Ο πληθωρισμός σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κινείται πλέον σε διψήφιους αριθμούς, αν και μόλις πρόσφατα η πρόεδρος της ECB (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) διαβεβαιώνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις ελέγχονται και η ανάπτυξη πρόκειται να επιταχυνθεί κατά το 2023 και το 2024. Πολλοί διερωτώνται εάν και κατά πόσον η ECB έχει μία συγκροτημένη στρατηγική, συγχρονισμό μέσων και σκοπών, ή απλούστατα έχει απωλέσει την επαφή της με την πραγματικότητα των αγορών, οδηγούμενη προς τον γκρεμό…
Η συμπεριφορά της ECB αναδεικνύει ένα εξαιρετικά σημαντικό γεωπολιτικό συμβάν. Από την στιγμή που η FED (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ) αυξάνει τα επιτόκιά της, η ECB δεν διαθέτει αξιόπιστα μέσα για να ανακόψει τις πληθωριστικές πιέσεις και την άνοδο των επιτοκίων στα ευρωπαϊκά ομόλογα, ούτε να κατευθύνει τουλάχιστον την σύγκλισή τους σε ελεγχόμενα επίπεδα.
Οι πωλήσεις γερμανικών ομολόγων από την ECB για την αγορά ιταλικών, ώστε να περιορισθεί η διαφορά των επιτοκίων τους, αποτελεί προσωρινό μέτρο που δεν οδηγεί στις επιθυμητές ισορροπίες. Η κατάσταση οδηγείται σε κρίση δημοσίου χρέους και το χειρότερο ενδεχόμενο εστιάζεται στην πιθανότητα το δημόσιο χρέος ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών να απωλέσει κάθε ενδιαφέρον διαπραγμάτευσης στις συναλλαγές και να απαξιωθεί, μετατρέποντας τις χώρες αυτές σε χρηματοοικονομικούς παρίες.
Από την άλλη πλευρά η εντεινόμενη κρίση του πληθωρισμού στην Ευρώπη υπονομεύει την θέση σχεδόν όλων των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, από την στιγμή που οι πληθωριστικές πιέσεις εξανεμίζουν τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης και οι δυσθεώρητα υψηλές τιμές ενέργειας διαλύουν τις επιχειρήσεις. Η αδυναμία και οι αστοχίες της ECB έχουν μία βαθύτερη σημασία από την στιγμή που η FED αυξάνει μεν τα επιτόκια, αλλά υπολείπεται δραματικά από την ανοδική πορεία της καμπύλης του πληθωρισμού, ώστε να προκαλέσει κάποιες ουσιαστικές επιπτώσεις. Αρκεί κανείς να αναλογισθεί ότι κατά την περίοδο μίας άλλης κρίσης πληθωρισμού στις ΗΠΑ, ο τότε κεντρικός τραπεζίτης Paul Volcker, αυξάνει τον Ιούνιο 1981 τα επιτόκια από το 11,2% του 1979, στο 20% για να τιθασεύσει τις πιέσεις.
Η διάχυση της κρίσης
Οι αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων προκαλούν αναπόφευκτα το ερώτημα του εάν και κατά πόσον ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης Jerome Powell θα αισθανθεί πικρία, παρατηρώντας την είσοδο της ECB και της Ευρωζώνης σε κρίση. Κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να αντιδράσει από την στιγμή που οι υπεράκτιες αγορές ευρωδολαρίων και η πολιτική της ECB στον τομέα των επιτοκίων, απλούστατα δεν του επιτρέπουν να παρέμβει με κανένα τρόπο.
Σε αντίθεση με την μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η FED δεν συντονίζει τις κινήσεις όχι μόνον με την ECB, αλλά ούτε και με τις κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και της Κίνας. Αντίθετα, κινείται εντελώς αυτόνομα, θέτοντας τα αμερικανικά συμφέροντα υπεράνω όλων και τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα το σοβαρό ενδεχόμενο να προκύψει μία δεινή χρηματοοικονομική κρίση. Σε μία τέτοια περίπτωση, η ECB θα έχει σοβαρότατο πρόβλημα και θα υποχρεωθεί να ακολουθήσει την πολιτική αύξησης των επιτοκίων.
Οι βασικοί μέτοχοι της FED είναι οι μεγάλες αμερικανικές εμπορικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, οι οποίες γνωρίζουν πως η ECB προτίθεται να κινηθεί μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν σε κοινό ψηφιακό ευρωπαϊκό νόμισμα. Κάτι τέτοιο, όμως, απειλεί άμεσα το επιχειρηματικό πρότυπο που ακολουθούν οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ. Κατά τον επικεφαλής του τμήματος ερευνών χρηματοοικονομικών αγορών της μεγάλης ολλανδικής τράπεζας RABOBANK, Michael Every, εάν οι ΗΠΑ απωλέσουν την ισχύ που παρέχει το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα εγγυοδοσίας, ειδικά στην περίπτωση συναλλαγών σε αγαθά, τότε η αμερικανική οικονομία και οι αγορές θα ακολουθήσουν ταχύτατα στην απώλεια της ισχύος του.
Εγκατάλειψη της Ευρώπης
Ίσως η άποψη αυτή να κρίνεται παράλογη –τονίζει ο ίδιος– αλλά η επιθετικότητα της FED στοιχειοθετεί πως πρόκειται για μία πιθανή εξέλιξη κι όχι για παραλογισμό. Ούτως ή άλλως τον Μάρτιο ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης αποδέχθηκε την πιθανότητα να υπάρξουν περισσότερα από ένα διεθνή αποθεματικά νομίσματα. Κατά συνέπεια το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα πρόκειται να εγκαταλείψει στην τύχη της την ECB, στην προσπάθειά του να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η πολιτική αυτή σηματοδοτεί την πλήρη αποστασιοποίησή του από την συμφωνία του Plaza του 1985 (σύμβαση Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, ΗΠΑ και Ιαπωνίας για την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου) και την ανάλογη του Λούβρου του 1987 για την σταθεροποίηση των αγορών συναλλάγματος. Το βασικό ζήτημα αυτής της απότομης στροφής αφορά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, κυρίως λόγω της εμμονής των Γερμανών, έχει δομηθεί με την μορφή ενός ακολούθου του δολαρίου.
Όμως η FED εστιάζεται πλέον στην αποτροπή της διολίσθησης προς την μετατροπή των αγαθών και των φυσικών πόρων σε παγκόσμιες υποκείμενες εγγυήσεις. Η νέα της πολιτική συνεπάγεται, πάντως, εγκατάλειψη της Ευρώπης. Η δολαριακή μόχλευση στο σύστημά της επιστρέφει στην χρηματοοικονομική αγορά των ΗΠΑ, προκαλώντας παράλληλα οδυνηρά ερωτήματα για το μέλλον της Ευρωζώνης, με δεδομένη την πρωτοφανή ανικανότητά της στις μεταρρυθμίσεις.
Οι τεκτονικές μεταβολές που συντελούνται, παράγονται στον πυρήνα τους από την κρίση στην Ουκρανία και τον χρηματοοικονομικό πόλεμο της Δύσης εναντίον της Ρωσίας. Συνακόλουθα το κέντρο της εύθραυστης χρηματοοικονομικής κατάστασης στο Δυτικό Κόσμο συγκλίνει με το αντίστοιχο της ουκρανικής κρίσης και εκτυλίσσεται με την μορφή μίας βραδύκαυστης κατάρρευσης της Ευρώπης και κατά δεύτερο λόγο των ΗΠΑ. Σε πρώτη φάση, πάντως, είναι η Ευρωζώνη που ωθείται προς τον γκρεμό.
Προς τον γκρεμό…
Αν και η ευρωπαϊκή ηγεσία αρνείται το γεγονός ότι η διολίσθηση του ευρώ έχει αποτελέσει έναν από τους στόχους της πιστωτικής επέκτασης, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι η τακτική αυτή καταλήγει έμμεσα με δύο τρόπους σε υποτίμηση. Πρώτον, ενθαρρύνει τους κερδοσκόπους να στοιχηματίζουν στην υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ. Δεύτερον, η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος στην εσωτερική αγορά μειώνει τα ευρωπαϊκά επιτόκια σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα σε σχέση με τα επιτόκια άλλων οικονομιών.
Οι συνθήκες αυτές διευκολύνουν κερδοσκοπικές συναλλαγές (Carry Trade) με μοχλό τις διαφορές επιτοκίων και μάλιστα χωρίς κινδύνους. Ένας παίκτης δανείζεται σε ευρώ με μηδενικό επιτόκιο και κατόπιν πουλάει του για να αγοράσει άλλο νόμισμα, που αποφέρει υψηλότερο επιτόκιο, και έτσι να καρπωθεί την διαφορά (Arbitrage). Στην πραγματικότητα, λόγω του ότι οι πωλήσεις αφορούν χρήμα που κυκλοφορεί εξαιτίας της πιστωτικής επέκτασης, δηλαδή νέο, αυξάνουν την προσφορά, πιέζοντας υποτιμητικά την ισοτιμία του ευρώ.
Από την στιγμή μάλιστα που το αμερικανικό επιτόκιο έχει αυξηθεί στο 1,75%, με πιθανή περαιτέρω άνοδο στο 2,25% ή ακόμα κα στο 2,50%, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλα κερδοσκοπικά κεφάλαια θα δανείζονται σε ευρώ (επιτόκιο 0,00%), για να το πουλήσουν και να αγοράσουν δολάρια, ώστε να καρπωθούν την διαφορά των επιτοκίων. Ακόμα και η στερλίνα, μετά της τελευταία αύξηση των επιτοκίων στο 1,25%, επιτρέπει ανάλογες κερδοσκοπικές κινήσεις.
Με δεδομένο ότι οι συναλλαγές στον τομέα της ενέργειας πραγματοποιούνται σε πετροδολάρια, από την στιγμή που εγκαταλείπονται οι εισαγωγές από την Ρωσία, οι Ευρωπαίοι πέραν των αυξημένων δαπανών σε ασφάλιστρα, ναύλους και χρηματοοικονομικό κόστος, έχουν να αντιμετωπίσουν και την επιβάρυνση της υποτίμησης. Με το 48% των συνολικών τους εισαγωγών να αποτιμάται σε δολάρια, οφείλουν να εξετάσουν την πιθανή αποδολαριοποίηση, αρχικά για τις συναλλαγές που αφορούν την ενέργεια. Μία τέτοια κίνηση, όμως, θα προκαλέσει αντιδράσεις εκ μέρους των Αμερικανών. Πάντως με δεδομένο ότι το ευρώ συμμετέχει μαζί με το δολάριο, το γιέν, το κινεζικό γουάν και την στερλίνα στα αποθεματικά του ΔΝΤ, δεν υπάρχει τεχνικά πρόβλημα αποδολαριοποίησης στις ενεργειακές συναλλαγές με την Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Αναρτήθηκε από τον Μιχάλη Τσολάκη
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου