Ο παραλογισμός του Τούρκου προέδρου στα θέματα νομισματικής πολιτικής και οι παρανοϊκές εμμονές του στην διαχείριση των επιτοκίων της κεντρικής του τράπεζας, εξωθούν πλέον την χώρα στο στάδιο για παύση πληρωμών. Η Τουρκία αποτελεί στις διεθνείς συναλλαγές της καθαρό χρεώστη, οπότε εξαρτάται δραματικά από τους ξένους επενδυτές για να χρηματοδοτεί το διαρκώς διογκούμενο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών.
Η ανικανότητα της κεντρικής τράπεζας να υιοθετήσει ορθολογικές αρχές στην λήψη των αποφάσεών της πλήττει σχεδόν ανεπανόρθωτα την οικονομία της χώρας. Μάλιστα πυροδοτεί σχεδόν πλήρες έλλειμμα αξιοπιστίας για τους ξένους επενδυτές, πιέζοντας σταθερά την Τουρκία προς τον εφιάλτη μίας εκρηκτικής κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας εκφράζονται τραγικές προβλέψεις στον τομέα της αρτοποιίας, από την στιγμή που ενώ μετά τα μέσα Νοεμβρίου τα 50 κιλά αλεύρι σε κόστος χονδρικής αποτιμώνται στις 200 τουρκικές λίρες, μετά την είσοδο στο τρίτο δεκαήμερο του ίδιου μήνα πωλούνται στις 380 τουρκικές λίρες, δηλαδή κατά 90% ακριβότερα. Η θλιβερή εξέλιξη συνεπάγεται πως τα αρτοποιεία από 1,25 έως 2,5 τουρκικές λίρες τιμή μονάδας σε κοινούς άρτους ανάλογα με την περιοχή, θα κινηθούν σε τιμές πώλησης προς τα επίπεδα των τεσσάρων τουρκικών λιρών.
Οι αλευρόμυλοι, τα ελαιουργεία και τα σακχαρουργεία, αναστέλλουν όλες τις παραδόσεις, αποθεματοποιώντας τα προϊόντα τους, προσδοκώντας μεγάλες αυξήσεις τιμών, με συνέπεια να πωλούνται πλέον με δελτίο από τα καταστήματα λιανικής για να αντιμετωπισθούν οι ελλείψεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τουρκικού υπουργείου Γεωργίας και Δασών, κατά την περίοδο 2019-2020, οι εισαγωγές σιτηρών ανέρχονται σε 10,8 εκατομμύρια τόνους, με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία, αλλά κατά την διάρκεια του πρώτου τετραμήνου του 2021 μειώνονται κατά 24%.
Ραγδαία άνοδος των τιμών
Ο συνδυασμός του αυξημένου κόστους των εισαγωγών λόγω των συναλλαγματικών ισοτιμιών με τα μειωμένα αποθέματα πυροδοτούν ανοδικά τις τιμές. Το φαινόμενο αυτό ανακλάται στο γεγονός ότι ενώ ο πληθωρισμός κινείται επίσημα προς το 20% τον Οκτώβριο, τα είδη διατροφής εμφανίζονται σε ετήσια βάση με 27,4% μεγαλύτερο κόστος για τον καταναλωτή.
Οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν παράλληλα εκτός από την απότομη ανατίμηση στα είδη διατροφής, μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας, του φυσικού αερίου, αλλά και της ύδρευσης, χωρίς να διακρίνεται στον ορίζοντα κάποια αποκλιμάκωση. Ειδικότερα, οι μεγάλες πιέσεις ασκούνται από τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας με την κρατική εταιρεία BOTAŞ να αυξάνει τα τιμολόγια κατανάλωσης φυσικού αερίου για την βιομηχανία κατά 48,4%, με ταυτόχρονη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου για την παραγωγή ενέργειας κατά 46,8%, όπως καταγράφεται τον Οκτώβριο από την οικονομική εφημερίδα Dünya.
Η Τουρκία αυξάνει τις τιμές ενέργειας μετά τις αυξήσεις των τιμών του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου στις διεθνείς αγορές σε περιβάλλον μείωσης της αξίας του εθνικού νομίσματος κατά 20% από τις αρχές του 2021. Ήδη στις αρχές Ιουλίου η BOTAŞ επιχειρεί μία πρώτη αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου κατά 12% για οικιακή χρήση, κατά 20% για βιομηχανική χρήση και κατά 20,2% για την παραγωγή ενέργειας.
Η γενική επιδείνωση ανακλάται στην πτώση κατά 7,3% του καταναλωτικής εμπιστοσύνης, όπως υπολογίζεται από το Τουρκικό Στατιστικό Ινστιτούτο τον Νοέμβριο, που κινείται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο από την εποχή της επίσημης εισαγωγής του δείκτη στα οικονομικά δεδομένα το 2004. Η μέτρηση αυτή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική με κριτήριο το γεγονός ότι βαθμονομεί την συμπεριφορά των καταναλωτών με βάση την προσωπική οικονομική τους κατάσταση σε συνδυασμό με την ευρύτερη οικονομική εικόνα της χώρας.
Το μάθημα απ’ τη Ρωσία
Από τις 15 Νοεμβρίου η τουρκική λίρα υποτιμάται σχεδόν κατά 20%, δεδομένο που αυξάνει την υποτίμησή της από τις αρχές του έτους στο 40%. Η απότομη καθίζηση στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου συνεπάγεται πως το χρέος του ιδιωτικού τομέα από τα 125 δισεκατομμύρια δολάρια αυξάνεται στα 150 δισεκατομμύρια, ενώ ανάλογη αύξηση παρουσιάζει και το δημόσιο χρέος σε συνάλλαγμα.
Το μεγάλο πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν διδάσκεται από τα παθήματα, αλλά κυρίως από τις αντιδράσεις των υποτιθέμενων φίλων του όπως η Ρωσία. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας η Μόσχα αντιμετωπίζει και φοβερές επιθέσεις στο ρούβλι και ευρύτερα στην οικονομία. Στο αργό πετρέλαιο από τα 100 δολάρια του Ιουνίου του 2014, η τιμή συρρικνώνεται με την συνδρομή κυρίως των Σαουδαράβων στα 60 τον Δεκέμβριο και στα 40 δολάρια τον Αύγουστο του 2015, περιορίζοντας δραστικά τα έσοδα από στις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας.
Το ρούβλι υποτιμάται σχεδόν κατά 12%, αλλά η κεντρική τράπεζα αντιδρά αποφασιστικά αυξάνοντας τα επιτόκιά της από το 10,25% στο 17%, για να τα αποκλιμακώσει τον Ιούνιο το 2015 στο 11%. Ταυτόχρονα η χώρα εισέρχεται σε φάση αποδολαριοποίησης ώστε να αυξήσει τις αντοχές της έναντι μελλοντικών επιθέσεων, με αφετηρία τις συναλλαγές με τις BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική), όπου από το 95% των συναλλαγών σε αμερικανικά δολάρια φθάνει στο 10% στα τέλη του 2020. Εισάγεται επίσης νέο σύστημα συναλλαγών στο εξωτερικό εμπόριο, ώστε να παρακαμφθεί το σύστημα SWIFT που ελέγχεται από τους Αμερικανούς.
Ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού
Ο Τούρκος πρόεδρος αδιαφορεί πάντως και για τις επιπτώσεις στο δημόσιο χρέος σε συνάλλαγμα, το οποίο στα τέλη του 2020 φθάνει τα 450 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά με το νόμισμα να υποτιμάται κατά 40% από τις αρχές του 2021, ανέρχεται πλέον στα 630 δισεκατομμύρια. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται πως ακόμα και με την υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για άνοδο του ΑΕΠ κατά το 2021 κατά 10%, με υπέρβαση των 790 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η υποτίμηση το υποβιβάζει στα 565 δισεκατομμύρια, οπότε η σχέση του χρέους σε συνάλλαγμα προς το ΑΕΠ διαμορφώνεται στο εξαιρετικά επικίνδυνο 111,50%.
Πέραν των εμφανών δυσχερειών από την υποτίμηση του νομίσματος, ελλοχεύει ένας ακόμα κίνδυνος από τα ομόλογα που αποτιμώνται σε χρυσό και συνάλλαγμα και αποτελούν καρπό την πολιτικής του γαμβρού του Τούρκου προέδρου Berat Albayrak, έως την αντικατάστασή του στο υπουργείο Οικονομικών από τον Lutfi Elvan.
Από τον Ιούλιο του 2018 έως τον Νοέμβριο 2020 που ουσιαστικά αποπέμπεται, ο Albayrak, προχωρεί σε διαδοχικές εκδόσεις για την εσωτερική αγορά, υιοθετώντας μία επικίνδυνη τακτική με την οποία όμως ελπίζει να προσελκύσει το ενδιαφέρον των Τούρκων λόγω της ασφάλειας που παρέχουν. Επιπλέον προσβλέπει σε αύξηση της ρευστότητας σε συνάλλαγμα, ώστε να συγκρατήσει την πτώση της τουρκικής λίρας και να εμποδίσει την άνοδο των επιτοκίων.
Δυστυχώς ανά έτος ωριμάζουν ομόλογα ύψους 19,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα οποία έχουν ετήσιο κόστος 31,8% λόγω των τόκων που αποδίδουν και των διαφορών στις τιμές του χρυσού, αλλά και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αντίθετα τα ομόλογα του τουρκικού δημοσίου αποτιμώνται στο εθνικό νόμισμα με μέσο ετήσιο κόστος 14%, ενώ η νάρκη που εγκαταλείπει ο Albayrak, έχει ένα κόστος που εξαρτάται άμεσα από τις τιμές του χρυσού, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες (που εξελίσσονται εφιαλτικά) και τον πληθωρισμό που δεν εμφανίζει σημεία αποκλιμάκωσης.
Φόβοι για το ισοζύγιο πληρωμών
Από την άλλη πλευρά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, βελτιώνεται ελαφρά με τον κυλιόμενο μέσο όρο του δωδεκαμήνου να διαμορφώνεται στην λήξη του πρώτου εξαμήνου στο 3,9% του ΑΕΠ. Όμως παρά τα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια ανταλλαγής χρέους σε συνάλλαγμα, τα καθαρά αποθέματα του πρώτου ενιαμήνου παραμένουν αρνητικά στα -21,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά συνέπεια η καταστροφική υποτίμηση του Νοεμβρίου καθιστά το έλλειμμα ωρολογιακή βόμβα, δεδομένο που ερμηνεύει τους φόβους των αναλυτών για πιθανή κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.
Κατά κανόνα τα ισοζύγια πληρωμών, ειδικά στις αναδυόμενες αγορές ευνοούνται από τις υποτιμήσεις, λόγω αύξησης των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας, λειτουργώντας με την μορφή μίας θεραπείας των τραυμάτων της υποτίμησης. Η Τουρκία πάντως αποτελεί μοναδική εξαίρεση του κανόνα, παρά το γεγονός ότι από την σχέση του 3,5:1 το Δεκεμβρίου του 2016 προς τα αμερικανικό δολάριο φθάνει στο 12:1 στα τέλη του Νοεμβρίου του 2021, ενώ οι μαζικές ρευστοποιήσει στο τρίτο δεκαήμερο του ίδιου μήνα έχουν πιέσει αφόρητα την σχέση σχεδόν στο 13:1.
Το βασικό πρόβλημα απορρέει από τις μεγάλες αυξήσεις των εισαγωγών κατά την περίοδο 2017-2019, που συνεχίζονται κατά το 2020, ενώ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας που ακολουθείται και από μεγάλες αυξήσεις των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών, επιδεινώνει δραματικά την κατάσταση.
Αναρτήθηκε στην Efenpress από τον Μιχάλη Τσολάκη
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου