· –Πιστεύεις στὸ Χριστό; –Πιστεύω. –Ποιός εἶνε πιὸ δυνατός, τὴ ρωτῶ, ὁ σατανᾶς ἢ ὁ Χριστός; –Ὁ Χριστός. –Ἔ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶνε πιὸ δυνατός, μὴ φοβᾶσαι. Κάνε τὸ σταυρό σου καὶ τὴν προσευχή σου, κι ὅπως ὁ λαγὸς φοβᾶται τὴ βροντή, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν πιστεύῃς, ὅλοι οἱ μάγοι κι ὅλοι οἱ διαβόλοι νὰ μαζευτοῦνε, δὲν μποροῦν νὰ σοῦ κάνουν τίποτε ἀπολύτως.
Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ πιὸ γλυκύ, εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Στὸ Παρίσι ἕνας ἄρρωστος μπῆκε στὸ νοσοκομεῖο. Εἶχε –Θεὸς φυλάξοι– καρκίνο, αὐτὴ τὴν ἀρρώστια ποὺ σαρώνει τὸν κόσμο σὰν τιμωρία ἀπὸ τὸ Θεό (τὸ λένε τὰ βιβλία, ὅτι θά ᾿ρθῇ μιὰ ἀρρώστια ποὺ θὰ σαρώνῃ τὸν κόσμο). Ὁ καρκίνος πιάνει σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε καρκίνο στὴ γλῶσσα. Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶπε, ὅτι ἦταν ἐπιβεβλημένο νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλῶσσα. Μετὰ τὴν ἐπέμβασι, τοῦ εἶπε, δὲν θὰ μπορῇς νὰ μιλᾷς πλέον καθόλου· θὰ εἶσαι ἀμίλητος. Πὲς λοιπόν, ποιά λέξι θέλεις νὰ εἶνε ἡ τελευταία ποὺ θὰ προφέρῃς;… Περίμεναν ὅλοι ν᾿ ἀκούσουν τί θὰ πῇ. Μάνα μου, εἶπε; πατέρα μου, εἶπε; παιδί μου, εἶπε; Τί εἶπε· Χριστέ μου, ἐλέησέ με! Μακάρι, ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα μας, νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴ δύναμι νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ πίστι· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
* * *
Τ᾿ ἀγαποῦμε, ἀδελφοί μου, ἐμεῖς τὸ ὄνομα αὐτό; Ἀγαποῦμε τὸ παιδάκι μας, τὸν ἄντρα μας, ἄλλα πρόσωπα· τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀγαποῦμε. Ἢ τὸν ἀγαποῦμε λίγο, ψυχρά. Δὲν μᾶς συγκινεῖ τὸ ὄνομά του. Κι ὄχι μόνο δὲν τὸ τιμοῦμε, ἀλλὰ καὶ τὸ βλαστημοῦμε. Μέσα στὴν ἐκκλησία ψάλλουμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός»· καὶ μόλις βγοῦμε ἔξω, ὅπου νὰ σταθῇς, σὲ δρόμους σὲ λεωφορεῖα σὲ σιδηροδρόμους σὲ καφφενεῖα σὲ ταβέρνες σὲ νυχτερινὰ κέντρα, παντοῦ, ἀκοῦς νὰ βλαστημοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὄχι ἔτσι! Εἴπαμε ὅτι ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, θὰ ξεχαστοῦν· μετὰ ἑκατὸ χρόνια κανείς δὲν θὰ τὰ θυμᾶται. Ἀλλὰ ἕνα ὄνομα θὰ μείνῃ αἰώνιο· τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ὄνομα νὰ τιμοῦμε μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα μας, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ· ἀμήν.
Ὄχι ἔτσι! Εἴπαμε ὅτι ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, θὰ ξεχαστοῦν· μετὰ ἑκατὸ χρόνια κανείς δὲν θὰ τὰ θυμᾶται. Ἀλλὰ ἕνα ὄνομα θὰ μείνῃ αἰώνιο· τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ὄνομα νὰ τιμοῦμε μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα μας, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Απολλώ Μοναχός
Ιερά Μονή Δοχειαρίου
63087 Δάφνη Αγίου Όρους
http://ift.tt/1CGEEYs
Ιερά Μονή Δοχειαρίου
63087 Δάφνη Αγίου Όρους
http://ift.tt/1CGEEYs
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου