Με τη διεξαγωγή του πρώτου γύρου των Προεδρικών Εκλογών στην Κυπριακή Δημοκρατία ξεκινούν πολιτικές διεργασίες ανάδειξης νέας πολιτικής ηγεσίας σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο που θα έχουν καθοριστική επίδραση στις μεταξύ τους σχέσεις.
Θεωρητικά οι θέσεις των κομμάτων που θα συμμετάσχουν στις εκλογές και στις τρείς χώρες αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την εκτίμηση της μελλοντικής πορείας αυτών των σχέσεων. Όμως στην περίπτωση της Τουρκίας τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Οι θέσεις των έξι κομμάτων, που συμμετέχουν στον Κομματικό Συνασπισμό που θα αντιπαρατεθεί με τον Ερντογάν στις εκλογές της 14ης Μαίου, θέσεις που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, προβάλουν την εικόνα ενός πολιτικού σχηματισμού που συμμετέχει ως «λογικός δρών» στη διεθνή ζωή και ασφαλώς σηματοδοτούν σημαντική απόκλιση από τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος.
(Θα είχαν δε μεγαλύτερη βαρύτητα εάν τα έξι κόμματα είχαν καταφέρει να επιλέξουν και το πρόσωπο που θα αντιπαρατεθεί στον Ερντογάν στις επερχόμενες εκλογές).
Για την Ελλαδική πλευρά η πιθανή άνοδος στην εξουσία ενός νέου προσώπου, χωρίς το αρνητικό φορτίο του σημερινού Τούρκου Προέδρου, θα ήταν ένα ιδιαίτερα θετικό γεγονός εάν δεν υπήρχε η προιστορία αυτά τα «νέα» πρόσωπα να έχουν στο παρελθόν συνδέσει το όνομά τους με τις δραματικότερες στιγμές των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.
- Ο Σοσιαλιστής Μπουλέντ Ετσεβίτ και η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ έχουν συνδέσει τα ονόματά τους ο μέν πρώτος με την εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και η δέυτερη με την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, αλλά και ως Υπουργός Εξωτερικών στη συνέχεια όταν δολοφονήθηκε ο Τάσος Ισαάκ.
Aπό τη σύντομη θητεία μου ως Υπηρεσιακός Υπουργός Τύπου και Κυβερνητικός εκπρόσωπος πριν από τις Βουλευτικές Εκλογες του Σεπτεμβριου 1996 διατηρώ έντονες αναμνήσεις από τις ακραίες δηλώσεις της.
Στην κοινή ανακοίνωση των κομμάτων της Αντιπολίτευσης δίνεται έμφαση στη διατήρηση των παραδοσιακών συμμαχιών της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και γενικότερα με τη Δύση και η εξεύρεση ειρηνικής λύσης στις διαφορές με την Ελλάδα χωρίς να γίνεται ξεχωριστή αναφορά σε καθεμία από αυτές. Χρήσιμη θα ήταν πιστεύω στο σημείο αυτό η αναδρομή σε ένα άρθρο του Riza Turmen (“Whose Sea? A Turkish International Law Perspective on the Greek-Turkish Disputes” Institut Montaigne 19 Oκτωβρίου 2020).
Γνώρισα τον Turmen στο τέλος της δεκαετίας του 1990 εποχή που εκπροσωπούσαμε εκείνος την Τουρκία και εγώ την Ελλάδα στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Είχαμε σκληρές δημόσιες αντιπαραθέσεις αλλά και ευκαιρίες για κατ’ιδίαν συζητήσεις στη διάρκεια των οποίων εκτίμησα την ευφυία του και τη γνώση του των Τουρκικών πραγμάτων.
Παρά τη διαφορά απόψεων συμφωνούσαμε στην ανάγκη εξεύρεσης λύσης στις Ελληνοτουρκικές διαφορές μέσω διαπραγματεύσεων ή της δικαστικής οδού.
Γι’ αυτό με εξέπληξε δυσάρεστα ότι στο παραπάνω κείμενό παράλληλα με τις θέσεις του για ζητήματα όπου οι Ελληνικές θέσεις είναι από πλευράς διεθνούς δικαίου ασθενείς όπως π.χ. ο Ελληνικός εναέριος χώρος των 10 ναυτικών μιλίων και τα χωρικά ύδατα των 6 ναυτικών μιλίων, ασπάζεται χωρίς ενδοιασμούς και μάλιστα υπερθεματίζει θέσεις του Ερντογάν για την αποστρατικοποίηση Ελληνικών νησιών. Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης γιατί πρέπει να μας απασχολεί η αποψη του Riza Turmen;
Η απάντηση είναι ότι δεν είναι μόνο ένας πρώην Πρέσβυς και πρώην Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά εν ενεργεία Βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, του μεγαλύτερου Κόμματος της Αντιπολίτευσης..
Βέβαια σε αντίθεση με ότι συνήθως συμβαίνει στις Δημοκρατικές χώρες όπου τη διεθνή κοινή γνώμη απασχολεί η πορεία που θα ακολουθήσει η Αντιπολίτευση σε περίπτωση επικράτησης της στις εκλογές, στην περίπτωση της Τουρκίας εκείνο που προβληματίζει, είναι εάν οι εκλογές θα διεξαχθούν ομαλά και κυρίως τι θα συμβεί στο μεσοδιάστημα μεταξύ 14 και 28 Μαίου δηλαδή μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου των εκλογών στην πολύ πιθανή περίπτωση που κανένα κόμμα δεν συγκεντρώσει το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο.
Πριν ένα μήνα περίπου, στις 9 Ιανουαρίου, η Washington Post δημοσίευσε αρθρο με τίτλο «Οι Πιο Σημαντικές Εκλογες του 2023 θα διεξαχθούν στη Τουρκία» που υπογράμμιζε πως η σημασία τους έγκειται όχι τόσο στο τελικό τους αποτέλεσμα αλλά σε όσα πιθανόν επιχειρήσει ο Ερντογάν προκειμένου να αποτρέψει τον κλονισμό του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει.
Ακολούθησε καταιγίδα δημοσιευμάτων, ακόμη σκληρότερων για τη Τουρκία και τον Πρόεδρο της, από εγκυρες πολιτικές/επιστημονικές επιθεωρήσεις περιλαμβανομένων των Foreign Affairs (2.2.2023), The Economist (21.1.2023) και Foreign Policy (18.1.2023).
Ασφαλώς και δεν είναι τα ελληνοτουρκικά στο επίκεντρο αυτών των αναλύσεων. Οι πολιτικές του Τούρκου Προέδρου στο Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο, που έχουν εξασθενίσει τις διεθνείς κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας επωφελεία της Τουρκικής οικονομίας, οι επιδιώξεις του στη Συρία, η προμήθεια των πυραύλων S400 από τη Ρωσία που οδήγησε στην εκδίωξη της Αγκυρας από το πρόγραμμα των F35, η άρνηση του Ερντογάν να άρει το βέτο που απειλεί ότι θα ασκήσει στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το καθεστώς Άσαντ στη Συρία ξεπέρασαν τα συνήθως χαλαρά όρια αντοχής των Δυτικών αναλυτών για τις πρακτικές της Τουρκίας.
Παράλληλα αύξησαν τις ελπίδες που εναποτίθενται στο Συνασπισμό των Έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης για ξαναγίνει η Τουρκία μία ιδιόρρυθμη αλλά πάντως συμμαχική χώρα της Δύσης,
Εκείνο που απασχολεί ιδιαίτερα τους Δυτικούς αναλυτές και το οποίο γίνεται εξαιρετικά σαφές στο άρθρο του Henry Barkey στο Foreign Affairs (“What Will Erdogan Do to Stay in Power?- “Τι θα κάνει ο Ερντογάν για να παραμείνει στην Εξουσία;”) είναι τα σχέδια του για τις δυο εβδομάδες που μεσολαβούν μεταξύ του πρώτου και δεύτερου γύρου των εκλογών στην περίπτωση που προηγείται η αντιπολίτευση.
Ο Barkey διαβλέπει τρία πιθανά σενάρια: εισβολή στη Συρία και αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, μικρής κλίμακας στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα στο Αιγαίο ή τη Μεσόγειο ή αλλαγή του στάτους της κατεχόμενης από την Τουρκία Βόρειας Κύπρου.
- Καθώς ολοκληρώνω αυτές τις σκέψεις τα ΜΜΕ κατακλύζονται από ειδήσεις σχετικές με τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία και τη Συρία καθώς και την τηλεφωνική επαφή Μητσοτάκη – Ερντογάν με την προσφορά βοήθειας από τον πρώτο που απεδέχθη ο δεύτερος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα πρέπει να αντιδράσει με ανθρωπισμό και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια στα θύματα της τραγωδίας που πλήτει τη γειτονική χώρα ανεξάρτητα από τις απειλές που δέχεται από αυτήν.
Oι σεισμοί του Αυγούστου του 1999 και η Ελληνική βοήθεια προς την Τουρκία που ανταπέδωσε η δεύτερη στους σεισμούς του Σεπτεμβρίου 1999 στην Ελλάδα, βελτίωσαν το κλίμα και οδήγησαν σε σοβαρές προσπάθειες επίλυσης των εκκρεμών διαφορών των δύο χωρών χωρίς όμως οριστικά αποτελέσματα. ‘
Αποψή μου είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει πολιτική καλής γειτονίας απέναντι στην Τουρκία και τον Τουρκικό λαό χωρίς να μειώσει στο ελάχιστο τις προσπάθειες βελτίωσης προς όφελος της χώρας μας της Ελληνοτουρκικής ισορροπίας ισχύος.
*Ιδρυτικού Διευθυντή του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), Πρώην Πρέσβυ εκ Προσωπικοτήτων στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
https://ift.tt/qYRFOWg
Πηγή
1ki1 news - 1ki1news
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου