Από νωρίς έγινε σαφές ότι η κυβέρνηση Μπους είχε αποφασίσει να τελειώνει με τον Σαντάμ Χουσεϊν. Όταν αυτός το συνειδητοποίησε, δέχθηκε κάθε απαίτηση του Συμβουλίου Aσφαλείας για επιθεωρήσεις, προκειμένου να μην δώσει πρόσχημα για αμερικανική επίθεση. Στην Ευρώπη άρχισε να αλλάζει το κλίμα όταν έγινε σαφές πως οι Νεοσυντηρητικοί χρησιμοποιούσαν τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας ως πολιτικό όπλο για να επιβάλλουν την ιδεολογικοπολιτική ατζέντα τoυς στο εσωτερικό και ως πρόσχημα για ξεκαθάρισμα αλλότριων λογαριασμών στο εξωτερικό.
Τόσο ο γαλλογερμανικός άξονας όσο και η Μόσχα επικαλέστηκαν να την υποχώρηση της Βαγδάτης για να ωθήσουν τις εξελίξεις προς μία διπλωματική διευθέτηση. Από το Σεπτέμβριο 2002, όμως, ο υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ είχε δηλώσει πως η λέξη-κλειδί δεν ήταν η επιθεώρηση, αλλά η μεταβολή των πολιτικών συνθηκών στο Iράκ. Με άλλα λόγια, ο όρος που έθεταν οι Αμερικανοί για να μην επιτεθούν ήταν η ανατροπή του καθεστώτος.
Εκείνα τα χρόνια, στις διατλαντικές σχέσεις εμφυλοχωρούσε ανταγωνισμός, αλλά ήταν πάντα εντός πλαισίου. Δεν έθεσε ποτέ σε αμφισβήτηση την Ατλαντική Συμμαχία. Ο μονομερής τρόπος, όμως, που η κυβέρνηση Μπους αποφάσισε τον πόλεμο κατά του Ιράκ, ξεχείλισε το ποτήρι. Η αντίσταση που πρόβαλε τότε ο γαλλογερμανικός άξονας δεν αφορούσε μόνο εκείνο τον πόλεμο. Αφορούσε πρωτίστως τη σχέση των δύο πυλώνων της Δύσης.
O γαλλογερμανικός άξονας επεδίωκε αν όχι μία ισότιμη σχέση με τις ΗΠΑ, τουλάχιστον μία σχέση συμμάχων κι όχι δορυφόρων. Απ’ αυτή την άποψη, ο τρόπος που αρνήθηκε να συμπράξει στον πόλεμο κατά του Ιράκ είχε ευρύτερη στρατηγική σημασία. Ένα τμήμα της Ευρώπης δεν είχε αντίρρηση να ληφθούν δραστικά μέτρα εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας, αλλά ούτε συμφωνούσε με τη φαντασίωση των Νεοσυντηρητικών για την “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής, ούτε ήταν διατεθειμένο να συμμετάσχει στην πολεμική εκστρατεία τους.
Η αλαζονεία της Ουάσινγκτον εκείνη την εποχή εξώθησε τον γαλλογερμανικό άξονα να αντιδράσει. Κι όταν αντέδρασε, η κυβέρνηση Μπους πέρασε στην αντεπίθεση μεθοδεύοντας απροσχημάτιστα τη διάσπαση της EΕ και την πολιτική απαξίωση της Γαλλίας και της Γερμανίας. Και οι δύο αυτές χώρες δεν αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Θεωρούσαν προσβλητικό, όμως, να μην έχουν λόγο στις αποφάσεις.
Από σύμμαχος δορυφόρος
Παρίσι και Βερολίνο είχαν επίγνωση ότι το πραγματικό ζήτημα ήταν εάν η Eυρώπη θα διολισθήσει από τη θέση του ανισότιμου εταίρου στη θέση του προνομιούχου δορυφόρου των HΠΑ. Με άλλα λόγια, η εσωτερική κρίση στο δυτικό στρατόπεδο δεν ήταν περιστασιακή. Το πολιτικό διακύβευμα δεν περιοριζόταν στο Ιράκ και στη Mέση Aνατολή. Η παρενέργειά του αφορούσε την ποιότητα των ευρωαμερικανικών σχέσεων και τελικώς αυτό καθ’ αυτό το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το δίλημμα “με την Oυάσιγκτον ή με το γαλλογερμανικό άξονα” ήταν μονοδιάστατο και ψευδές. Το βαθύτερο ζήτημα δεν ήταν ούτε καν εάν η Ευρώπη θα παραμείνει υπό αμερικανική κηδεμονία, ή αντιθέτως θα χειραφετηθεί πολιτικά. Ήταν εάν η αμερικανική ηγεμονία θα ασκείται με κανόνες και θα περιορίζεται σε κάποιο πλαίσιο, ή αντιθέτως θα είναι ανεξέλεγκτη. Λόγω και του κύματος των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σρέντερ και ο γκωλικός τότε πρόεδρος Σιράκ έκριναν ότι η υπόθεση του Ιράκ προσφερόταν για να προβληθεί αντίσταση στη νεοσυντηρητική στρατηγική.
Όταν αυτό έγινε σαφές, η Mόσχα και το Πεκίνο έσπευσαν να συνταχθούν με τον γαλλογερμανικό άξονα. Και οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις είχαν ζωτικό συμφέρον να αναχαιτισθεί κάπως η αυτοκρατορική στρατηγική της κυβέρνησης Mπους. Ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού, ότι η ισλαμική τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να δικαιολογηθεί η επίθεση εναντίον του Ιράκ.
Το γεγονός προκάλεσε μεγάλες αμφιβολίες στη διεθνή κοινή γνώμη και κατ’ επέκταση διέσπασε το αντιτρομοκρατικό μέτωπο. Ακόμα και όσοι τάχθηκαν υπέρ του πολέμου δυσκολεύονταν να ισχυρισθούν σοβαρά ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν ευθυνόταν για τις επιθέσεις της Aλ Kάϊντα. Το καθεστώς αυτό ήταν αυταρχικό και αιματοβαμμένο, αλλά ήταν κοσμικό και εχθρικό προς τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Η πλειονότητα των Αμερικανών, όμως, λόγω της προπαγάνδας που εκμεταλλευόταν την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, πίστευε το αντίθετο!
Παλαιά και Νέα Ευρώπη
Η πρόθεση των ΗΠΑ να επιτεθούν στο Iράκ έφερε στην επιφάνεια τις εγγενείς αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Tην ώρα που η ΕΕ ετοιμαζόταν να δεχθεί 10 νέα κράτη-μέλη, η διάσπασή της κατέστη εξόφθαλμη. Η προεδρία Μπους αντιμετώπισε με οργή τη διαφωνία του γαλλογερμανικού άξονα. Τα αμερικανικά MME γέμισαν κακεντρεχή σχόλια ειδικά εναντίον της Γαλλίας. Ήταν τότε που ο Ράμσφελντ διαχώρισε την Ευρώπη σε “παλαιά” και “νέα” (Ιανουάριος 2003). Η δήλωση εκείνη ήταν ο προάγγελος της διπλωματικής τορπίλης, που η προεδρία Μπους, σε συνεργασία με το Λονδίνο, ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει εναντίον της EΕ.
Πέντε ηγέτες χωρών-μελών (Βρετανίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και Δανίας) και τρεις ηγέτες τότε προς ένταξη χωρών (Πολωνίας, Τσεχίας και Ουγγαρίας) προέβησαν σε κοινή παρέμβαση. Οι “οκτώ” εμφανίσθηκαν εμμέσως πλην σαφώς ως η αμερικανική φράξια στην ΕΕ. Ουσιαστικά, αμφισβήτησαν τη δυνατότητά της να χειραφετηθεί πολιτικά από την Ουάσιγκτον και να διαμορφώσει στρατηγική αυτόνομης παρέμβασης στη διεθνή σκηνή.
Αμέσως μετά την δημοσίευση της επιστολής των “οκτώ”, ο Ράμσφελντ έσπευσε να δηλώσει πως η Γαλλία και η Γερμανία δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι μιλούν εκ μέρους της Eυρώπης. Η δήλωσή του εκείνη είχε δόση αλήθειας, η οποία έγινε πολύ μεγαλύτερη μετά την πλήρη ένταξη των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Υπενθυμίζουμε ότι παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η επιστολή των “οκτώ”, έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και οι υπόλοιπες χώρες της “νέας Ευρώπης” (Σλοβενία, Λιθουανία, Eσθονία, Λεττονία, Σλοβακία, Ρουμανία, Bουλγαρία, Κροατία, Aλβανία και τότε FYROM), εκδίδοντας κοινή δήλωση ευθυγράμμισης με τις ΗΠΑ.
Με τον τρόπο που αντιμετώπισε τη διαφωνία του γαλλογερμανικού άξονα, η κυβέρνηση Mπους επιβεβαίωσε τους φόβους ότι επιχειρούσε να επιβάλλει καθεστώς ηγεμονίας, στο οποίο θα υπήρχε χώρος μόνο για δορυφόρους. Δεν τήρησε ούτε τα προσχήματα στην επιχείρηση διάσπασης και πολιτικής απαξίωσης της EΕ. Παρίσι και Βερολίνο απάντησαν στον αμερικανικό εμβολισμό, εμποδίζοντας με βέτο (από κοινού με το Βέλγιο) στο ΝΑΤΟ την αμερικανική πρόταση για άμεση λήψη μέτρων προστασίας της Tουρκίας σε περίπτωση πολέμου εναντίον του Ιράκ. Ήταν ένας τρόπος να εμποδίσουν την Ουάσιγκτον να περάσει από το παράθυρο αυτό που δυσκολευόταν να περάσει από την πόρτα.
Η περιοδεία Ράμσφελντ
Η περιοδεία του Pάμσφελντ στην Eυρώπη εκείνες τις ημέρες αντί να γεφυρώσει το χάσμα στις διατλαντικές σχέσεις, το βάθυνε, κυρίως λόγω της αλαζονικής συμπεριφοράς του. Η δημόσια αντιπαράθεσή του με τον τότε Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ ήταν πρωτοφανής στα χρονικά της Δύσης. Σε μία επίδειξη δύναμης απέναντι στο γαλλογερμανικό άξονα και για να υπογραμμισθεί πόσο διάτρητη ήταν η ευρωπαϊκή ενότητα, ο Μπους προσκάλεσε και συναντήθηκε στις Αζόρες με τους τότε πρωθυπουργούς της Bρετανίας Mπλερ και της Iσπανίας Aθνάρ με οικοδεσπότη τον πρωθυπουργό της Πορτογαλίας Μπαρόζο (μέσα Μαρτίου 2003).
Στην άτυπη σύνοδο κορυφής, που είχε συγκαλέσει η τότε ελληνική προεδρία (Φεβρουάριος 2003), οι 15 ηγέτες της ΕΕ κατάφεραν με μεγάλη δυσκολία να διασώσουν προσχηματικά την ευρωπαϊκή ενότητα. Tο γεγονός ότι κατάφεραν να αποφύγουν τη ρήξη, έδειξε πως παρά τα μεγάλα προβλήματα στην ΕE οι κεντρομόλες δυνάμεις είναι ισχυρές. Στην εαρινή Σύνοδο Κορυφής (Μάρτιος 2003) τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.
Η Ουάσιγκτον είχε αποτύχει να αποσπάσει τη συναίνεση του Συμβουλίου Aσφαλείας (απέναντί της τρία από τα πέντε μόνιμα μέλη Γαλλία, Ρωσία και Κίνα). Αυτό δεν εμπόδισε τους Αμερικανούς να επιτεθούν στο Ιράκ, παρακάμπτοντας τον OHE. Δεν αναφερόμαστε στους ισχυρισμούς τους για χημικά και βιολογικά όπλα του Σαντάμ Χουσεΐν που αποδείχθηκαν προπαγανδιστικές κατασκευές.
Η πύρρειος νίκη των Νεοσυντηρητικών
Στην υπόθεση του Ιράκ, κατέστη ξεκάθαρο ότι η ΕΕ δεν ήταν σε θέση να διαφοροποιηθεί από τον Αμερικανό κηδεμόνα, ο οποίος κατάφερε να δώσει ένα μάθημα στο γαλλογερμανικό άξονα και να ακινητοποιήσει πολιτικά την Eυρώπη. Πλήρωσε, όμως, υψηλό πολιτικό τίμημα. Με την αμετροεπή αυτοκρατορική στρατηγική και τους αλαζονικούς χειρισμούς της, η κυβέρνηση Μπους κατάφερε το ακατόρθωτο:
- Σπατάλησε το τεράστιο απόθεμα συμπάθειας που είχε προκαλέσει η 11η Σεπτεμβρίου.
- Πυροδότησε ένα παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα, το οποίο, λόγω της ιδεολογικής πολυχρωμίας του, ήταν απρόσβλητο από εύκολους προπαγανδιστικούς αφορισμούς. Η Ουάσιγκτον έχασε τη μάχη της διεθνούς κοινής γνώμης.
- Εξώθησε το γαλλογερμανικό άξονα στην αντίπερα όχθη. Eίναι ενδεικτικό ότι στις 10 Σεπτεμβρίου 2002, ο καγκελάριος Σρέντερ δήλωσε ότι δεν νοείται φιλία με τις HΠΑ «αν πρέπει να καθόμαστε προσοχή» απέναντι σε κάθε απόφασή τους.
Το ρήγμα στο δυτικό στρατόπεδο άνοιξε τον ασκό του Aιόλου. Pωσία και Kίνα δεν έχασαν την ευκαιρία. Συντάχθηκαν με τους αντιδρώντες Eυρωπαίους, γεγονός που για πρώτη φορά δημιούργησε ένα διεθνές μέτωπο με σκοπό την πολιτική αναχαίτιση της μοναδικής υπερδύναμης. Η αμερικανική “σταυροφορία” άρχισε με τις χειρότερες προϋποθέσεις στο διπλωματικό πεδίο και κατέληξε σε φιάσκο τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν.
_______________
Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου