Γράφει ο Παναγιώτης Αποστόλου
Στο τέλος του 2012 η χώρα μας, μετά από 38 χρόνια μεταπολίτευσης, περίοδο που την πατρίδα μας κυβέρνησαν τα δυο κόμματα της διαφθοράς και της σαπίλας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, βρίσκεται στο απόλυτο ναδίρ. Μέσω της ψήφισης των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, «κατάφεραν» να καταργήσουν το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας, κατήργησαν όσα επί δεκαετίες κέρδισαν με αίμα και ιδρώτα οι εργαζόμενοι, διέλυσαν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας που είναι η μεσαία αστική τάξη. Ο λαός μας ζει πλέον, στην απόλυτη εξαθλίωση και παραχωρήθηκαν ήδη τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στους τροϊκανούς, οι οποίοι αποφασίζουν πλέον για μας. Ταυτόχρονα αυτοί οι πολιτικοί απατεώνες, μετέχοντες σε αυτά τα δυο ξενοκίνητα κόμματα της σήψης και της ρεμούλας , συγκάλυπταν όλα αυτά τα χρόνια χαρακτηριστικά σκάνδαλα-ανοσιουργήματα που δηλητηρίασαν την κοινωνία μας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά αφορούσε ένα μεγάλο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στη πολιτική ζωή του τόπου τη δεκαετία του 1980 έως τις αρχές του 1990 και πρωταγωνιστής αυτού του σκανδάλου ήταν ο Πρωθυπουργός της χώρας, Ανδρέας Παπανδρέου και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης της επιχειρηματικής ελίτ που τον πολεμούσε, διά μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ και του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου συντελέσθηκε προ των εκλογών του 1996, όταν οι Σημίτης, Παπαντωνίου είχαν ως κυρίαρχο σύνθημα της προεκλογικής τους εκστρατείας την ευμάρεια του χρηματιστηρίου Αθηνών, προτρέποντας τον Ελληνικό λαό να επενδύσει άφοβα στην συνεχή άνοδο των χρηματιστηριακών μετοχών. Μετά τις εκλογές, που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία, προέτρεπε επίσης, όλα τα ταμεία της χώρας, να εντατικοποιήσουν την συμμετοχή τους στο χρηματιστήριο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, αμέσως μετά «το σκάσιμο της φούσκας», η αξία των επενδυμένων μετοχών να ευτελεστεί απόλυτα και να χάσουν τα χρήματά τους όλοι εκείνοι οι οικογενειάρχες και μεροκαματιάρηδες που πίστεψαν τα μεγάλα λόγια τα ωραία του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών της χώρας. Αυτό το οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο της μεταπολεμικής Ελλάδας αποτέλεσε την αφορμή για σημαντικού μεγέθους αναδιανομή του πλούτου, που βεβαίως διοχετεύτηκε στους έχοντες και κατέχοντες.
Το σκάνδαλο της λογιστικής απογραφής και της πλασματικής εξόδου από την επιτήρηση των ομολόγων το 2004, για το οποίο μέχρι σήμερα μας εγκαλεί η Ε.Ε.. Αυτή η απογραφή Καραμανλή-Αλογοσκούφη καταγγέλθηκε ως εγκληματική στη συνέχεια και από τη ΝΔ. Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή είχε στις κυρίαρχες προεκλογικές εξαγγελίες της, το «σεμνά και ταπεινά», το «πόλεμος με τους νταβατζήδες», καθώς επίσης και την «επανίδρυση του κράτους». Επιπλέον, είχε υποσχεθεί την κάθαρση στην πολιτική ζωή της χώρας, τιμωρώντας όσους πολιτικούς εμπλέκονταν στην απάτη του χρηματιστηρίου, όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν. Εξαγγελίες και κάθαρση που στην ουσία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών παρουσιάσθηκε ξαφνικά στις αρχές του 2006 και συντάραξε με τη σφοδρότητα και την εξέλιξή του, τη δημόσια ζωή του τόπου, πέφτοντας ως «κεραυνός εν αιθρία» στις 2 Φεβρουαρίου, όταν τρεις υπουργοί, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, αποκάλυψαν κύκλωμα υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Αυτή ήταν μια υπόθεση που κρατήθηκε στο «σκοτάδι», ως επτασφράγιστο μυστικό, για περίπου έντεκα μήνες! Ενώ, μετά από πολυάριθμες εξετάσεις και ανακρίσεις που διήρκησαν μήνες, επεβλήθη πρόστιμο στη Vodafone, με κύρια κατηγορία την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, μέσω εισαγωγής παράνομου λογισμικού από το δίκτυό της. Η εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, από την πλευρά της, «έκλεισε» νωρίς την υπόθεση, επιρρίπτοντας ευθύνες μόνο στην εταιρεία Vodafone. Ταυτόχρονα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συνυπευθυνότητας της Ericsson, ενώ απέφυγε να καταλογίσει ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα παρά τα πολλά, αναπάντητα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν.
Το σκάνδαλο της Siemens στην Ελλάδα είναι μια υπόθεση που αφορά σε ενδεχόμενο χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών, όπως ο ΟΤΕ, από την γερμανική εταιρεία, σχετιζόμενο με συμβάσεις προμήθειας υλικών, παροχής υπηρεσιών και συστημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε όταν έγινε γνωστό στη Γερμανία ότι η Siemens χρημάτιζε πολιτικούς σε διάφορες χώρες για να εξασφαλίσει συμβόλαια πολλών δις ευρώ κατά την περίοδο 1999 και 2006. Στελέχη της Siemens έχουν ισχυριστεί ότι το ποσόν των 100 εκατομμυρίων μάρκων συνολικά είχε δοθεί σε Έλληνες πολιτικούς. Η υπόθεση ερευνάται σε ρυθμούς χελώνας από το 2008, από την Ελληνική δικαιοσύνη παρά την μοναδική ομόφωνη απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, η οποία αποφάσισε να επιδικαστεί στο Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 2 δις ευρώ. Μια απόφαση που παραβίασε η κυβέρνηση Σαμαρά, όταν ο Στουρνάρας υπέγραψε τον κατάπτυστο εξωδικαστικό συμβιβασμό Δημοσίου-Siemens με την επιβολή «ποινής» περί των 200 εκ. ευρώ στη γερμανική πολυεθνική.
Το σκάνδαλο Βατοπεδίου ξέσπασε το Φθινόπωρο του 2008 με επίκεντρο τη Μονή Βατοπεδίου και εξελίχθητε σε μέγα πολιτικό σκάνδαλο. Αποκαλύφθηκε πως το Ελληνικό δημόσιο έδωσε στη Μονή κτήρια του Ολυμπιακού χωριού ως μέρος ανταλλαγής με παρόχθιες περιοχές στη λίμνη Βιστωνίδα. Η όλη συναλλαγή απέβη εις βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού δημοσίου, με αποτέλεσμα μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου να ξεσπάσει πολιτική θύελλα που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης.
Το σκάνδαλο της απόκρυψης της λίστας Λαγκάρντ, η οποία περιείχε 1.991 ονόματα Eλλήνων καταθετών σε ελβετικές τράπεζες. Αυτόν τον ηλεκτρονικό δίσκο, παρέδωσε στον τότε Υπουργό Οικονομικών, τον Οκτώβριο του 2010, κ. Παπακωνσταντίνου, η τότε γαλλίδα ομόλογός του και νυν Πρόεδρος του ΔΝΤ, κ. Lagarde. Αντί, λοιπόν, άμεσα να διερευνηθεί από την πολιτεία, εάν αυτά τα ποσά, που περιλαμβάνονται στον ηλεκτρονικό δίσκο, δικαιολογούνται από τα εισοδήματα των αναφερομένων στο δίσκο και εάν έχουν φορολογηθεί, η επίσημη πολιτεία κώφευσε επί δυο περίπου χρόνια. Έτσι, το CD, περιφερόταν από γραφείο σε γραφείο μεταξύ του ΣΔΟΕ και του Υπουργείου Οικονομικών. Πιο αναλυτικά, αυτό το φοβερό πειστήριο, μετά τον κ. Παπακωνσταντίνου, βρέθηκε να έχει παραδοθεί στον κ. Καπελέρη, ακολούθως στον κ. Διώτη και τελικά βρέθηκε στα «χέρια» του κ. Βενιζέλου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ που σήμερα στηρίζει την κυβέρνηση Σαμαρά.
Μετά από όλα τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε πως ποτέ δεν έχουν αποδοθεί ποινικές ευθύνες στα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα των προαναφερομένων σκανδάλων. Αποδίδονται κατά καιρούς μόνο άτυπες και ασαφείς πολιτικές ευθύνες γιατί είναι πλέον βεβαιωμένο πως «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Ωστόσο, ο κ. Σαμαράς προεκλογικά είχε δεσμευθεί πως θα ερευνήσει το πώς η χώρα υποθηκεύτηκε δια μέσω του μνημονίου (Μάιος 2010), αλλά ακολουθώντας την πεπατημένη όλων των προηγουμένων, καταψήφισε την πρόταση που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ για εξεταστική επιτροπή, η οποία στηρίχτηκε από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, τη Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ και απορρίφθηκε μετά από ονομαστική ψηφοφορία με ψήφους 169 έναντι 119 από τη ΝΔ το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, με αξιοσημείωτη την απουσία του Πρωθυπουργού.
Παρ΄όλα ταύτα, φωτεινή ελπίδα κάθαρσης, έστω του τελευταίου πολιτικού σκανδάλου «της λίστας Λαγκάρντ», αφού πλέον έχουν στα χέρια τους την νέα αποσταλθείσα λίστα, οι δυο αδιάφθοροι και γενναίοι εισαγγελείς, οι οποίοι διαχειρίζονται το οικονομικό έγκλημα, Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης. Συνεπώς, θα περιμένουμε από τους Πεπόνη-Μουζακίτη να σπάσουν το απόστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής και να γνωρίζουν πως σύμμαχο δίπλα τους έχουν όλο τον Ελληνικό λαό.
Η δε κυβέρνηση Σαμαρά να γνωρίζει πως ο Ελληνικός λαός δεν θα επιτρέψει κανενός είδους πολιτικές παρεμβάσεις στο δικαστικό έργο των εισαγγελέων, όμοιες με αυτές της κυβερνήσεως Παπαδήμου το Δεκέμβριο του 2011, όταν και τους οδήγησε σε παραίτηση. Γιατί, ο λαός έχει μνήμη και θυμάται τις καταγγελτικές δηλώσεις τους: «δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ΄ υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δε, δεν δεχόμαστε να αποτελέσουμε άλλοθι και μια θεσμική κολυμπήθρα του Σιλωάμ, για τα πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους, που δραστηριοποιούνται και αναπτύσσονται στην γκρίζα ζώνη του οικονομικού εγκλήματος».
Στο τέλος του 2012 η χώρα μας, μετά από 38 χρόνια μεταπολίτευσης, περίοδο που την πατρίδα μας κυβέρνησαν τα δυο κόμματα της διαφθοράς και της σαπίλας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, βρίσκεται στο απόλυτο ναδίρ. Μέσω της ψήφισης των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, «κατάφεραν» να καταργήσουν το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας, κατήργησαν όσα επί δεκαετίες κέρδισαν με αίμα και ιδρώτα οι εργαζόμενοι, διέλυσαν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας που είναι η μεσαία αστική τάξη. Ο λαός μας ζει πλέον, στην απόλυτη εξαθλίωση και παραχωρήθηκαν ήδη τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στους τροϊκανούς, οι οποίοι αποφασίζουν πλέον για μας. Ταυτόχρονα αυτοί οι πολιτικοί απατεώνες, μετέχοντες σε αυτά τα δυο ξενοκίνητα κόμματα της σήψης και της ρεμούλας , συγκάλυπταν όλα αυτά τα χρόνια χαρακτηριστικά σκάνδαλα-ανοσιουργήματα που δηλητηρίασαν την κοινωνία μας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά αφορούσε ένα μεγάλο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στη πολιτική ζωή του τόπου τη δεκαετία του 1980 έως τις αρχές του 1990 και πρωταγωνιστής αυτού του σκανδάλου ήταν ο Πρωθυπουργός της χώρας, Ανδρέας Παπανδρέου και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης της επιχειρηματικής ελίτ που τον πολεμούσε, διά μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ και του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου συντελέσθηκε προ των εκλογών του 1996, όταν οι Σημίτης, Παπαντωνίου είχαν ως κυρίαρχο σύνθημα της προεκλογικής τους εκστρατείας την ευμάρεια του χρηματιστηρίου Αθηνών, προτρέποντας τον Ελληνικό λαό να επενδύσει άφοβα στην συνεχή άνοδο των χρηματιστηριακών μετοχών. Μετά τις εκλογές, που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία, προέτρεπε επίσης, όλα τα ταμεία της χώρας, να εντατικοποιήσουν την συμμετοχή τους στο χρηματιστήριο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, αμέσως μετά «το σκάσιμο της φούσκας», η αξία των επενδυμένων μετοχών να ευτελεστεί απόλυτα και να χάσουν τα χρήματά τους όλοι εκείνοι οι οικογενειάρχες και μεροκαματιάρηδες που πίστεψαν τα μεγάλα λόγια τα ωραία του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών της χώρας. Αυτό το οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο της μεταπολεμικής Ελλάδας αποτέλεσε την αφορμή για σημαντικού μεγέθους αναδιανομή του πλούτου, που βεβαίως διοχετεύτηκε στους έχοντες και κατέχοντες.
Το σκάνδαλο της λογιστικής απογραφής και της πλασματικής εξόδου από την επιτήρηση των ομολόγων το 2004, για το οποίο μέχρι σήμερα μας εγκαλεί η Ε.Ε.. Αυτή η απογραφή Καραμανλή-Αλογοσκούφη καταγγέλθηκε ως εγκληματική στη συνέχεια και από τη ΝΔ. Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή είχε στις κυρίαρχες προεκλογικές εξαγγελίες της, το «σεμνά και ταπεινά», το «πόλεμος με τους νταβατζήδες», καθώς επίσης και την «επανίδρυση του κράτους». Επιπλέον, είχε υποσχεθεί την κάθαρση στην πολιτική ζωή της χώρας, τιμωρώντας όσους πολιτικούς εμπλέκονταν στην απάτη του χρηματιστηρίου, όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν. Εξαγγελίες και κάθαρση που στην ουσία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών παρουσιάσθηκε ξαφνικά στις αρχές του 2006 και συντάραξε με τη σφοδρότητα και την εξέλιξή του, τη δημόσια ζωή του τόπου, πέφτοντας ως «κεραυνός εν αιθρία» στις 2 Φεβρουαρίου, όταν τρεις υπουργοί, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, αποκάλυψαν κύκλωμα υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Αυτή ήταν μια υπόθεση που κρατήθηκε στο «σκοτάδι», ως επτασφράγιστο μυστικό, για περίπου έντεκα μήνες! Ενώ, μετά από πολυάριθμες εξετάσεις και ανακρίσεις που διήρκησαν μήνες, επεβλήθη πρόστιμο στη Vodafone, με κύρια κατηγορία την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, μέσω εισαγωγής παράνομου λογισμικού από το δίκτυό της. Η εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, από την πλευρά της, «έκλεισε» νωρίς την υπόθεση, επιρρίπτοντας ευθύνες μόνο στην εταιρεία Vodafone. Ταυτόχρονα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συνυπευθυνότητας της Ericsson, ενώ απέφυγε να καταλογίσει ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα παρά τα πολλά, αναπάντητα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν.
Το σκάνδαλο της Siemens στην Ελλάδα είναι μια υπόθεση που αφορά σε ενδεχόμενο χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών, όπως ο ΟΤΕ, από την γερμανική εταιρεία, σχετιζόμενο με συμβάσεις προμήθειας υλικών, παροχής υπηρεσιών και συστημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε όταν έγινε γνωστό στη Γερμανία ότι η Siemens χρημάτιζε πολιτικούς σε διάφορες χώρες για να εξασφαλίσει συμβόλαια πολλών δις ευρώ κατά την περίοδο 1999 και 2006. Στελέχη της Siemens έχουν ισχυριστεί ότι το ποσόν των 100 εκατομμυρίων μάρκων συνολικά είχε δοθεί σε Έλληνες πολιτικούς. Η υπόθεση ερευνάται σε ρυθμούς χελώνας από το 2008, από την Ελληνική δικαιοσύνη παρά την μοναδική ομόφωνη απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, η οποία αποφάσισε να επιδικαστεί στο Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 2 δις ευρώ. Μια απόφαση που παραβίασε η κυβέρνηση Σαμαρά, όταν ο Στουρνάρας υπέγραψε τον κατάπτυστο εξωδικαστικό συμβιβασμό Δημοσίου-Siemens με την επιβολή «ποινής» περί των 200 εκ. ευρώ στη γερμανική πολυεθνική.
Το σκάνδαλο Βατοπεδίου ξέσπασε το Φθινόπωρο του 2008 με επίκεντρο τη Μονή Βατοπεδίου και εξελίχθητε σε μέγα πολιτικό σκάνδαλο. Αποκαλύφθηκε πως το Ελληνικό δημόσιο έδωσε στη Μονή κτήρια του Ολυμπιακού χωριού ως μέρος ανταλλαγής με παρόχθιες περιοχές στη λίμνη Βιστωνίδα. Η όλη συναλλαγή απέβη εις βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού δημοσίου, με αποτέλεσμα μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου να ξεσπάσει πολιτική θύελλα που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης.
Το σκάνδαλο της απόκρυψης της λίστας Λαγκάρντ, η οποία περιείχε 1.991 ονόματα Eλλήνων καταθετών σε ελβετικές τράπεζες. Αυτόν τον ηλεκτρονικό δίσκο, παρέδωσε στον τότε Υπουργό Οικονομικών, τον Οκτώβριο του 2010, κ. Παπακωνσταντίνου, η τότε γαλλίδα ομόλογός του και νυν Πρόεδρος του ΔΝΤ, κ. Lagarde. Αντί, λοιπόν, άμεσα να διερευνηθεί από την πολιτεία, εάν αυτά τα ποσά, που περιλαμβάνονται στον ηλεκτρονικό δίσκο, δικαιολογούνται από τα εισοδήματα των αναφερομένων στο δίσκο και εάν έχουν φορολογηθεί, η επίσημη πολιτεία κώφευσε επί δυο περίπου χρόνια. Έτσι, το CD, περιφερόταν από γραφείο σε γραφείο μεταξύ του ΣΔΟΕ και του Υπουργείου Οικονομικών. Πιο αναλυτικά, αυτό το φοβερό πειστήριο, μετά τον κ. Παπακωνσταντίνου, βρέθηκε να έχει παραδοθεί στον κ. Καπελέρη, ακολούθως στον κ. Διώτη και τελικά βρέθηκε στα «χέρια» του κ. Βενιζέλου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ που σήμερα στηρίζει την κυβέρνηση Σαμαρά.
Μετά από όλα τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε πως ποτέ δεν έχουν αποδοθεί ποινικές ευθύνες στα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα των προαναφερομένων σκανδάλων. Αποδίδονται κατά καιρούς μόνο άτυπες και ασαφείς πολιτικές ευθύνες γιατί είναι πλέον βεβαιωμένο πως «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Ωστόσο, ο κ. Σαμαράς προεκλογικά είχε δεσμευθεί πως θα ερευνήσει το πώς η χώρα υποθηκεύτηκε δια μέσω του μνημονίου (Μάιος 2010), αλλά ακολουθώντας την πεπατημένη όλων των προηγουμένων, καταψήφισε την πρόταση που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ για εξεταστική επιτροπή, η οποία στηρίχτηκε από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, τη Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ και απορρίφθηκε μετά από ονομαστική ψηφοφορία με ψήφους 169 έναντι 119 από τη ΝΔ το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, με αξιοσημείωτη την απουσία του Πρωθυπουργού.
Παρ΄όλα ταύτα, φωτεινή ελπίδα κάθαρσης, έστω του τελευταίου πολιτικού σκανδάλου «της λίστας Λαγκάρντ», αφού πλέον έχουν στα χέρια τους την νέα αποσταλθείσα λίστα, οι δυο αδιάφθοροι και γενναίοι εισαγγελείς, οι οποίοι διαχειρίζονται το οικονομικό έγκλημα, Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης. Συνεπώς, θα περιμένουμε από τους Πεπόνη-Μουζακίτη να σπάσουν το απόστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής και να γνωρίζουν πως σύμμαχο δίπλα τους έχουν όλο τον Ελληνικό λαό.
Η δε κυβέρνηση Σαμαρά να γνωρίζει πως ο Ελληνικός λαός δεν θα επιτρέψει κανενός είδους πολιτικές παρεμβάσεις στο δικαστικό έργο των εισαγγελέων, όμοιες με αυτές της κυβερνήσεως Παπαδήμου το Δεκέμβριο του 2011, όταν και τους οδήγησε σε παραίτηση. Γιατί, ο λαός έχει μνήμη και θυμάται τις καταγγελτικές δηλώσεις τους: «δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ΄ υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δε, δεν δεχόμαστε να αποτελέσουμε άλλοθι και μια θεσμική κολυμπήθρα του Σιλωάμ, για τα πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους, που δραστηριοποιούνται και αναπτύσσονται στην γκρίζα ζώνη του οικονομικού εγκλήματος».
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου