Γράφει ο Θανάσης Νικολαΐδης
Η τάξη των εχόντων, κατεχόντων και ισχυρών είναι συνονθύλευμα πολιτικών, συνδεδεμένων μεταξύ τους και τους τριγύρω με τους…ιερούς δεσμούς της διαπλοκής. Με τα ηνία της εξουσίας στο χέρι οι πολιτικοί και με τ’ άλλο αγκαλιά μεταξύ τους, αλλά και με την πραγματική και αφανέρωτη εξουσία του κεφαλαίου των βιομηχάνων και τραπεζιτών, εφοπλιστών και άλλων…αναξιοπαθών τάξεων. Και η ψήφος του λαού; Είναι το στήριγμα, το μέσον (σε καιρούς δημοκρατίας) και η «εξουσιοδότηση». Η ανταλλακτική σταθερά για την ισορροπία και τη συνύπαρξη εκάστου «εφ’ ω ετάχθη».
ΑΝ, λοιπόν, χωρίσουμε τα…φαγώσιμα σε δυο κατηγορίες που η μια θυμίζει τη μερίδα του λέοντος, της λέαινας και των παιδιών τους, ό,τι περίσσεψε πάει για τους μικρούς και ταπεινούς, που δεν είναι κι αυτοί τόσο μικροί, ούτε ταπεινοί ή παρακατιανοί. Είναι λαός με τις αρετές και τα κουσούρια του, αλλά με τη ματιά στην οικονομισιά. Όσο μπορεί κι όσο οι παμφάγοι της κορυφής του επιτρέπουν. Με τους ηθικούς κανόνες συρρικνωμένους υπό το βάρος του ατομικού συμφέροντος κι ας μη γελιόμαστε.
ΔΕΝ τα φάγαμε όλοι μαζί, ωστόσο, η απορία παραμένει κι έχει να κάνει με τα όρια των δύο τάξεων (και όχι παρατάξεων) που σκιαγραφήσαμε παραπάνω. Αυτοί (το συνονθύλευμα) κι εμείς απέναντι, ο λαός των …οσίων και αναμάρτητων. Με τον μέσο νεοέλληνα της οικονομισιάς και τους ακραίους της κομπίνας. Λαός είναι οι «τυφλοί», λαός εισέπραττε συντάξεις πεθαμένων. Αγνοί, όσιοι και αναμάρτητοι οι φακελάκηδες γιατροί νοσοκομείων και οι διευθυντάδες τού «δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ξέρω», αγνή και η καθαριστήρια που έκλεβε για το σπίτι της απορρυπαντικά, η διευθύντρια που τάιζε την οικογένεια απ’ τις προμήθειες του παιδικού σταθμού, ο συνεταιριστής αγρότης με τις κομπίνες του, ο φοιτητής που έσβηνε στης λέσχης το γιαούρτι το τσιγάρο του.
Το «υλικό» τασάκι της ζυγαριάς βαραίνει δραματικά αυτούς. Το άλλο, της ηθικής, βαραίνει το ίδιο, και η ζυγαριά ισορροπεί…παναθεμά την.
(ΞΑΝΑ)τάραξε τα νερά ο κ. Πάγκαλος. Και σήκωσε κύμα ανάλογο του εκτοπίσματός του, με τον έλληνα σαστισμένο αν «μαζί τα φάγαμε». Αυτά έκανε εντός (Βουλής), τα κάνει και τώρα εκτός παιδειάς κι ακόμα να (τον) καταλάβουμε γιατί δεν παραιτείτο «τότε», γιατί δεν σιωπά σήμερα ή γιατί δεν αποκαλύπτει, ως οφείλει, δίκην απομνημονευμάτων.
ΓΙΑ να πάμε στο θέμα, ας χωρίσουμε την ελληνική κοινωνία σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στους «ψηλά» και τους «χαμηλά». Το μεσοδιάστημα είναι χώρος διεκδίκησης απ’ τους «μικρούς» και μη έχοντες, για να σκαρφαλώσουν κι αυτοί κάποτε στα ύπατα «αξιώματα». Κι αν το πετύχουν, ξέχασαν τον...πρότερον έντιμον βίο τους κι έγιναν από χωριάτες χωρικοί, αστοί κι ύστερα εντάχτηκαν «αριστοκρατία».Η τάξη των εχόντων, κατεχόντων και ισχυρών είναι συνονθύλευμα πολιτικών, συνδεδεμένων μεταξύ τους και τους τριγύρω με τους…ιερούς δεσμούς της διαπλοκής. Με τα ηνία της εξουσίας στο χέρι οι πολιτικοί και με τ’ άλλο αγκαλιά μεταξύ τους, αλλά και με την πραγματική και αφανέρωτη εξουσία του κεφαλαίου των βιομηχάνων και τραπεζιτών, εφοπλιστών και άλλων…αναξιοπαθών τάξεων. Και η ψήφος του λαού; Είναι το στήριγμα, το μέσον (σε καιρούς δημοκρατίας) και η «εξουσιοδότηση». Η ανταλλακτική σταθερά για την ισορροπία και τη συνύπαρξη εκάστου «εφ’ ω ετάχθη».
ΑΝ, λοιπόν, χωρίσουμε τα…φαγώσιμα σε δυο κατηγορίες που η μια θυμίζει τη μερίδα του λέοντος, της λέαινας και των παιδιών τους, ό,τι περίσσεψε πάει για τους μικρούς και ταπεινούς, που δεν είναι κι αυτοί τόσο μικροί, ούτε ταπεινοί ή παρακατιανοί. Είναι λαός με τις αρετές και τα κουσούρια του, αλλά με τη ματιά στην οικονομισιά. Όσο μπορεί κι όσο οι παμφάγοι της κορυφής του επιτρέπουν. Με τους ηθικούς κανόνες συρρικνωμένους υπό το βάρος του ατομικού συμφέροντος κι ας μη γελιόμαστε.
ΔΕΝ τα φάγαμε όλοι μαζί, ωστόσο, η απορία παραμένει κι έχει να κάνει με τα όρια των δύο τάξεων (και όχι παρατάξεων) που σκιαγραφήσαμε παραπάνω. Αυτοί (το συνονθύλευμα) κι εμείς απέναντι, ο λαός των …οσίων και αναμάρτητων. Με τον μέσο νεοέλληνα της οικονομισιάς και τους ακραίους της κομπίνας. Λαός είναι οι «τυφλοί», λαός εισέπραττε συντάξεις πεθαμένων. Αγνοί, όσιοι και αναμάρτητοι οι φακελάκηδες γιατροί νοσοκομείων και οι διευθυντάδες τού «δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ξέρω», αγνή και η καθαριστήρια που έκλεβε για το σπίτι της απορρυπαντικά, η διευθύντρια που τάιζε την οικογένεια απ’ τις προμήθειες του παιδικού σταθμού, ο συνεταιριστής αγρότης με τις κομπίνες του, ο φοιτητής που έσβηνε στης λέσχης το γιαούρτι το τσιγάρο του.
Το «υλικό» τασάκι της ζυγαριάς βαραίνει δραματικά αυτούς. Το άλλο, της ηθικής, βαραίνει το ίδιο, και η ζυγαριά ισορροπεί…παναθεμά την.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου