Θα θυμούνται οι παλαιότεροι πως όταν εισερχόσουν σε ένα σχολείο ή έμπαινες σε μια αίθουσα διδασκαλίας, στους τοίχους αντίκριζες αναρτημένες ζωγραφιές ηρώων του Εικοσιένα ή ρητά, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς και το Ευαγγέλιο. Όσοι τα προλάβαμε αυτά έχουμε ανεξίτηλα αποτυπωμένες στην μνήμη μας τις μορφές των αγωνιστών ή ακόμη θυμόμαστε το «γνώθι σαυτόν» και το «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Όλα αυτά βέβαια εξοβελίστηκαν, όταν ξεκίνησε ο εξευρωπαϊσμός μας, όπως ευφυώς βαπτίστηκε η μετάλλαξη του Έλληνα σε γραικύλου. Και αν προβάλλεις την έξοχη παιδαγωγική τους αποστολή – θα αναφερθούμε παρακάτω- θα σε… σε αποστομώσουν με το εξής υψιπετές επιχείρημα οι ημιμαθείς τενεκέδες: «μα σε ποιον αιώνα ζούμε;». Μάλιστα. Δηλαδή, οι πατεράδες και οι παππούδες μας που ζούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν βάρβαροι και απολίτιστοι και εμείς ξεχειλίζουμε από πολιτισμό και ευγένεια. Οι γιαγιάδες μας που τηρούσαν τις νηστείες, που έκαμαν μετάνοιες στην Παναγία, μπροστά στο ακοίμητο καντήλι της, ήταν μες στα σκοτάδια. (Συνήθιζε μια γιαγιά που έπινε καφέ με τις φιλενάδες της, να λέει: πάω να ετοιμάσω και τον «καφέ της Παναγίας μας». Και έπαιρνε το θυμιατό και θύμιαζε το εικόνισμά της και μοσχοβολούσε ο τόπος).Οι γιαγιάδες μας που δεν ξαναπαντρεύονταν, όταν σκοτώνονταν οι λεβέντες άντρες τους στα πεδία των μαχών υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και απελευθερώνοντας τα σκλαβωμένα αδέλφια τους, σαν την Ναταλία Μελά, σαν την προγιαγιά μου, που «χάθηκε», αγνοείτο, ο άντρα της στην Μικρά Ασία, το 1922, αυτές λοιπόν η αληθινές Ρωμιές ζούσαν σε «μεσαίωνες» και εμείς ζούμε στον αιώνα των φώτων. Δεν βλέπουμε γύρω μας τι γίνεται; Πολιτισμός με περίζωμα την ηθική ασχήμια είναι δυνατόν να υπάρξει; Ρωτούσε ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του: «Και τι το τέλος(=σκοπός) εκάστης κοινωνίας;». (1289α). Και απαντά ο ίδιος: «Ζην ευδαιμόνως και καλώς», που τα δυο τους συναιρούνται στην αρετή, το «ευ ζην». «Ουκ άρα τειχών ουδέ τριήρων, ουδέ νεωρίων δέονται οι πόλεις ει μέλλουσιν ευδαιμονήσειν, ουδέ πλήθους ουδέ μεγέθους άνευ αρετής», δηλαδή, οι πολιτείες δεν ευημερούν με καράβια και κτίσματα ούτε εξαιτίας του πλήθους και του μεγέθους τους, αλλά με την αρετή. (1295α).
Παιδεία της αρετής ήταν και η παιδεία της αρχαίας πόλης, κατόρθωμα που συνεχίστηκε για αιώνες σε τούτα εδώ τα χώματα, ώς που κατέπεσαν πάνω της τα ξεσκλίδια της ψευτοπροοδευτικότητας, «για να κάνει τους Έλληνες ίσους στη συμφορά, να τους ισοπεδώσει στην δυστυχία» (Ιω. Γιαννόπουλου, «Πολιτεία και ήθος», Αθήνα 1983, σελ.221).
Και για να φτάσουμε από την παιδεία της αρετής στην παιδεία της… αρπαχτής, πλην των άλλων παραγόντων – έκπτωση του διδασκαλικού αξιώματος, διασυρμός του σχολικού βιβλίου-έπρεπε να αποσυρθούν από τις σχολικές αίθουσες και οι εικόνες των ανθρώπων που πραγμάτωσαν την αρετή: οι ήρωες και οι σοφοί. Μια ιδιότυπη εικονομαχία που κυριαρχεί στην παιδεία.
Γιορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την αναστήλωση των ιερών εικόνων. Είναι γνωστό πως τα τελευταία χρόνια τα γνωστά, σκοτεινά κέντρα των χριστομάχων, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα του λεγόμενου ουδετερόθρησκου σχολείου, βάλθηκαν να αποκαθηλώσουν από τις σχολικές τάξεις, μετά τους ήρωες, και τις εικόνες.
Στα σχολικά βιβλία Γλώσσας, οι σύγχρονοι Εικονομάχοι, σχεδόν πέτυχαν τον εξοβελισμό της ορθόδοξης αγιογραφίας. Μετά βίας σ’ όλα τα βιβλία Γλώσσας του Δημοτικού θα συναντήσεις 5-6 εικόνες. (Ακόμη και στις εορταστικές ενότητες- Χριστούγεννα, Πάσχα -παρελαύνουν οι φραγκοζωγραφιές, κάρτες, αυγά και χιονάνθρωποι, ενώ δεν θα βρεις, για παράδειγμα, εικόνα της Γέννησης του Χριστού στο κεφάλαιο για τα Χριστούγεννα της Ε’ Δημοτικού).
Κατ’ αυτούς το λιτό, «ανεξίκακον και αθεάτριστον» της βυζαντινής αγιογραφίας, δεν συνάδει με την παιδική ηλικία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Χρησιμοποιώντας την εξαίρετη έκδοση της Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας, «τι ξέρεις εσύ για τις εικόνες» σημειώνουμε, εν περιλήψει, τα εξής:
Αν βάλουμε το παιδί να ζωγραφίσει π.χ. ένα δέντρο, εκείνο θα ακολουθήσει φυσικότατα τη βυζαντινή ζωγραφική. Θα ζωγραφίσει το δέντρο με κάθε του φύλλο χωριστά, ευδιάκριτα, τον κάθε καρπό ολόκληρο, συγκεκριμένο. Διότι το παιδί έχει έμφυτη την αίσθηση της ενότητας, ενώ η δυτική τέχνη, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την αποσπασματικότητα, του δημιουργεί διλήμματα. Το παιδί δηλαδή δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι μισό, π.χ. ένα σπίτι ή ένα βουνό μισό και το άλλο μισό να χάνεται μέσα στη σκιά. Στο παιδικό σχέδιο, όπως και το βυζαντινό, όλα φαίνονται, όλα παρατίθενται. Όλα τα φύλλα είναι πάνω στα δέντρα, τίποτε δεν είναι πεσμένο κάτω.
Επίσης το παιδί δεν δεσμεύεται από τους νόμους της οπτικής και της προοπτικής. Αν του πεις να ζωγραφίσει την οικογένειά του, θα ζωγραφίσει μεγαλύτερο τον πατέρα, λίγο μικρότερη τη μητέρα και τα παιδιά ακόμη μικρότερα. Θα ζωγραφίσει δηλαδή αξιολογικά, όπως κάνει και η βυζαντινή τέχνη. Έχουμε δει εικόνες στις οποίες το πρόσωπο που κυριαρχεί, ζωγραφίζεται μεγαλύτερο. (Η Θεοτόκος στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού, ο Παύλος και ο Πέτρος στην εικόνα της Πεντηκοστής). Ζωγραφίζονται μεγαλύτεροι αξιολογικά, σύμφωνα με την πνευματική προοπτική.
Ένα άλλο σημείο ταυτίσεως παιδικού σχεδίου και βυζαντινού, είναι η «θέα των αθεάτων». Η βυζαντινή εικόνα ιστορεί, όχι μόνο τα θεατά, αλλά και τα αθέατα ακόμη, πράγμα που δεν μπορεί να το κάνει η δυτική φαινομενοκρατική τέχνη. Π.χ. στην εικόνα της ιάσεως του Παραλυτικού του Ευαγγελίου, εικονίζονται έξω από το σπίτι όσα διαδραματίζονται μέσα στο σπίτι, του οποίου οι άνθρωποι που μετέφεραν τον Παραλυτικό διέρρηξαν τη στέγη. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να παρουσιαστούν καταλεπτώς τα γεγονότα, αν ζωγραφίζονταν μέσα στο σπίτι και θα παρέμεναν αθέατα, η βυζαντινή τέχνη βρίσκει αυτή τη λύση, τα παρουσιάζει σαν να διαδραματίζονται έξω. Ή σαν να γίνονται διάφανοι οι τοίχοι και να αποκαλύπτονται όλα.
Το ίδιο κάνει και το παιδί στη ζωγραφική του. Η θέα των αθεάτων είναι πολύ φυσική για το παιδί, γιατί μέσα του έχει μία ολοκληρωμένη θεώρηση του κόσμου, που δεν δεσμεύεται από τους νόμους της προοπτικής. Έτσι, αν το βάλεις να ζωγραφίσει το σπίτι του, το ζωγραφίζει σαν διάφανο. Οι άνθρωποι, τα έπιπλα, τα λουλούδια, είναι θεατά. Οι τοίχοι δεν εμποδίζουν τη θέα και της πιο μικρής λεπτομέρειας. Ή αν του πεις να ζωγραφίσει τη θάλασσα, θα τη ζωγραφίσει έτσι ώστε τα ψάρια όλα ναι είναι ορατά, όπως το κάνει και η βυζαντινή τέχνη στην εικόνα της Βάπτισης.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η τέχνη αυτή είναι πολύ οικεία στο παιδί, δεν του δημιουργεί διλήμματα, δεν το κοντράρει και το ωριμάζει με τα μυστικά μηνύματα που του εμπνέει η αισθητική της: Ότι δηλαδή όλη η κτίση είναι δώρο του Δημιουργού. Όλα είναι καμωμένα «καλά λίαν». Όλα είναι συμφιλιωμένα μεταξύ τους, και το όλο και το επί μέρους, η ηρεμία, η ειρήνη και η αρμονία ξεχύνονται από τη συνύπαρξή τους. Και έτσι το δοξολογικό βίωμα κτίζεται μυστικά και υπαρξιακά στην παιδική ψυχή.
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος – Μέλος ΙΗΑ
Κιλκίς
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου