Έλληνες ρίζωσαν επί πολλούς αιώνες στην περιοχή του Πόντου. Παρά την άλωση της Τραπεζούντας, από την οθωμανική αυτοκρατορία το 1461, άντεξαν.
Διατήρησαν αναλλοίωτο το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι και απομονωμένοι. Και, παρότι αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού- κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1.401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 353.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τη γενοκτονία που διαπράχθηκε κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γενοκτονία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες εις βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας γενοκτονικής πολιτικής εις βάρος των Ελλήνων ή γενικότερα των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Ο μίτος των αναγνωρίσεων
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Το θέμα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας προχωράει πολύ αργά. Κάθε χρόνο ο κατάλογος των χωρών και των πόλεων που έχει αναγνωρίσει το ειδεχθές έγκλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα, μόλις που μακραίνει ουσιαστικά.
Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία μετά την Ελλάδα, με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994 και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων.
Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Εκτός αυτών η Γενοκτονία έχει αναγνωριστεί από:
- τη Σουηδία στις 11 Μαρτίου 2021,
- την Αρμενία το Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και
- την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015.
Επιπλέον υπάρχουν ορισμένες πολιτείες της Αμερικής που αναγνωρίζουν τη Γενοκτονία.
Αυτές είναι οι εξής:
- Νέα Υόρκη, 19 Μαΐου 2002
- Νιου Τζέρσεϊ, 2 Σεπτεμβρίου 2002
- Κολούμπια, 8 Δεκεμβρίου 2002
- Νότια Καρολίνα, 10 Ιανουαρίου 2003
- Τζόρτζια, 3 Φεβρουαρίου 2003
- Πενσιλβάνια, 12 Δεκεμβρίου 2003
- Φλόριντα, 20 Απριλίου 2005
- Κλίβελαντ, 11 Μαΐου 2005
- Ρόουντ Άιλαντ, 2008
- Ιντιάνα, Δεκέμβριος 2014
- Νότια Ντακότα, 26 Φεβρουαρίου 2015
- Δυτική Βιρτζίνια, 24 Απριλίου 2016
Αλλά και οι εξής πολιτείες της Αυστραλίας:
Νότια Αυστραλία, 30 Απριλίου 2009
Νέα Νότια Ουαλία. Την 1η Μαΐου 2013 η Γερουσία, και στις 12 Μαΐου η Βουλή αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Από τον Καναδά τη Γενοκτονία αναγνωρίζει το Τορόντο με ψήφισμα στις 4 Μαΐου του 2016, αλλά και οι πόλεις του Μόντρεαλ, η Οτάβα, το Λασάλ, η Οσάβα, και τα διαμερίσματα του Λαβάλ και του Βιλερέι Σεντ Μισέλ Παρκ Εξτενσιόν, αλλά και τα Δημοτικά Συμβούλια των πόλεων Βανκούβερ και Ρεγγίνας. Ο Καναδάς ως χώρα όμως δεν αναγνωρίζει επίσημα τη Γενοκτονία.
Ιστορικό πλαίσιο
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).
Το 1913, με τη λήξη των βαλκανικών πολέμων οι Οθωμανοί έχουν ουσιαστικά εκδιωχθεί από την Ευρώπη και έχουν απωλέσει το σύνολο σχεδόν των Αραβικών επαρχιών τους. Αυτό που τους απέμενε ήταν να λάβουν “προληπτικά μέτρα” για την επιβίωση του κράτους τους, κάτι που αποφάσισαν να υλοποιήσουν εκδιώκοντας, αρχικά, και αφανίζοντας, εν-συνεχεία, με απροκάλυπτο τρόπο, τους μειονοτικούς πληθυσμούς ολόκληρης της Μικράς Ασίας (τους χριστιανούς ελληνικής καταγωγής του Πόντου, της Ιωνίας και της Καππαδοκίας, Αρμένιους και Ασσυροχαλδαίους). Την πρόταση αυτή, για τη βίαιη απομάκρυνση των Ποντίων από τις πατρογονικές τους εστίες προς τα ενδότερα της Ανατολίας (προς νότο) εισηγήθηκε προς τις Οθωμανικές αρχές ο στρατιωτικός σύμβουλος της αυτοκρατορίας, Γερμανός αντιστράτηγος Liman Von Sanders.
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν, πεζοί, πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν [34].
Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών.
Αντάρτικο
Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό. Ωστόσο, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και την ανατροπή του τσάρου, υπογράφηκε η συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ, βάσει της οποίας οι σοβιετικοί τερμάτιζαν την εμπλοκή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνομολογούσαν ειρήνη με τις Κεντρικές Δυνάμεις και αποχωρούσαν από τα προηγουμένως καταληφθέντα εδάφη του Ανατολικού Πόντου.
Η αποχώρηση, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1918 και ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο, οδήγησε σε έξαρση των βιαιοπραγιών από Τούρκους άτακτους (τσέτες) σε βάρος των απροστάτευτων τώρα, χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής. Ταυτόχρονα οι σοβιετικοί εγκατέλειψαν τον εξοπλισμό και τα πολεμοφόδιά τους, τα οποία περιήλθαν στα χέρια των ατάκτων Οθωμανών. Από το 1914 έως το 1918, περισσότεροι από 230.000 Πόντιοι έχασαν, έτσι, τη ζωή τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επισκόπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης. Μετά την Ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα που χορηγούσε αμνηστία στους Πόντιους αντάρτες, οι οποίοι κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να επιστρέψουν στις εστίες τους. Όμως, παρά την εξαγγελία, οι περισσότεροι από αυτούς που αφοπλίστηκαν, είτε δολοφονήθηκαν είτε φυλακίστηκαν.
Η τρίτη φάση της Γενοκτονίας
Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή.Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
Στις 29 Μαϊου ο Κεμάλ ανέθεσε στον τσέτη Τοπάλ Οσμάν την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.
Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα “Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
HJ με πληροφορίες από sansimera.gr, pontosnews.gr, wikipedia.org
Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη
Πηγή
1ki1 news - 1ki1news
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου