Τις καθημερινές είναι καθηγητής Βιολογίας σε ιδιωτικό σχολείο και τα Σαββατοκύριακα έχει αναλάβει τους ελαιώνες της οικογένειας του, αποδεικνύοντας ότι η θέληση και το μεράκι υπερνικούν την κούραση.
Ο λόγος για τον Αναστάσιο Ανέστη, ο οποίος κληρονόμησε 90 στρέμματα με ελαιόδεντρα στην Αργολίδα και αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτά προσωπικά για να μην πάει χαμένος ο κόπος των προγόνων του.
Μάλιστα ως βιολόγος, ενδιαφέρεται το λάδι που βγάζει να είναι καθαρό και να μην επιβαρύνει το περιβάλλον. Οπως δήλωσε ο ίδιος μιλώντας στην Καθημερινή «Η συμβατική παραγωγή δεν μπορεί να είναι αειφορική. Βιολογική σημαίνει μεν μικρότερη ποσότητα ελαιόλαδου, όμως απευθυνόμαστε στον καταναλωτή που νοιάζεται να γνωρίζει ότι αφήνουμε στην ατμόσφαιρα το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα άνθρακα, δεν χρησιμοποιούμε καθόλου χημικά λιπάσματα, όλα ποτίζονται με ορυκτό νερό (γεώτρηση), γίνεται κομπόστ, ανακύκλωση. Ή ότι γίνεται προσπάθεια περιορισμού της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων – δεν καίω τα κλαριά, αλλά τα βάζω στον θρυμματιστή, ώστε τα θρεπτικά συστατικά τους να επιστραφούν στο έδαφος. Μέχρι το κατακάθι του καφέ από τις κεντρικές καντίνες του σχολείου μεταφέρω εδώ και το ανακατεύω με κοπριά και χώμα – επειδή η καφεΐνη περιέχει αρκετό άζωτο, συστατικό απαραίτητο στην ελιά»
Οπως ήταν αναμενόμενο, το λάδι του έγινε ανάρπαστο, τραβώντας την προσοχή των ξένων εταιρειών: «Η ποσότητα ελαιολάδου που παράγουμε είναι περιορισμένη, κατά μέσο όρο 10 τόνοι, πράγμα που μεταφράζεται σε 20.000 μπουκάλια των 500 ml. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μία παραγγελία για τη Δανία: 2.000 φιάλες. Βασικός λόγος που το λάδι δεν έμεινε στην Ελλάδα: είναι ότι πολύ απλά, οι Ελληνες έχουμε μάθει να τρώμε ό,τι λάδι μας φέρουν στον τενεκέ. Αν και η χώρα μας είναι η μεγαλύτερη καταναλώτρια ελαιόλαδου στον κόσμο ανά κεφαλή, ο Ελληνας δεν θα πληρώσει εύκολα 7, 8, 10 ευρώ για ένα ποιοτικό λάδι. Σκεφτείτε ότι στην Ευρώπη -Παρίσι, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Αμστερνταμ- υπάρχει η φιλοσοφία του olive bar, όπου πίνεις/δοκιμάζεις αυτό που θα αγοράσεις. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».
Μάλιστα ως βιολόγος, ενδιαφέρεται το λάδι που βγάζει να είναι καθαρό και να μην επιβαρύνει το περιβάλλον. Οπως δήλωσε ο ίδιος μιλώντας στην Καθημερινή «Η συμβατική παραγωγή δεν μπορεί να είναι αειφορική. Βιολογική σημαίνει μεν μικρότερη ποσότητα ελαιόλαδου, όμως απευθυνόμαστε στον καταναλωτή που νοιάζεται να γνωρίζει ότι αφήνουμε στην ατμόσφαιρα το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα άνθρακα, δεν χρησιμοποιούμε καθόλου χημικά λιπάσματα, όλα ποτίζονται με ορυκτό νερό (γεώτρηση), γίνεται κομπόστ, ανακύκλωση. Ή ότι γίνεται προσπάθεια περιορισμού της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων – δεν καίω τα κλαριά, αλλά τα βάζω στον θρυμματιστή, ώστε τα θρεπτικά συστατικά τους να επιστραφούν στο έδαφος. Μέχρι το κατακάθι του καφέ από τις κεντρικές καντίνες του σχολείου μεταφέρω εδώ και το ανακατεύω με κοπριά και χώμα – επειδή η καφεΐνη περιέχει αρκετό άζωτο, συστατικό απαραίτητο στην ελιά»
Οπως ήταν αναμενόμενο, το λάδι του έγινε ανάρπαστο, τραβώντας την προσοχή των ξένων εταιρειών: «Η ποσότητα ελαιολάδου που παράγουμε είναι περιορισμένη, κατά μέσο όρο 10 τόνοι, πράγμα που μεταφράζεται σε 20.000 μπουκάλια των 500 ml. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μία παραγγελία για τη Δανία: 2.000 φιάλες. Βασικός λόγος που το λάδι δεν έμεινε στην Ελλάδα: είναι ότι πολύ απλά, οι Ελληνες έχουμε μάθει να τρώμε ό,τι λάδι μας φέρουν στον τενεκέ. Αν και η χώρα μας είναι η μεγαλύτερη καταναλώτρια ελαιόλαδου στον κόσμο ανά κεφαλή, ο Ελληνας δεν θα πληρώσει εύκολα 7, 8, 10 ευρώ για ένα ποιοτικό λάδι. Σκεφτείτε ότι στην Ευρώπη -Παρίσι, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Αμστερνταμ- υπάρχει η φιλοσοφία του olive bar, όπου πίνεις/δοκιμάζεις αυτό που θα αγοράσεις. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου