Παρασκήνιο υπήρξε στον ΟΗΕ με την νέα επιχείρηση λαθροχειρίας του Λονδίνου το οποίο επέμενε στο σχέδιο κειμένου προεδρικής δήλωσης για τα Βαρώσια να κάνει λόγο για «βαθιά λύπη» του Συμβουλίου Ασφαλείας και όχι για «καταδίκη των ενεργειών του Ερντογάν». Το γεγονός προκάλεσε το σπάσιμο της «σιωπηρής διαδικασίας» από τουλάχιστον τρία μέλη και τελικά το κείμενο τροποποιήθηκε εκ νέου. Η βρετανική λαθροχειρία έχει, ωστόσο, την προϊστορία της, η οποία εξηγεί την συμπάθεια προς τον Ερντογάν και την Τουρκία.
Πριν μετακομίσει στην Ντάουνινγκ 10, ο Μπόρις Τζόνσον είχε κερδίσει βραβείο 1.000 στερλινών για ένα ποίημά του, στο οποίο είχε αναφερθεί στον Ερντογάν σαν «wankerer», υπαινισσόμενος ότι έκανε σεξ με κατσίκα.
Έχουν συμβεί πολλά από τότε. Ο Τζόνσον είναι πρωθυπουργός στη Βρετανία και ως τέτοιος έχει συσφίξει τους δεσμούς με την Άγκυρα, κατά τρόπο που βέβαια καθόλου δεν συνάδει με το ποιητικό παρελθόν του.Δεν είναι βέβαια μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο που επικρίνεται γιατί κάνει τα στραβά μάτια στις πολλαπλές ανομίες και προκλήσεις του Ερντογάν. Οι σχέσεις πάντως του Λονδίνου με το τουρκικό καθεστώς, ιδίως μετά το πραξικόπημα του 2016, παραμένουν τουλάχιστον αμφίσημες, προκαλώντας ανησυχίες για πως επηρεάζουν την περιοχή. Μετά την απόπειρα, το Λονδίνο είχε πρώτο σπεύσει να στηρίξει τον σουλτάνο.
Ο Άλαν Ντάνκαν, τότε υπουργός Επικρατείας, επισκέφθηκε την Τουρκία μια εβδομάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει την Ευρώπη ότι «αντέδρασε πολύ αργά». Το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης αποδέχθηκε αμέσως το αφήγημα Ερντογάν για το πραξικόπημα, δηλαδή ότι ενορχηστρώθηκε από τον Γκιουλέν, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν άλλες δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά και έκθεση του βρετανικού Κοινοβουλίου, η οποία αποφαίνεται ότι το αφήγημα του Ερντογάν στερείται βάσης. Η κοινοβουλευτική έκθεση κατήγγειλε επίσης την υποβάθμιση της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκλήθηκε από την εκτεταμένη καταστολή.
Η ΜΙ6 στο παιχνίδι
Ο πρώην Βρετανός πρεσβευτής στην Τουρκία Ρίτσαρντ Μουρ υπήρξε τηλεπερσόνα στα ελεγχόμενα από τον Ερντογάν κανάλια. Έγραψε άρθρο στην “Σαμπάχ” (ιδιοκτήτης ο αδερφός του γαμπρού του Ερντογάν) και ένα άλλο στο φερέφωνο του “σουλτάνου”, τη “Γενί Σαφάκ”. Σε αυτά προσπάθησε να διαλύσει τα παραδοσιακά στερεότυπα των Τούρκων για τη χώρα του, εξηγώντας ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία είναι παρελθόν. Ντάνκαν και Μουρ υπογράμμισαν την εξαιρετική στρατηγική σχέση των δύο χωρών, αποφεύγοντας να κάνουν την παραμικρή νύξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τον Δεκέμβριο 2017 ο Μουρ επέστρεψε στο Λονδίνο ως πολιτικός διευθυντής του Φόρεϊν Όφις. Στα μέσα του 2020 διορίστηκε επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών MI6. Με αυτή την ιδιότητα επισκέφτηκε την Άγκυρα το Νοέμβριο του 2020, μετά την κλιμάκωση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Αντί να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, συναντήθηκε με το δεξί χέρι του Ερντογάν, τον Ιμπραχήμ Καλίν.
Το “Ίδρυμα Στρατηγικής Κουλτούρας”, που θεωρείται ότι απηχεί επίσημες θέσεις της Μόσχας, περιέγραψε τον Μουρ ως τον αρχιτέκτονα μιας στρατηγικής, που στόχο έχει να χρησιμοποιήσει την Τουρκία σαν εφαλτήριο για την προώθηση της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής. Η επίσκεψη Μουρ είναι ενδιαφέρουσα, καθώς έγινε σε στιγμή που ο Ερντογάν είχε απομονωθεί από τη Δύση, λόγω του ρόλου του στον πόλεμο του Καυκάσου. Παρόμοιο ρόλο είχε παίξει και ως πρέσβης, όταν ο “σουλτάνος” δεχόταν επικρίσεις στις δυτικές πρωτεύουσες για το πογκρόμ διώξεων που εξαπέλυσε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Το φλερτ του Λονδίνου με την Τουρκία
Καθώς προσεταιρίζεται παραδοσιακούς συμμάχους εκτός ΕΕ, το Λονδίνο επιδιώκει ισχυρότερους οικονομικούς δεσμούς με την Άγκυρα. Οι δύο χώρες συνήψαν εμπορική συμφωνία στις 29 Δεκεμβρίου, πριν από την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, την οποία ο Ερντογάν χαρακτήρισε ως την πιο σημαντική συμφωνία της Τουρκίας από την τελωνειακή ένωση του 1995 με την ΕΕ.
Η Βρετανίδα υπουργός Εμπορίου Λιζ Τρας είχε πει τότε ότι η συμφωνία θα «παρέχει βεβαιότητα για χιλιάδες θέσεις εργασίας σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο στη μεταποίηση και στις βιομηχανίες αυτοκινήτων και χάλυβα». Η Βρετανία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης τουρκικών εξαγωγών μετά τη Γερμανία. Η συμφωνία εξαλείφει τους δασμούς στις εξαγωγές, με αποτέλεσμα να ευνοεί την ανάπτυξη του διμερούς εμπορίου.
Από την εποχή που ακόμη ήταν σε διαδικασία εξόδου από την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο απομακρύνθηκε από τη στάση άλλων κρατών μελών της Ένωσης. Για παράδειγμα, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία διέκοψαν τις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία μετά την επιχείρηση το 2019 ενάντια στους Κούρδους στη βόρεια Συρία, το Ηνωμένο Βασίλειο συνέχισε την προμήθεια όπλων και δεν επέκρινε την Τουρκία, όπως οι άλλες χώρες.
Σε σύγκριση με άλλα δυτικά κράτη, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σαφώς ο πιο στενός και πιο δεκτικός σύμμαχος της Τουρκίας. Το Brexit, μάλιστα, επιτρέπει στο Λονδίνο να αναπτύξει ακόμα στενότερες σχέσεις με την Άγκυρα. Καθώς η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον δηλώνει πως μετά το Brexit η βρετανική εξωτερική πολιτική θα απαλλαγεί από ευρωπαϊκούς περιορισμούς και θα καταστεί πιο ανεξάρτητη, η σύσφιξη των σχέσεων με την Τουρκία βολεύει αυτό το αφήγημα.
Η γεωπολιτική επιρροή
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την Τουρκία για να διατηρήσει την περιφερειακή του επιρροή. Το έχει ήδη προσπαθήσει μέσω άλλων παραδοσιακών συμμάχων, όπως το Μπαχρέιν, όπου έχει μια ναυτική βάση που εξασφαλίζει στη Βρετανία την προβολή στρατιωτικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Η εξασφάλιση μιας καλής σχέσης με την Τουρκία θα δώσει στη Βρετανία περαιτέρω ερείσματα.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στενότερη συνεργασία Λονδίνου-Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Βρετανοί βλέπουν την Τουρκία ως χρήσιμο σύμμαχο στην προσπάθειά τους να έχουν ισχυρή παρουσία και να ασκούν επιρροή στη γεωπολιτικά και γεωοικονομικά κρίσιμη αυτή θάλασσα. Μπορεί να έχουν απωλέσει τον έλεγχο του Σουέζ, αλλά εξακολουθούν να έχουν σημαντική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο με τις εκεί κυρίαρχες βάσεις τους. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ως εγγυήτρια δύναμη ακολουθεί μια εμμέσως πλην σαφώς φιλοτουρκική πολιτική στο Κυπριακό.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την επιρροή της στρατηγικής του Μουρ φαίνεται να καλύπτει το κενό επιρροής που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, λόγω του χάσματος που προκάλεσε η απομάκρυνση του Ερντογάν από τη Δύση. Η πολιτική του Λονδίνου έναντι του καθεστώτος Ερντογάν γινόταν ανεκτή από την προεδρία Τραμπ. Μένει να δούμε αν αυτό θα αλλάξει κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, ο οποίος μέχρι τώρα έχει δείξει πολύ πιο αρνητική στάση έναντι του “σουλτάνου”. Αν η Ουάσινγκτον οδηγηθεί σε ρήξη με την Άγκυρα, τι θα κάνει το Λονδίνο; Θα ακολουθήσει την Ουάσιγκτον, ή θα παίξει το καρότο στο μαστίγιο των ΗΠΑ;
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου