Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλου στο 24ο Ετήσιο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας»
Κύριε Πρόεδρε του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, σας ευχαριστώ θερμά για την υποδοχή σας, για την ευκαιρία που μου δίνετε για πολλοστή φορά να απευθυνθώ στο πυκνό και υψηλού επιπέδου ακροατήριο, που πάντοτε βρίσκει κανείς στις ετήσιες αυτές συναντήσεις που οργανώνει το Επιμελητήριο εδώ και 24 χρόνια.
Θέλω να σας συγχαρώ για την προσπάθειά σας αυτή, για το γεγονός ότι έχετε διαμορφώσει ένα θεσμό που χρησιμοποιούμε ως βήμα δημοσίου διαλόγου κάθε χρόνο, προκειμένου να σκεφτούμε γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Το φετινό θέμα, το νέο ελληνικό οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο, μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις, ανάπτυξη, θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί αν δεν βρισκόμασταν μέσα στη συγκυρία της κρίσης εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Η περιγραφή του νέου ελληνικού οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου θα έλεγα ότι είναι αυτονόητη, γιατί ένα τέτοιο μοντέλο βασίζεται προφανώς σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εθνική ανταγωνιστικότητα. Στα εθνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, στους λεγόμενους ενδογενείς πόρους που δεν είναι άλλοι από την ίδια τη γη και τους ανθρώπους. Γη, όπως συνηθίζω να λέω, σημαίνει πάρα πολλά πράγματα. Σημαίνει γεωγραφία, σημαίνει ιστορία, σημαίνει πολιτισμός, σημαίνει τουρισμός, σημαίνει θάλασσα, σημαίνει ορεινοί όγκοι, σημαίνει πολιτιστική κληρονομιά, σημαίνει αγροτική παραγωγή.
Και οι άνθρωποι σημαίνουν επίσης ακόμη περισσότερα. Το διανοητικό μας κεφάλαιο, οι ικανότητες, η καινοτομία, όλα αυτά που δημιουργούν τη μεγάλη εθνική υπεραξία, είναι ένας ενδογενής πόρος. Άλλωστε όλες οι μελέτες για το νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, θα έλεγα ότι συγκλίνουν, σχεδόν επαναλαμβάνονται μονότονα, γιατί είναι προφανές, σχεδόν αυτονόητο, ποιοι είναι οι τομείς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός νέου παραγωγικού μοντέλου.
Ο αγροτο-διατροφικός τομέας, τόσο ο πρωτογενής, όσο και η βιομηχανία τροφίμων, με έμφαση στην ποιότητα, την τυποποίηση, την επωνυμία, φυσικά ο ελληνικός τουρισμός που είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας με το συγκριτικό πλεονέκτημα του πολιτισμού. Η ελληνική ναυτιλία που είναι παγκόσμια δύναμη, οι θαλάσσιες και άλλες διασυνδεδεμένες μεταφορές, η ενέργεια, οι φυσικοί πόροι. Όλα όσα μπορούν να διαμορφώσουν αυτό που λέγεται ελληνική εξωστρέφεια.
Και βέβαια οι προϋποθέσεις γι ’αυτό το νέο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο είναι επίσης προφανείς. Η πρώτη απ’ αυτές είναι να υπάρχει ένα κανονικό κράτος, ένα κράτος που έχει φιλοεπενδυτική διοίκηση, αυτοδιοίκηση και συνδέεται με μια φιλοεπενδυτική κοινωνία. Ένα κράτος που έχει μηχανισμούς δικαστικής εξουσίας, γρήγορους, αποτελεσματικούς και αξιόπιστους. Ένα κράτος που μπορεί να προσφέρει ασφάλεια δικαίου και κυρίως ένα ασφαλές, σταθερό και απλό φορολογικό καθεστώς.
Ένα μοντέλο που έχει χρηματοοικονομική υποστήριξη από το τραπεζικό σύστημα, που έχει πρόσβαση σε δανεισμό με λογικό κόστος. Ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που βρίσκεται ξανά σε επαφή με την πραγματική οικονομία. Μια παραγωγική δραστηριότητα, κυρίως βιομηχανική, που βρίσκει φιλικό κόστος ενέργειας. Πόρους εκτός τραπεζικού συστήματος που μπορεί να τους βρει κανείς στο νέο ΕΣΠΑ.
Και βεβαίως όλα αυτά προϋποθέτουν –τα λέω πάρα πολύ γρήγορα- μια κοινωνία συνεκτική, που προστατεύει τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως πολιτική σταθερότητα και συναίνεση.
Αν αυτά όλα που λέω συνέβαιναν, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά και πολύ εύκολα. Δυστυχώς, για να έρθω στο κύριο θέμα της παρέμβασής μου, γιατί έχω αντιστρέψει τα πράγματα και ξεκίνησα από αυτό που νομίζατε ότι είναι το κυρίως θέμα, αλλά ήταν απλώς ο πρόλογος στο κυρίως θέμα. Όλα αυτά, δυστυχώς, υπερκαλύπτονται από την επανεμφάνιση μιας άδικης και αδικαιολόγητης δήθεν εκκρεμότητας, ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας, κυρίως το ΔΝΤ για το εάν η Ελλάδα θέλει ή για το εάν η Ελλάδα μπορεί να ολοκληρώσει το εξαιρετικά δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής. Για το εάν η Ελλάδα οδεύει προς έξοδο από την κρίση ή υπαναχωρεί.
Όλα αυτά, όπως αντιλαμβάνεστε, δημιουργούν μια άδικη, διεθνή και εσωτερική ατμόσφαιρα και υπονομεύουν στην καρδιά τους τόσο τις εθνικές προσπάθειές μας, όσο και τις προσπάθειες συνολικά της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οριστική έξοδο από την κρίση.
Αυτό συμβαίνει δυστυχώς σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο. Συμβαίνει με τους θεσμούς που μετέχουν στην τρόικα και με τους άλλους θεσμικούς μας εταίρους. Δηλαδή αυτό συμβαίνει στο επίπεδο του διεθνούς δημόσιου τομέα, ενώ ο διεθνής ιδιωτικός τομέας δείχνει να καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά και να τοποθετείται καθαρά σε σχέση με την Ελλάδα.
Πιστεύει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην έξοδο από την κρίση. Ότι η Ελλάδα προσφέρεται ως μια ευκαιρία. Ευκαιρία για επενδύσεις. Ευκαιρία για αναδιοργάνωση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και βεβαίως η ευκαιρία αυτή ανήκει πρωτίστως στους ίδιους τους Έλληνες και ιδίως τη νέα γενιά μας, παρ’ ότι η ελληνική κοινωνία αυτό το αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκην, λόγω της πίεσης που έχει υποστεί επί χρόνια, λιγότερο απ’ ό,τι ο διεθνής ιδιωτικός τομέας που με επιχειρηματική ετοιμότητα πρωτοπορεί σε σχέση με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό φαίνεται καλά στον τρόπο που οι οίκοι αξιολόγησης αντιμετωπίζουν τη χώρα και την αναβαθμίζουν από πλευράς πιστοληπτικής ικανότητας, σε αντίθεση με άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης που υποβαθμίζονται.
Αυτό φαίνεται στο πώς διακυμαίνονται τα spreads, στο πώς λειτουργεί η αγορά ομολόγων που έχουν εκδοθεί μετά το PSI. Αυτό φαίνεται στις δημόσιες ανακοινώσεις και μελέτες πολλών διεθνών τραπεζών. Φαίνεται στον τρόπο που λειτουργούν τα funds που στρέφονται προς την Ελλάδα και διαθέτουν πολύ σημαντικά κεφάλαια για την Ελλάδα.
Αυτό ελπίζουμε ότι θα φανεί στις ιδιωτικοποιήσεις και είμαι βέβαιος ότι θα φανεί πολύ γρήγορα στις εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Υποθέτω ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα επιταχυνθούν και έτσι θα έχουμε και μια ανάκτηση κεφαλαίων που έχει διαθέσει το ελληνικό δημόσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών νωρίτερα και καλύτερα, απ’ ό,τι έχει αρχικά υπολογιστεί.
Θέλω, απευθυνόμενος στο δικό σας ακροατήριο, στο οποίο μιλάω σχεδόν κάθε χρόνο τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, από τότε που ιδρύθηκε αυτός ο θεσμός, να πω με κάθε ειλικρίνεια που βρισκόμαστε κατά τη γνώμη μου, σήμερα, μετά από έξι χρόνια ύφεσης και τέσσερα χρόνια προσπάθειας για τη διάσωση της χώρας και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Κατ’ αρχάς όπως είχα την ευκαιρία να πω και πάρα πολύ πρόσφατα μιλώντας στη Βουλή, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, συγχέουμε την κρίση καθ’ εαυτή, δηλαδή τα αίτια και το χρόνο εμφάνισης της κρίσης με τις προσπάθειες που άρχισαν το 2010 γιατί την αντιμετώπιση της κρίσης. Προσπάθειες επώδυνες, αλλά αυτές προκλήθηκαν λόγω της κρίσης. Δεν συνιστούν την κρίση.
Βεβαίως, οι προσπάθειες αυτές κατέστησαν αισθητές τις συνέπειες της κρίσης, οι οποίες υπήρχαν και λειτουργούσαν υπονομευτικά για την κοινωνία, την οικονομία, ακόμη και τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά δεν είχαν γίνει αντιληπτές δια γυμνού οφθαλμού.
Και επιπλέον οι προσπάθειες αυτές συνοδεύονται από σημαντικές παρενέργειες εις βάρος της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες οφείλονται στον κακό σχεδιασμό του προγράμματος που μας επιβλήθηκε από τους θεσμικούς μας εταίρους γιατί δεν υπήρχαν δοκιμασμένα σχήματα αντιμετώπισης της κρίσης.
Και δεν υπήρχαν δοκιμασμένα σχήματα γιατί η ίδια η σύλληψη του ευρώ, η ίδια η σύλληψη της ευρωζώνης, ήταν εξ αρχής ως αποτέλεσμα πολιτικής βουλησιαρχίας, προσανατολισμένη προς κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως.
Ήταν εξ αρχής προσανατολισμένη στην διαρκή κανονικότητα και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ζώνης του ευρώ και της διεθνούς οικονομίας. Όπως υπάρχει στη φιλοσοφία η αιώνια ειρήνη του Καντ, έτσι στη σκέψη των σχεδιαστών του ευρώ και της ευρωζώνης, υπήρχαν οι συνθήκες της αιώνιας κανονικότητας. Από το καλό προς το καλύτερο, χωρίς το ενδεχόμενο κρίσης, οπισθοχώρησης, χωρίς το ενδεχόμενο ό,τι θεωρούμε αυτονόητο και κεκτημένο να πάψει να θεωρείται αυτονόητο και κεκτημένο.
Βεβαίως επιπλέον, όπως αντιλαμβάνεστε, ένα πρόγραμμα το οποίο θα ήταν καλύτερο, ένα πρόγραμμα πιο αργής και πιο ήπιας προσαρμογής, θα είχε για τους εταίρους μας πολύ μεγαλύτερο κόστος. Θα απαιτούσε ένα πολύ μεγαλύτερο δάνειο. Ένα δάνειο που η Ελλάδα θα εκπλήρωνε, ένα δάνειο που η Ελλάδα θα το εξυπηρετούσε με πιστότητα, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να το εξηγείς πάντα σε απροετοίμαστους εταίρους όταν υπάρχει μια κρίση που καταλαμβάνει γενικά μια νομισματική περιοχή, όπως είναι το ευρώ.
Η αλήθεια είναι ότι παρά τα προβλήματα αυτά, παρά τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης, παρά το γεγονός ότι είχαμε απέναντί μας μια απροετοίμαστη Ευρώπη, μια Ευρώπη πολιτικά συντηρητική, μια Ευρώπη σκεπτόμενη οικονομικά με μονοδιάστατο σχολικά νεοφιλελεύθερο τρόπο, δεν υπήρχε όταν το χρειαζόμασταν. Δηλαδή το πρώτο εξάμηνο του 2010 ένα άλλο καλύτερο σχέδιο. Ένα σχέδιο βήτα. Το plan b δεν υπήρξε και δεν υπάρχει.
Έχω αναρωτηθεί και ερωτηθεί πολλές φορές εάν το σχέδιο άλφα που συνιστά τη μεγάλη προσπάθεια ανάκαμψης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας μέσα στο ευρώ, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούσε να είναι καλύτερο εξ αρχής. Και η απάντηση είναι ότι ναι βεβαίως μπορούσε να είναι καλύτερο εξ αρχής αν το είχαν αντιληφθεί αυτό οι εταίροι μας.
Το γεγονός ότι αυτό το αρχικό σχέδιο άλφα βελτιώθηκε στη συνέχεια με το λεγόμενο δεύτερο σχέδιο, δεύτερο πρόγραμμα που εγκρίθηκε οριστικά το Φεβρουάριο του 2012, δείχνει ότι εξ αρχής πράγματι θα μπορούσε να είναι καλύτερη αυτή η προσπάθεια, εάν όμως υπήρχε η συναίνεση και η χρηματοδότηση.
Εάν το PSI είχε συμβεί νωρίτερα. Εάν το δάνειο ήταν εξ αρχής μεγαλύτερο, στα επίπεδα που τελικά κινείται τώρα των 250 δισεκατομμυρίων. Εάν η ευελιξία των εταίρων μας ήταν επαρκής ώστε να αντιμετωπιστεί ένα φαινόμενο που δεν είχε προβλεφθεί, αν και θα έπρεπε να προβλεφθεί και θα έπρεπε επίσης να έχει επισημανθεί εγκαίρως από μηχανισμούς προειδοποίησης, οι οποίοι δεν είχαν λειτουργήσει.
Το γεγονός άλλωστε ότι οι μηχανισμοί προειδοποίησης δεν είχαν λειτουργήσει, εξηγεί και την απόφαση των ισχυρών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να επιβάλουν την παρουσία του ΔΝΤ στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ακριβώς για να δείξουν την έλλειψη εμπιστοσύνης που τους διακατείχε έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το γεγονός ότι δεν είχε προβλεφθεί η κρίση και δεν είχαν κινηθεί έγκαιρα θεσμικοί μηχανισμοί προειδοποίησης για την εξέλιξη της κρίσης.
Άλλωστε επιπλέον αυτού έχουμε ένα ΔΝΤ που ακόμη δεν ισορρόπησε, παρ’ ότι κλήθηκε να παίξει ένα τόσο σημαντικό ρόλο, ακόμη δεν ισορρόπησε στην Ευρωπαϊκή του διάσταση, ούτε σε σχέση με τις αναλύσεις που κάνει και τις εκτιμήσεις του, τις οποίες θέτει σε αμφισβήτηση εκ των υστέρων, ούτε ως προς τη σχέση του με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι γνωστό σε εσάς, ότι το πρόγραμμα προσαρμογής είχε εξ αρχής δυο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας της κατά κυριολεξία δημοσιονομικής προσαρμογής, ήταν ζωτικά αναγκαίος, αλλά εάν επρόκειτο να το χρηματοδοτήσουμε και να το σχεδιάσουμε μόνοι μας, ποτέ δεν θα τον σχεδιάζαμε έτσι. Ποτέ δεν θα είχαμε μια προσαρμογή τόσο γρήγορη, τόσο απαιτητική, τόσο βίαιη.
Δεν υπήρχε όμως άλλη λύση. Με ένα πρωτογενές έλλειμμα που το 2009 είχε φτάσει στο κολοσσιαίο επίπεδο του 12% του ΑΕΠ, των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλες επιλογές.
Φτάσαμε, όμως, μετά από τη γιγαντιαία προσπάθεια του ελληνικού λαού, σε ένα πρωτοφανές δημοσιονομικό επίτευγμα. Μπορεί τώρα η Ελλάδα να ενισχύσει την αξιοπιστία της, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη και το μεγαλύτερο ονομαστικό πλεόνασμα.
Παρατήρησα μια καταχώρηση τις τελευταίες μέρες στον ελληνικό και το διεθνή Τύπο που επισημαίνει ότι το διαρθρωτικό πλεόνασμα το ελληνικό είναι πολύ μεγαλύτερο αυτού του Σιγκαπούρης και το ονομαστικό πλεόνασμα πολύ μεγαλύτερο αυτού της Σουηδίας.
Επίσης έχουμε να παρουσιάσουμε ένα δημόσιο χρέος μειωμένο ως προς την ονομαστική του αξία κατά 135 δισεκατομμύρια, δηλαδή κατά 65 μονάδες του ΑΕΠ, ένα δημόσιο χρέος ριζικά αναδιαρθρωμένο, με πολύ μεγαλύτερη μέση διάρκεια, με πολύ μικρότερο μέσο επιτόκιο, με πολύ καλύτερες ληπτότητες, ένα δημόσιο χρέος το οποίο σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος του αποτυπώνεται σε ομόλογα με μηδενικά κουπόνια (zero coupons), άρα ένα δημόσιο χρέος που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στη βιωσιμότητα και η βιωσιμότητά του είναι περισσότερο ζήτημα συνδυασμού μικρών τεχνητών παρεμβάσεων και ισχυρής πολιτικής βούλησης.
Το δεύτερο σκέλος του προγράμματος, θα έπρεπε φυσικά να το έχουμε αποφασίσει πολύ νωρίτερα. Είναι η διαρθρωτική προσαρμογή. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο, σας διαβεβαιώ, να εφαρμόσεις παράλληλα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που σημαίνει μείωση εισοδημάτων, μείωση μισθών και συντάξεων, που σημαίνει βαθιά σωρευτική ύφεση, που σημαίνει αύξηση της ανεργίας και ταυτόχρονα φιλόδοξες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούν συναίνεση, που απαιτούν κοινωνική και θεσμική αντοχή και που συνεπάγονται πάντα πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει έναν ριζικά αναδιαρθρωμένο τραπεζικό τομέα. Έχει αλλάξει ριζικά την αγορά εργασίας και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει σημαντικά συμπιεστεί. Έχουμε ένα ριζικά διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα. Έχουν σε μεγάλο βαθμό όχι ικανοποιητικό, αλλά αξιοσημείωτο, ανοίξει επαγγέλματα και αγορές.
Προχωρούν τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που θέτει η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για νομικούς λόγους, κυρίως συνδεόμενους με το δίκαιο του ανταγωνισμού και τις κρατικές ενισχύσεις. Έχουν αρχίσει να γίνονται σημαντικές παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση κυρίως μέσω του θεσμού της κινητικότητας.
Έχουν αναδιαρθρωθεί σημαντικοί φορείς και Οργανισμοί του δημόσιου τομέα, πολλές φορές με πιο ριζοσπαστικό τρόπο απ’ ό,τι η αναδιοργάνωση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Έχουν μειωθεί σημαντικά οι δημόσιες δαπάνες και αυτό αφορά το ενιαίο μισθολόγιο, τα φάρμακα, τις λοιπές δαπάνες υγείας.
Δεν έχουμε φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο καθόλου σε σχέση με τη φορολογική νομοθεσία αλλά είμαστε αιχμάλωτοι έκτακτων μέτρων που πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται για να πετύχουμε πολύ αυστηρούς και επιτακτικούς δημοσιονομικούς στόχους και ταυτόχρονα έχουμε βελτιώσει την προετοιμασία μας για την αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ, με τη δημιουργία νέων θεσμών όπως το Institution for Growth, δηλαδή για τη δημιουργία διαύλων χρηματοδότησης της οικονομίας που μπορούν να κινούνται παράλληλα προς το τραπεζικό σύστημα.
Θέλω να θυμηθούμε τη συνολική εικόνα σε αριθμούς. Τα τελευταία 4 χρόνια έχουν ληφθεί μέτρα συνολικού κόστους για την οικονομία, 70 δισεκατομμυρίων. Δηλαδή 35 μονάδων του ΑΕΠ. Η προσαρμογή σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος πλεονάσματος, ξεπερνά το 23% του ΑΕΠ. Η σωρευτική ύφεση το 25% του ΑΕΠ. Η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος, το 35% με 40%. Η ανεργία στο γενικό πληθυσμό ξεπερνά το 27% και το 60% στους νέους έως 24 ετών. Δε χρειάζεται να πω ποιο είναι το πολιτικό και θεσμικό κόστος.
Τότε, αναρωτιέται κανείς, μετά απ’ όλα αυτά, τι δικαιολογεί μια νέα φάση τριβών, κωλυσιεργίας και εντάσεων με την τρόικα; Κατά τη γνώμη μου τίποτα, αλλά εν πάση περιπτώσει ας σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι λόγοι, ίσως θεσμικοί. Το γεγονός ότι διερχόμαστε μια μεταβατική περίοδο στη Γερμανία ενόψει του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης του μεγάλου Συνασπισμού; Ευτυχώς αυτό τελειώνει.
Μας ενδιαφέρει μια ισχυρή γερμανική κυβέρνηση που μπορεί να παίξει τον ηγετικό της ρόλο μέσα στην Ευρώπη, μια γερμανική κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται τα ευρωπαϊκά προβλήματα, τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες και το πόσο σημαντικό πλεονέκτημα είναι η Ευρώπη για τη Γερμανία.
Υπάρχει ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής τις συνέπειες του οποίου υφιστάμεθα εμείς; Ενδεχομένως. Υπάρχει μια γενική ευρωπαϊκή αμηχανία λόγω των επικείμενων ευρωεκλογών και της ανάγκης να συγχρονιστούν διάφορες εξελίξεις σε διάφορες χώρες; Ίσως.
Αλλά δε μπορεί στην περίπτωση της Ελλάδος να λειτουργούν οι λεγόμενοι «παιδαγωγικοί λόγοι». Γιατί ο ελληνικός λαός με πολύ μεγάλη συνέπεια, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος της πίεσης και των θυσιών, έχει πετύχει ένα πρωτοφανές δημοσιονομικό και διαρθρωτικό επίτευγμα. Άρα η ανακύκλωση της συζήτησης αυτής, είναι απολύτως άδικη και απολύτως αντιπαραγωγική.
Επίσης δεν έχει τεχνικό περιεχόμενο, δε βγάζει νόημα από τεχνικής πλευράς, γιατί η συζήτηση για το λεγόμενο «δημοσιονομικό κενό» και η συζήτηση για το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό», είναι μια συζήτηση που παραπέμπει στη βιωσιμότητα του χρέους, μόνο που η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξαρτάται από παράγοντες μόνο δημοσιονομικούς, που αφορούν τον αριθμητή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ», αλλά από παράγοντες μακροοικονομικούς, από στόχους δηλαδή που συνδέονται και με τον παρανομαστή του κλάσματος.
Γιατί αν πετύχεις τους δημοσιονομικούς στόχους σε σχέση με το έλλειμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα και χάσεις τους στόχους σε σχέση με την επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν παράγεται ούτε αριθμητικά ούτε αναπτυξιακά ούτε κοινωνικά ούτε πολιτικά το αναγκαίο αποτέλεσμα που είναι η γεωμετρική αποκλιμάκωση του χρέους.
Άρα λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι να συμφωνήσουμε ότι οι στόχοι είναι μακροοικονομικοί, ότι τα δημοσιονομικά επιτεύγματα είναι αξιοσημείωτα, θα έλεγα μοναδικά και ότι η Ελλάδα δικαιούται να νιώθει ασφαλής και η αναγνώριση αυτή να είναι πραγματική και όχι ρητορική.
Αυτό λοιπόν που θέλουμε ως χώρα, ως έθνος, ως κοινωνία είναι αυτό που είπα. Πρώτον, πραγματική και όχι ρητορική ή εικονική αναγνώριση των θυσιών του ελληνικού λαού αλλά και κατανόηση των αντοχών της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Δεύτερον, θέλουμε να γίνει κατανοητό ότι για τους λόγους που εξήγησα, είναι παντελώς περιττή κι επικίνδυνη οποιαδήποτε συζήτηση για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Άρα όχι πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που κανιβαλίζουν τους μακροοικονομικούς στόχους.
Το τρίτο, είναι ότι θέλουμε μια έγκαιρη, δηλαδή πριν τις ευρωεκλογές, σοβαρή θεσμική συζήτηση με τους εταίρους μας, για την ολοκλήρωση του προγράμματος σε σχέση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες, δηλαδή για την επιβεβαίωση της βιωσιμότητας και των δυνατοτήτων αποκλιμάκωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους χωρίς προβλήματα με καμία άλλη χώρα, με κανένα άλλο Κοινοβούλιο και χωρίς πραγματική επιβάρυνση κανενός φορολογούμενου Ευρωπαίου πολίτη.
Είχα την ευκαιρία προχθές στη συνάντηση με το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να πω απευθυνόμενος στην Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ότι ναι, έχουν δοθεί διμερή δάνεια στην πρώτη φάση από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα, έχει δοθεί στη συνέχεια ένα μεγάλο δάνειο από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, από το EFSF, με εγγύηση των μετόχων, που είναι τα κράτη μέλη.
Αλλά τα δάνεια αυτά εξυπηρετούνται, δεν έχει καταπέσει καμία εγγύηση, ιδίως για το πρώτο διακρατικό, διακυβερνητικό δάνειο από τη Γερμανία μεσολαβεί η KFW με την εγγύηση του γερμανικού Δημοσίου, άρα δεν έχει επιβαρυνθεί κανείς προϋπολογισμός και κανείς φορολογούμενος πολίτης.
Η μόνη περίπτωση να επιβαρυνθεί προϋπολογισμός άλλου κράτους μέλους και φορολογούμενος πολίτης άλλου κράτους μέλους, είναι να υπονομευθεί το ελληνικό πρόγραμμα και να μη μπορέσει η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Αλλά αυτό φαντάζομαι δεν το θέλει κανείς, δε θα γίνει.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, το λιγότερο που θέλουμε είναι, όχι αδικαιολόγητες προκλήσεις ως προς την αντοχή της κοινωνίας, της δημοκρατίας μας και βεβαίως της ίδιας της πραγματικής οικονομίας της χώρας. Πόσο κρίσιμο ζήτημα είναι οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού μέσα σ’ αυτή την εικόνα; Πόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα αυτό για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, για τη λεγόμενη κουλτούρα συμμόρφωσης στις δανειακές υποχρεώσεις, για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση;
Σας διαβεβαιώ, καθόλου κρίσιμο. Ό,τι λέει η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις ελληνικές συστημικές Τράπεζες. Το πρόβλημα των ελληνικών Τραπεζών δεν είναι τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια των φτωχών και μεσαίων νοικοκυριών. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα με μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, βεβαίως και υπάρχει επείγουσα ανάγκη οι Τράπεζες να επανασυνδεθούν με την ελληνική πραγματική οικονομία και να ηγηθούν μιας γενναίας προσπάθειας αναδιάρθρωσης των χρηματοοικονομικών δεδομένων, των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων, ώστε η ελληνική οικονομία να βγει ισχυρότερη από την κρίση.
Αλλά οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού, δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο. Γιατί μιλάμε για νοικοκυριά που τελούν υπό την απειλή κατάσχεσης της κατοικίας τους για φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Και πρέπει να βλέπει κανείς συνολικά το προφίλ των επιβαρύνσεων μιας οικογένειας χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος. Οι υποχρεώσεις δεν είναι μόνο τραπεζικές, οι υποχρεώσεις είναι και φορολογικές και ασφαλιστικές.
Πόσο σημαντικό είναι τώρα που η Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά την αγορά εργασίας, έχει καταστήσει εντυπωσιακά ευέλικτες τις εργασιακές σχέσεις κι έχει μειώσει αισθητά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, να πει κανείς ότι «θέλω και άρση των εγγυήσεων των ομαδικών απολύσεων» οι οποίες επίσης προβλέπονται εάν κάπου υπάρχει πρόβλημα, πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης μιας μεγάλης επιχείρησης;
Άρα, αρνούμαι και αρνούμαστε ως χώρα ως κοινωνία, ως πολιτικό σύστημα, ως Βουλή, ν’ αποδειχθούμε ότι έχει λογική μια τέτοια συζήτηση. Μια τέτοια συζήτηση είναι αποπροσανατολιστική με οικονομικούς όρους. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Και θα μου επιτρέψετε να πω, και ο προσωπικός μου ρόλος, ο ρόλος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Γιατί ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικός εταίρος, ασκώ και τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης και του Υπουργού των Εξωτερικών. Χωρίς να εξετάζουμε καθόλου το πολιτικό κόστος, κομματικό ή προσωπικό. Γιατί αν κοιτούσαμε τις δημοσκοπήσεις που δεν είναι καλές για κανέναν και αν κοιτούσαμε το κόστος, η Ελλάδα δε θα υπήρχε. Και αν υπήρχε θα ήταν ένα τοπίο καταστροφής, μια έρημη χώρα. Όχι μια χώρα μέλος της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρα λοιπόν, αυτό που θέλουμε δεν είναι μια πολιτική διαπραγμάτευση που μας κάνει χάρες σε οικονομικό επίπεδο. Όχι. Θέλουμε μια οικονομική διαπραγμάτευση με έγκυρους και ευφυείς θεσμικούς συνομιλητές που είναι νομιμοποιημένοι, που αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και που δεν έχουν γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Αυτό ζητάμε. Και πρέπει να σας πω ότι ακριβώς επειδή έχουμε αυτά τα δεδομένα, είμαι αισιόδοξος. Και είμαι αισιόδοξος γιατί η λογική που τελικά είναι και λογική πολιτική αλλά και λογική των αριθμών, θα επικρατήσει.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Ελλάδα μετά την κρίση, ασκεί από την 1/1/2014 και την Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, επειδή άκουσα έναν φίλο μου, το Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, το Γιάννη Μπουτάρη, να λέει «μήπως η Ελλάδα έπρεπε να κάνει πάσο και να μην αναλάβει την Προεδρία;», μα, εισερχόμαστε στο εξάμηνο της μεγάλης ευρωπαϊκής συζήτησης για το ποια πρέπει να είναι η αφήγηση της νέας Ευρώπης, για το αν μπορεί να υπάρχει μια Ευρωζώνη και μια Ευρωπαϊκή Ένωση που μπορεί να διαχειρίζεται κρίσεις, μπορεί ν’ αντιμετωπίζει με δυναμικό τρόπο τις προκλήσεις, μπορεί να επιβιώσει μέσα σε μια δύσκολη παγκόσμια οικονομία.
Γιατί η Ευρώπη έχει τεράστια μειονεκτήματα, μικραίνει πληθυσμιακά, γηράσκει, χάνει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες οικονομικές περιοχές. Είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να είναι η προεδρεύουσα χώρα το εξάμηνο των ευρωπαϊκών εκλογών.
Γιατί πρέπει να διεξαχθεί μια συζήτηση που καλό είναι να θυμάται το τι έχει γίνει στην Ελλάδα, τι έχει γίνει στην Πορτογαλία, τι έχει γίνει στην Ιρλανδία, τι έχει γίνει στην Ισπανία, τι γίνεται στην Ιταλία, τι πιέσεις ασκούνται στη Γαλλία, γιατί υποβαθμίζεται η πιστοληπτική ικανότητα της Ολλανδίας, γιατί υπάρχουν ακροδεξιά κόμματα, ναζιστικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Σλοβακία, στην Αυστρία, σε πολλές, δυστυχώς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είμαστε το επίκεντρο της κρίσης; Δικαιούμαστε να είμαστε και το επίκεντρο μιας Ευρώπης μετά την κρίση. Πρέπει να ενεργήσουμε ως θεσμικά ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πρέπει ν’ ανακτήσουμε την υπερηφάνεια, την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά μας.
Ο ελληνικός λαός τώρα, ζητά ν’ ασκήσει ένα θεμελιώδες δικαίωμά του, το δικαίωμά του στην αισιοδοξία, που προϋποθέτει το δικαίωμα σε μια ασφάλεια, σε μια σταθερότητα. Το δικαίωμα στην αναγνώριση των θυσιών. Αυτό το δικαίωμα δε μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
Σας ευχαριστώ.
Κύριε Πρόεδρε του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, σας ευχαριστώ θερμά για την υποδοχή σας, για την ευκαιρία που μου δίνετε για πολλοστή φορά να απευθυνθώ στο πυκνό και υψηλού επιπέδου ακροατήριο, που πάντοτε βρίσκει κανείς στις ετήσιες αυτές συναντήσεις που οργανώνει το Επιμελητήριο εδώ και 24 χρόνια.
Θέλω να σας συγχαρώ για την προσπάθειά σας αυτή, για το γεγονός ότι έχετε διαμορφώσει ένα θεσμό που χρησιμοποιούμε ως βήμα δημοσίου διαλόγου κάθε χρόνο, προκειμένου να σκεφτούμε γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Το φετινό θέμα, το νέο ελληνικό οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο, μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις, ανάπτυξη, θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί αν δεν βρισκόμασταν μέσα στη συγκυρία της κρίσης εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Η περιγραφή του νέου ελληνικού οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου θα έλεγα ότι είναι αυτονόητη, γιατί ένα τέτοιο μοντέλο βασίζεται προφανώς σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εθνική ανταγωνιστικότητα. Στα εθνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, στους λεγόμενους ενδογενείς πόρους που δεν είναι άλλοι από την ίδια τη γη και τους ανθρώπους. Γη, όπως συνηθίζω να λέω, σημαίνει πάρα πολλά πράγματα. Σημαίνει γεωγραφία, σημαίνει ιστορία, σημαίνει πολιτισμός, σημαίνει τουρισμός, σημαίνει θάλασσα, σημαίνει ορεινοί όγκοι, σημαίνει πολιτιστική κληρονομιά, σημαίνει αγροτική παραγωγή.
Και οι άνθρωποι σημαίνουν επίσης ακόμη περισσότερα. Το διανοητικό μας κεφάλαιο, οι ικανότητες, η καινοτομία, όλα αυτά που δημιουργούν τη μεγάλη εθνική υπεραξία, είναι ένας ενδογενής πόρος. Άλλωστε όλες οι μελέτες για το νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, θα έλεγα ότι συγκλίνουν, σχεδόν επαναλαμβάνονται μονότονα, γιατί είναι προφανές, σχεδόν αυτονόητο, ποιοι είναι οι τομείς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός νέου παραγωγικού μοντέλου.
Ο αγροτο-διατροφικός τομέας, τόσο ο πρωτογενής, όσο και η βιομηχανία τροφίμων, με έμφαση στην ποιότητα, την τυποποίηση, την επωνυμία, φυσικά ο ελληνικός τουρισμός που είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας με το συγκριτικό πλεονέκτημα του πολιτισμού. Η ελληνική ναυτιλία που είναι παγκόσμια δύναμη, οι θαλάσσιες και άλλες διασυνδεδεμένες μεταφορές, η ενέργεια, οι φυσικοί πόροι. Όλα όσα μπορούν να διαμορφώσουν αυτό που λέγεται ελληνική εξωστρέφεια.
Και βέβαια οι προϋποθέσεις γι ’αυτό το νέο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο είναι επίσης προφανείς. Η πρώτη απ’ αυτές είναι να υπάρχει ένα κανονικό κράτος, ένα κράτος που έχει φιλοεπενδυτική διοίκηση, αυτοδιοίκηση και συνδέεται με μια φιλοεπενδυτική κοινωνία. Ένα κράτος που έχει μηχανισμούς δικαστικής εξουσίας, γρήγορους, αποτελεσματικούς και αξιόπιστους. Ένα κράτος που μπορεί να προσφέρει ασφάλεια δικαίου και κυρίως ένα ασφαλές, σταθερό και απλό φορολογικό καθεστώς.
Ένα μοντέλο που έχει χρηματοοικονομική υποστήριξη από το τραπεζικό σύστημα, που έχει πρόσβαση σε δανεισμό με λογικό κόστος. Ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που βρίσκεται ξανά σε επαφή με την πραγματική οικονομία. Μια παραγωγική δραστηριότητα, κυρίως βιομηχανική, που βρίσκει φιλικό κόστος ενέργειας. Πόρους εκτός τραπεζικού συστήματος που μπορεί να τους βρει κανείς στο νέο ΕΣΠΑ.
Και βεβαίως όλα αυτά προϋποθέτουν –τα λέω πάρα πολύ γρήγορα- μια κοινωνία συνεκτική, που προστατεύει τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως πολιτική σταθερότητα και συναίνεση.
Αν αυτά όλα που λέω συνέβαιναν, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά και πολύ εύκολα. Δυστυχώς, για να έρθω στο κύριο θέμα της παρέμβασής μου, γιατί έχω αντιστρέψει τα πράγματα και ξεκίνησα από αυτό που νομίζατε ότι είναι το κυρίως θέμα, αλλά ήταν απλώς ο πρόλογος στο κυρίως θέμα. Όλα αυτά, δυστυχώς, υπερκαλύπτονται από την επανεμφάνιση μιας άδικης και αδικαιολόγητης δήθεν εκκρεμότητας, ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας, κυρίως το ΔΝΤ για το εάν η Ελλάδα θέλει ή για το εάν η Ελλάδα μπορεί να ολοκληρώσει το εξαιρετικά δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής. Για το εάν η Ελλάδα οδεύει προς έξοδο από την κρίση ή υπαναχωρεί.
Όλα αυτά, όπως αντιλαμβάνεστε, δημιουργούν μια άδικη, διεθνή και εσωτερική ατμόσφαιρα και υπονομεύουν στην καρδιά τους τόσο τις εθνικές προσπάθειές μας, όσο και τις προσπάθειες συνολικά της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οριστική έξοδο από την κρίση.
Αυτό συμβαίνει δυστυχώς σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο. Συμβαίνει με τους θεσμούς που μετέχουν στην τρόικα και με τους άλλους θεσμικούς μας εταίρους. Δηλαδή αυτό συμβαίνει στο επίπεδο του διεθνούς δημόσιου τομέα, ενώ ο διεθνής ιδιωτικός τομέας δείχνει να καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά και να τοποθετείται καθαρά σε σχέση με την Ελλάδα.
Πιστεύει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην έξοδο από την κρίση. Ότι η Ελλάδα προσφέρεται ως μια ευκαιρία. Ευκαιρία για επενδύσεις. Ευκαιρία για αναδιοργάνωση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και βεβαίως η ευκαιρία αυτή ανήκει πρωτίστως στους ίδιους τους Έλληνες και ιδίως τη νέα γενιά μας, παρ’ ότι η ελληνική κοινωνία αυτό το αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκην, λόγω της πίεσης που έχει υποστεί επί χρόνια, λιγότερο απ’ ό,τι ο διεθνής ιδιωτικός τομέας που με επιχειρηματική ετοιμότητα πρωτοπορεί σε σχέση με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό φαίνεται καλά στον τρόπο που οι οίκοι αξιολόγησης αντιμετωπίζουν τη χώρα και την αναβαθμίζουν από πλευράς πιστοληπτικής ικανότητας, σε αντίθεση με άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης που υποβαθμίζονται.
Αυτό φαίνεται στο πώς διακυμαίνονται τα spreads, στο πώς λειτουργεί η αγορά ομολόγων που έχουν εκδοθεί μετά το PSI. Αυτό φαίνεται στις δημόσιες ανακοινώσεις και μελέτες πολλών διεθνών τραπεζών. Φαίνεται στον τρόπο που λειτουργούν τα funds που στρέφονται προς την Ελλάδα και διαθέτουν πολύ σημαντικά κεφάλαια για την Ελλάδα.
Αυτό ελπίζουμε ότι θα φανεί στις ιδιωτικοποιήσεις και είμαι βέβαιος ότι θα φανεί πολύ γρήγορα στις εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Υποθέτω ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα επιταχυνθούν και έτσι θα έχουμε και μια ανάκτηση κεφαλαίων που έχει διαθέσει το ελληνικό δημόσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών νωρίτερα και καλύτερα, απ’ ό,τι έχει αρχικά υπολογιστεί.
Θέλω, απευθυνόμενος στο δικό σας ακροατήριο, στο οποίο μιλάω σχεδόν κάθε χρόνο τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, από τότε που ιδρύθηκε αυτός ο θεσμός, να πω με κάθε ειλικρίνεια που βρισκόμαστε κατά τη γνώμη μου, σήμερα, μετά από έξι χρόνια ύφεσης και τέσσερα χρόνια προσπάθειας για τη διάσωση της χώρας και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Κατ’ αρχάς όπως είχα την ευκαιρία να πω και πάρα πολύ πρόσφατα μιλώντας στη Βουλή, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, συγχέουμε την κρίση καθ’ εαυτή, δηλαδή τα αίτια και το χρόνο εμφάνισης της κρίσης με τις προσπάθειες που άρχισαν το 2010 γιατί την αντιμετώπιση της κρίσης. Προσπάθειες επώδυνες, αλλά αυτές προκλήθηκαν λόγω της κρίσης. Δεν συνιστούν την κρίση.
Βεβαίως, οι προσπάθειες αυτές κατέστησαν αισθητές τις συνέπειες της κρίσης, οι οποίες υπήρχαν και λειτουργούσαν υπονομευτικά για την κοινωνία, την οικονομία, ακόμη και τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά δεν είχαν γίνει αντιληπτές δια γυμνού οφθαλμού.
Και επιπλέον οι προσπάθειες αυτές συνοδεύονται από σημαντικές παρενέργειες εις βάρος της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες οφείλονται στον κακό σχεδιασμό του προγράμματος που μας επιβλήθηκε από τους θεσμικούς μας εταίρους γιατί δεν υπήρχαν δοκιμασμένα σχήματα αντιμετώπισης της κρίσης.
Και δεν υπήρχαν δοκιμασμένα σχήματα γιατί η ίδια η σύλληψη του ευρώ, η ίδια η σύλληψη της ευρωζώνης, ήταν εξ αρχής ως αποτέλεσμα πολιτικής βουλησιαρχίας, προσανατολισμένη προς κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως.
Ήταν εξ αρχής προσανατολισμένη στην διαρκή κανονικότητα και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ζώνης του ευρώ και της διεθνούς οικονομίας. Όπως υπάρχει στη φιλοσοφία η αιώνια ειρήνη του Καντ, έτσι στη σκέψη των σχεδιαστών του ευρώ και της ευρωζώνης, υπήρχαν οι συνθήκες της αιώνιας κανονικότητας. Από το καλό προς το καλύτερο, χωρίς το ενδεχόμενο κρίσης, οπισθοχώρησης, χωρίς το ενδεχόμενο ό,τι θεωρούμε αυτονόητο και κεκτημένο να πάψει να θεωρείται αυτονόητο και κεκτημένο.
Βεβαίως επιπλέον, όπως αντιλαμβάνεστε, ένα πρόγραμμα το οποίο θα ήταν καλύτερο, ένα πρόγραμμα πιο αργής και πιο ήπιας προσαρμογής, θα είχε για τους εταίρους μας πολύ μεγαλύτερο κόστος. Θα απαιτούσε ένα πολύ μεγαλύτερο δάνειο. Ένα δάνειο που η Ελλάδα θα εκπλήρωνε, ένα δάνειο που η Ελλάδα θα το εξυπηρετούσε με πιστότητα, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να το εξηγείς πάντα σε απροετοίμαστους εταίρους όταν υπάρχει μια κρίση που καταλαμβάνει γενικά μια νομισματική περιοχή, όπως είναι το ευρώ.
Η αλήθεια είναι ότι παρά τα προβλήματα αυτά, παρά τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης, παρά το γεγονός ότι είχαμε απέναντί μας μια απροετοίμαστη Ευρώπη, μια Ευρώπη πολιτικά συντηρητική, μια Ευρώπη σκεπτόμενη οικονομικά με μονοδιάστατο σχολικά νεοφιλελεύθερο τρόπο, δεν υπήρχε όταν το χρειαζόμασταν. Δηλαδή το πρώτο εξάμηνο του 2010 ένα άλλο καλύτερο σχέδιο. Ένα σχέδιο βήτα. Το plan b δεν υπήρξε και δεν υπάρχει.
Έχω αναρωτηθεί και ερωτηθεί πολλές φορές εάν το σχέδιο άλφα που συνιστά τη μεγάλη προσπάθεια ανάκαμψης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας μέσα στο ευρώ, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούσε να είναι καλύτερο εξ αρχής. Και η απάντηση είναι ότι ναι βεβαίως μπορούσε να είναι καλύτερο εξ αρχής αν το είχαν αντιληφθεί αυτό οι εταίροι μας.
Το γεγονός ότι αυτό το αρχικό σχέδιο άλφα βελτιώθηκε στη συνέχεια με το λεγόμενο δεύτερο σχέδιο, δεύτερο πρόγραμμα που εγκρίθηκε οριστικά το Φεβρουάριο του 2012, δείχνει ότι εξ αρχής πράγματι θα μπορούσε να είναι καλύτερη αυτή η προσπάθεια, εάν όμως υπήρχε η συναίνεση και η χρηματοδότηση.
Εάν το PSI είχε συμβεί νωρίτερα. Εάν το δάνειο ήταν εξ αρχής μεγαλύτερο, στα επίπεδα που τελικά κινείται τώρα των 250 δισεκατομμυρίων. Εάν η ευελιξία των εταίρων μας ήταν επαρκής ώστε να αντιμετωπιστεί ένα φαινόμενο που δεν είχε προβλεφθεί, αν και θα έπρεπε να προβλεφθεί και θα έπρεπε επίσης να έχει επισημανθεί εγκαίρως από μηχανισμούς προειδοποίησης, οι οποίοι δεν είχαν λειτουργήσει.
Το γεγονός άλλωστε ότι οι μηχανισμοί προειδοποίησης δεν είχαν λειτουργήσει, εξηγεί και την απόφαση των ισχυρών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να επιβάλουν την παρουσία του ΔΝΤ στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ακριβώς για να δείξουν την έλλειψη εμπιστοσύνης που τους διακατείχε έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το γεγονός ότι δεν είχε προβλεφθεί η κρίση και δεν είχαν κινηθεί έγκαιρα θεσμικοί μηχανισμοί προειδοποίησης για την εξέλιξη της κρίσης.
Άλλωστε επιπλέον αυτού έχουμε ένα ΔΝΤ που ακόμη δεν ισορρόπησε, παρ’ ότι κλήθηκε να παίξει ένα τόσο σημαντικό ρόλο, ακόμη δεν ισορρόπησε στην Ευρωπαϊκή του διάσταση, ούτε σε σχέση με τις αναλύσεις που κάνει και τις εκτιμήσεις του, τις οποίες θέτει σε αμφισβήτηση εκ των υστέρων, ούτε ως προς τη σχέση του με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι γνωστό σε εσάς, ότι το πρόγραμμα προσαρμογής είχε εξ αρχής δυο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας της κατά κυριολεξία δημοσιονομικής προσαρμογής, ήταν ζωτικά αναγκαίος, αλλά εάν επρόκειτο να το χρηματοδοτήσουμε και να το σχεδιάσουμε μόνοι μας, ποτέ δεν θα τον σχεδιάζαμε έτσι. Ποτέ δεν θα είχαμε μια προσαρμογή τόσο γρήγορη, τόσο απαιτητική, τόσο βίαιη.
Δεν υπήρχε όμως άλλη λύση. Με ένα πρωτογενές έλλειμμα που το 2009 είχε φτάσει στο κολοσσιαίο επίπεδο του 12% του ΑΕΠ, των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλες επιλογές.
Φτάσαμε, όμως, μετά από τη γιγαντιαία προσπάθεια του ελληνικού λαού, σε ένα πρωτοφανές δημοσιονομικό επίτευγμα. Μπορεί τώρα η Ελλάδα να ενισχύσει την αξιοπιστία της, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη και το μεγαλύτερο ονομαστικό πλεόνασμα.
Παρατήρησα μια καταχώρηση τις τελευταίες μέρες στον ελληνικό και το διεθνή Τύπο που επισημαίνει ότι το διαρθρωτικό πλεόνασμα το ελληνικό είναι πολύ μεγαλύτερο αυτού του Σιγκαπούρης και το ονομαστικό πλεόνασμα πολύ μεγαλύτερο αυτού της Σουηδίας.
Επίσης έχουμε να παρουσιάσουμε ένα δημόσιο χρέος μειωμένο ως προς την ονομαστική του αξία κατά 135 δισεκατομμύρια, δηλαδή κατά 65 μονάδες του ΑΕΠ, ένα δημόσιο χρέος ριζικά αναδιαρθρωμένο, με πολύ μεγαλύτερη μέση διάρκεια, με πολύ μικρότερο μέσο επιτόκιο, με πολύ καλύτερες ληπτότητες, ένα δημόσιο χρέος το οποίο σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος του αποτυπώνεται σε ομόλογα με μηδενικά κουπόνια (zero coupons), άρα ένα δημόσιο χρέος που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στη βιωσιμότητα και η βιωσιμότητά του είναι περισσότερο ζήτημα συνδυασμού μικρών τεχνητών παρεμβάσεων και ισχυρής πολιτικής βούλησης.
Το δεύτερο σκέλος του προγράμματος, θα έπρεπε φυσικά να το έχουμε αποφασίσει πολύ νωρίτερα. Είναι η διαρθρωτική προσαρμογή. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο, σας διαβεβαιώ, να εφαρμόσεις παράλληλα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που σημαίνει μείωση εισοδημάτων, μείωση μισθών και συντάξεων, που σημαίνει βαθιά σωρευτική ύφεση, που σημαίνει αύξηση της ανεργίας και ταυτόχρονα φιλόδοξες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούν συναίνεση, που απαιτούν κοινωνική και θεσμική αντοχή και που συνεπάγονται πάντα πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει έναν ριζικά αναδιαρθρωμένο τραπεζικό τομέα. Έχει αλλάξει ριζικά την αγορά εργασίας και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει σημαντικά συμπιεστεί. Έχουμε ένα ριζικά διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα. Έχουν σε μεγάλο βαθμό όχι ικανοποιητικό, αλλά αξιοσημείωτο, ανοίξει επαγγέλματα και αγορές.
Προχωρούν τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που θέτει η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για νομικούς λόγους, κυρίως συνδεόμενους με το δίκαιο του ανταγωνισμού και τις κρατικές ενισχύσεις. Έχουν αρχίσει να γίνονται σημαντικές παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση κυρίως μέσω του θεσμού της κινητικότητας.
Έχουν αναδιαρθρωθεί σημαντικοί φορείς και Οργανισμοί του δημόσιου τομέα, πολλές φορές με πιο ριζοσπαστικό τρόπο απ’ ό,τι η αναδιοργάνωση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Έχουν μειωθεί σημαντικά οι δημόσιες δαπάνες και αυτό αφορά το ενιαίο μισθολόγιο, τα φάρμακα, τις λοιπές δαπάνες υγείας.
Δεν έχουμε φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο καθόλου σε σχέση με τη φορολογική νομοθεσία αλλά είμαστε αιχμάλωτοι έκτακτων μέτρων που πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται για να πετύχουμε πολύ αυστηρούς και επιτακτικούς δημοσιονομικούς στόχους και ταυτόχρονα έχουμε βελτιώσει την προετοιμασία μας για την αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ, με τη δημιουργία νέων θεσμών όπως το Institution for Growth, δηλαδή για τη δημιουργία διαύλων χρηματοδότησης της οικονομίας που μπορούν να κινούνται παράλληλα προς το τραπεζικό σύστημα.
Θέλω να θυμηθούμε τη συνολική εικόνα σε αριθμούς. Τα τελευταία 4 χρόνια έχουν ληφθεί μέτρα συνολικού κόστους για την οικονομία, 70 δισεκατομμυρίων. Δηλαδή 35 μονάδων του ΑΕΠ. Η προσαρμογή σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος πλεονάσματος, ξεπερνά το 23% του ΑΕΠ. Η σωρευτική ύφεση το 25% του ΑΕΠ. Η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος, το 35% με 40%. Η ανεργία στο γενικό πληθυσμό ξεπερνά το 27% και το 60% στους νέους έως 24 ετών. Δε χρειάζεται να πω ποιο είναι το πολιτικό και θεσμικό κόστος.
Τότε, αναρωτιέται κανείς, μετά απ’ όλα αυτά, τι δικαιολογεί μια νέα φάση τριβών, κωλυσιεργίας και εντάσεων με την τρόικα; Κατά τη γνώμη μου τίποτα, αλλά εν πάση περιπτώσει ας σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι λόγοι, ίσως θεσμικοί. Το γεγονός ότι διερχόμαστε μια μεταβατική περίοδο στη Γερμανία ενόψει του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης του μεγάλου Συνασπισμού; Ευτυχώς αυτό τελειώνει.
Μας ενδιαφέρει μια ισχυρή γερμανική κυβέρνηση που μπορεί να παίξει τον ηγετικό της ρόλο μέσα στην Ευρώπη, μια γερμανική κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται τα ευρωπαϊκά προβλήματα, τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες και το πόσο σημαντικό πλεονέκτημα είναι η Ευρώπη για τη Γερμανία.
Υπάρχει ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής τις συνέπειες του οποίου υφιστάμεθα εμείς; Ενδεχομένως. Υπάρχει μια γενική ευρωπαϊκή αμηχανία λόγω των επικείμενων ευρωεκλογών και της ανάγκης να συγχρονιστούν διάφορες εξελίξεις σε διάφορες χώρες; Ίσως.
Αλλά δε μπορεί στην περίπτωση της Ελλάδος να λειτουργούν οι λεγόμενοι «παιδαγωγικοί λόγοι». Γιατί ο ελληνικός λαός με πολύ μεγάλη συνέπεια, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος της πίεσης και των θυσιών, έχει πετύχει ένα πρωτοφανές δημοσιονομικό και διαρθρωτικό επίτευγμα. Άρα η ανακύκλωση της συζήτησης αυτής, είναι απολύτως άδικη και απολύτως αντιπαραγωγική.
Επίσης δεν έχει τεχνικό περιεχόμενο, δε βγάζει νόημα από τεχνικής πλευράς, γιατί η συζήτηση για το λεγόμενο «δημοσιονομικό κενό» και η συζήτηση για το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό», είναι μια συζήτηση που παραπέμπει στη βιωσιμότητα του χρέους, μόνο που η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξαρτάται από παράγοντες μόνο δημοσιονομικούς, που αφορούν τον αριθμητή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ», αλλά από παράγοντες μακροοικονομικούς, από στόχους δηλαδή που συνδέονται και με τον παρανομαστή του κλάσματος.
Γιατί αν πετύχεις τους δημοσιονομικούς στόχους σε σχέση με το έλλειμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα και χάσεις τους στόχους σε σχέση με την επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν παράγεται ούτε αριθμητικά ούτε αναπτυξιακά ούτε κοινωνικά ούτε πολιτικά το αναγκαίο αποτέλεσμα που είναι η γεωμετρική αποκλιμάκωση του χρέους.
Άρα λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι να συμφωνήσουμε ότι οι στόχοι είναι μακροοικονομικοί, ότι τα δημοσιονομικά επιτεύγματα είναι αξιοσημείωτα, θα έλεγα μοναδικά και ότι η Ελλάδα δικαιούται να νιώθει ασφαλής και η αναγνώριση αυτή να είναι πραγματική και όχι ρητορική.
Αυτό λοιπόν που θέλουμε ως χώρα, ως έθνος, ως κοινωνία είναι αυτό που είπα. Πρώτον, πραγματική και όχι ρητορική ή εικονική αναγνώριση των θυσιών του ελληνικού λαού αλλά και κατανόηση των αντοχών της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Δεύτερον, θέλουμε να γίνει κατανοητό ότι για τους λόγους που εξήγησα, είναι παντελώς περιττή κι επικίνδυνη οποιαδήποτε συζήτηση για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Άρα όχι πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που κανιβαλίζουν τους μακροοικονομικούς στόχους.
Το τρίτο, είναι ότι θέλουμε μια έγκαιρη, δηλαδή πριν τις ευρωεκλογές, σοβαρή θεσμική συζήτηση με τους εταίρους μας, για την ολοκλήρωση του προγράμματος σε σχέση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες, δηλαδή για την επιβεβαίωση της βιωσιμότητας και των δυνατοτήτων αποκλιμάκωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους χωρίς προβλήματα με καμία άλλη χώρα, με κανένα άλλο Κοινοβούλιο και χωρίς πραγματική επιβάρυνση κανενός φορολογούμενου Ευρωπαίου πολίτη.
Είχα την ευκαιρία προχθές στη συνάντηση με το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να πω απευθυνόμενος στην Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ότι ναι, έχουν δοθεί διμερή δάνεια στην πρώτη φάση από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα, έχει δοθεί στη συνέχεια ένα μεγάλο δάνειο από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, από το EFSF, με εγγύηση των μετόχων, που είναι τα κράτη μέλη.
Αλλά τα δάνεια αυτά εξυπηρετούνται, δεν έχει καταπέσει καμία εγγύηση, ιδίως για το πρώτο διακρατικό, διακυβερνητικό δάνειο από τη Γερμανία μεσολαβεί η KFW με την εγγύηση του γερμανικού Δημοσίου, άρα δεν έχει επιβαρυνθεί κανείς προϋπολογισμός και κανείς φορολογούμενος πολίτης.
Η μόνη περίπτωση να επιβαρυνθεί προϋπολογισμός άλλου κράτους μέλους και φορολογούμενος πολίτης άλλου κράτους μέλους, είναι να υπονομευθεί το ελληνικό πρόγραμμα και να μη μπορέσει η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Αλλά αυτό φαντάζομαι δεν το θέλει κανείς, δε θα γίνει.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, το λιγότερο που θέλουμε είναι, όχι αδικαιολόγητες προκλήσεις ως προς την αντοχή της κοινωνίας, της δημοκρατίας μας και βεβαίως της ίδιας της πραγματικής οικονομίας της χώρας. Πόσο κρίσιμο ζήτημα είναι οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού μέσα σ’ αυτή την εικόνα; Πόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα αυτό για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, για τη λεγόμενη κουλτούρα συμμόρφωσης στις δανειακές υποχρεώσεις, για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση;
Σας διαβεβαιώ, καθόλου κρίσιμο. Ό,τι λέει η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις ελληνικές συστημικές Τράπεζες. Το πρόβλημα των ελληνικών Τραπεζών δεν είναι τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια των φτωχών και μεσαίων νοικοκυριών. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα με μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, βεβαίως και υπάρχει επείγουσα ανάγκη οι Τράπεζες να επανασυνδεθούν με την ελληνική πραγματική οικονομία και να ηγηθούν μιας γενναίας προσπάθειας αναδιάρθρωσης των χρηματοοικονομικών δεδομένων, των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων, ώστε η ελληνική οικονομία να βγει ισχυρότερη από την κρίση.
Αλλά οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού, δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο. Γιατί μιλάμε για νοικοκυριά που τελούν υπό την απειλή κατάσχεσης της κατοικίας τους για φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Και πρέπει να βλέπει κανείς συνολικά το προφίλ των επιβαρύνσεων μιας οικογένειας χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος. Οι υποχρεώσεις δεν είναι μόνο τραπεζικές, οι υποχρεώσεις είναι και φορολογικές και ασφαλιστικές.
Πόσο σημαντικό είναι τώρα που η Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά την αγορά εργασίας, έχει καταστήσει εντυπωσιακά ευέλικτες τις εργασιακές σχέσεις κι έχει μειώσει αισθητά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, να πει κανείς ότι «θέλω και άρση των εγγυήσεων των ομαδικών απολύσεων» οι οποίες επίσης προβλέπονται εάν κάπου υπάρχει πρόβλημα, πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης μιας μεγάλης επιχείρησης;
Άρα, αρνούμαι και αρνούμαστε ως χώρα ως κοινωνία, ως πολιτικό σύστημα, ως Βουλή, ν’ αποδειχθούμε ότι έχει λογική μια τέτοια συζήτηση. Μια τέτοια συζήτηση είναι αποπροσανατολιστική με οικονομικούς όρους. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Και θα μου επιτρέψετε να πω, και ο προσωπικός μου ρόλος, ο ρόλος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Γιατί ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικός εταίρος, ασκώ και τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης και του Υπουργού των Εξωτερικών. Χωρίς να εξετάζουμε καθόλου το πολιτικό κόστος, κομματικό ή προσωπικό. Γιατί αν κοιτούσαμε τις δημοσκοπήσεις που δεν είναι καλές για κανέναν και αν κοιτούσαμε το κόστος, η Ελλάδα δε θα υπήρχε. Και αν υπήρχε θα ήταν ένα τοπίο καταστροφής, μια έρημη χώρα. Όχι μια χώρα μέλος της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρα λοιπόν, αυτό που θέλουμε δεν είναι μια πολιτική διαπραγμάτευση που μας κάνει χάρες σε οικονομικό επίπεδο. Όχι. Θέλουμε μια οικονομική διαπραγμάτευση με έγκυρους και ευφυείς θεσμικούς συνομιλητές που είναι νομιμοποιημένοι, που αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και που δεν έχουν γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Αυτό ζητάμε. Και πρέπει να σας πω ότι ακριβώς επειδή έχουμε αυτά τα δεδομένα, είμαι αισιόδοξος. Και είμαι αισιόδοξος γιατί η λογική που τελικά είναι και λογική πολιτική αλλά και λογική των αριθμών, θα επικρατήσει.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Ελλάδα μετά την κρίση, ασκεί από την 1/1/2014 και την Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, επειδή άκουσα έναν φίλο μου, το Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, το Γιάννη Μπουτάρη, να λέει «μήπως η Ελλάδα έπρεπε να κάνει πάσο και να μην αναλάβει την Προεδρία;», μα, εισερχόμαστε στο εξάμηνο της μεγάλης ευρωπαϊκής συζήτησης για το ποια πρέπει να είναι η αφήγηση της νέας Ευρώπης, για το αν μπορεί να υπάρχει μια Ευρωζώνη και μια Ευρωπαϊκή Ένωση που μπορεί να διαχειρίζεται κρίσεις, μπορεί ν’ αντιμετωπίζει με δυναμικό τρόπο τις προκλήσεις, μπορεί να επιβιώσει μέσα σε μια δύσκολη παγκόσμια οικονομία.
Γιατί η Ευρώπη έχει τεράστια μειονεκτήματα, μικραίνει πληθυσμιακά, γηράσκει, χάνει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες οικονομικές περιοχές. Είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να είναι η προεδρεύουσα χώρα το εξάμηνο των ευρωπαϊκών εκλογών.
Γιατί πρέπει να διεξαχθεί μια συζήτηση που καλό είναι να θυμάται το τι έχει γίνει στην Ελλάδα, τι έχει γίνει στην Πορτογαλία, τι έχει γίνει στην Ιρλανδία, τι έχει γίνει στην Ισπανία, τι γίνεται στην Ιταλία, τι πιέσεις ασκούνται στη Γαλλία, γιατί υποβαθμίζεται η πιστοληπτική ικανότητα της Ολλανδίας, γιατί υπάρχουν ακροδεξιά κόμματα, ναζιστικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Σλοβακία, στην Αυστρία, σε πολλές, δυστυχώς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είμαστε το επίκεντρο της κρίσης; Δικαιούμαστε να είμαστε και το επίκεντρο μιας Ευρώπης μετά την κρίση. Πρέπει να ενεργήσουμε ως θεσμικά ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πρέπει ν’ ανακτήσουμε την υπερηφάνεια, την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά μας.
Ο ελληνικός λαός τώρα, ζητά ν’ ασκήσει ένα θεμελιώδες δικαίωμά του, το δικαίωμά του στην αισιοδοξία, που προϋποθέτει το δικαίωμα σε μια ασφάλεια, σε μια σταθερότητα. Το δικαίωμα στην αναγνώριση των θυσιών. Αυτό το δικαίωμα δε μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
Σας ευχαριστώ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου