Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Οι όροι που υπέβαλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο, για να μεσολαβήσει αυτός στην Πύλη, δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθούν ούτε από τη ρωσική διπλωματία ούτε, πολύ περισσότερο, από την οθωμανική πλευρά.
Η τσαρική αποστασιοποίηση ωστόσο δεν κατασίγασε τις τουρκικές και ευρωπαϊκές ανησυχίες. Η Επανάσταση διατάρασσε το status quo της Ευρώπης, προέβαλλε τις φιλελεύθερες και εθνικές ιδέες και έθετε σε κίνδυνο την ισορροπία δυνάμεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επτά μόλις χρόνια μετά το συνέδριο της Βιέννης. Η Αυστρία του Μέττερνιχ πρότεινε ανοιχτά (υπόμνημα 7ης Μαΐου 1821) να ισχύσει η ερμηνεία των συνθηκών της Ιεράς Συμμαχίας για επέμβαση υπέρ της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ευτυχώς ο Τσάρος αντέδρασε υποστηρίζοντας ότι το πλαίσιο αυτής της Συμμαχίας δεν κάλυπτε την ενεργό υποστήριξη ενός μη χριστιανικού έθνους εναντίον έθνους χριστιανικού. Οι άλλες δυνάμεις συμφώνησαν μαζί του, εκτιμώντας και άλλα σημεία των σχέσεων με τη Ρωσία και έτσι υιοθετήθηκε η ουδετερότητα, παρότι στην τελική διακήρυξη του συνεδρίου του Λάυμπαχ (30 Απριλίου/ 12 Μαΐου 1821) καταδικάζονταν τα γεγονότα που «παρέδωκαν προ μικρού το ανατολικόν της Ευρώπης μέρος, εις ταραχάς ανυπολογίστους (…) υπό περιστάσεις πολλώ διαφόρους [ενν. άλλα ευρωπαϊκά κινήματα] αλλά διά συνδυασμών επίσης εγκληματικών». Οι ηγεμόνες δήλωναν ότι θεωρούσαν «νομικώς άκυρον και αποκηρυκτέαν παρά των αρχών του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου, πάσαν υποτιθεμένην μεταρρύθμισιν πραγματοποιουμένη διά κινήματος ή ανοικτής βίας».
Το Συνέδριο του Λάυμπαχ αποτέλεσε καίρια καμπή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων με δεδομένο την ελεύθερη πλέον επέμβαση ξένων δυνάμεων προς επίλυση εσωτερικών ζητημάτων άλλων χωρών. Ταυτόχρονα προσδιορίζονταν οι πρώτες νέες σφαίρες επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων. Ιστορικά όμως, παρότι η διακοίνωση του συνεδρίου υιοθέτησε την πολιτική της Βιέννης, στην πραγματικότητα ήταν ένας ρωσοαυστριακός συμβιβασμός που συνετέλεσε στη διάσωση της Επανάστασης, ενώ με τη μη προσυπογραφή της τελικά από τη Γαλλία και την Αγγλία, σημειώνονταν η πρώτη ρωγμή στη συνοχή της Ιεράς Συμμαχίας.
Παρά ταύτα, ο Μέττερνιχ, προφανώς επειδή είχε φοβηθεί πως ο Τσάρος δεν θα αποδοκίμαζε την ελληνική εξέγερση, δηλώνει στα Απομνημονεύματά του ικανοποίηση διότι «το πρώτον ήδη από τριακονταετίας κακόν καταπολεμήθη (ενν. οι φιλελεύθερες ιδέες), κακόν το οποίον επαρουσίαζον εις την ανθρωπίνην ασθένειαν ως το πολυτιμότερον των αγαθών». Σύντομα ωστόσο θα διαπίστωνε τόσο αυτός, όσο και οι άλλες δυνάμεις – και κυρίως η Πύλη –, πως η ρωσική πολιτική δεν θα παρέμενε η ίδια. Και σ’ αυτό θα έπαιζαν καίριο ρόλο τόσο ο Καποδίστριας όσο και ο πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Γριγκόρι Στρογκανώφ.
Η συνδρομή του Ρώσου πρέσβη κατά την πρώτη φάση της Επανάστασης υπήρξε πραγματικά ανεκτίμητη. Ο Στρογκανώφ υπεράσπιζε τους διωκόμενους και προέβαινε σε οξύτατα διαβήματα προς την Πύλη, ενώ με εκθέσεις προς τη ρωσική κυβέρνηση, στις οποίες περιέγραφε τις σφαγές και τις βαρβαρότητες των Οθωμανών, βοηθούσε το έργο του Καποδίστρια και του τρίτου τσαρικού υπουργού Εξωτερικών Πότσο ντι Μπόργκο (ο Νεσσελρόδε ήταν ο πιο ρεαλιστής) να πείσουν τον Τσάρο για περισσότερο δυναμική πολιτική.
Την ίδια ώρα ο Μέττερνιχ διεμήνυε στον Τσάρο ότι στόχος της Επανάστασης ήταν «η διάρρηξη της ρωσοαυστριακής συμμαχίας από τους διεθνείς ανατροπείς», ενώ η Πύλη απέρριπτε κάθε διάβημα του Στρογκανώφ και οποιανδήποτε πρόταση μεσολάβησης με εγγύηση της ασφάλειας των Ελλήνων. Η στάση αυτή και η πίεση της ρωσικής κοινής γνώμης (ιδίως μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη τον Απρίλιο) οδήγησαν στην απόφαση του Τσάρου να προχωρήσει σε αυστηρή διακοίνωση.
Το τελεσίγραφο που επέδωσε στις 6 Ιουλίου 1821 στην Πύλη ο Στρογκανώφ, αφού διεκτραγωδούσε το καθεστώς φρίκης και σφαγών που είχε επιβληθεί από τους Οθωμανούς (με συνέπεια η «αποστασία» των Ελλήνων να παίρνει πλέον χαρακτήρα «νομίμου αντιπαρατάξεως εναντίον μιας ολοκλήρου εξολοθρεύσεως του Γραικικού Έθνους και της θρησκείας αυτού»), ζητούσε εντός οκτώ ημερών απάντηση σε τέσσερα συγκεκριμένα αιτήματα: α) Να αποκατασταθούν οι ναοί που είχαν γκρεμιστεί ή λεηλατηθεί. β) Να αποδοθούν και πάλι τα προνόμια και να εγγυηθεί η Πύλη την υπεράσπιση και το ανεκβίαστο της χριστιανικής θρησκείας. γ) Να γίνεται αυστηρή διάκριση μεταξύ οπαδών των ταραχών και αθώων. δ) Να επιστρέψει η Μολδοβλαχία στο προηγούμενο καθεστώς. Σε αντίθετη περίπτωση η Ρωσία θα θεωρούσε την τουρκική στάση ως επιδρομή κατά του χριστιανικού κόσμου και την αντιπαράταξη των Ελλήνων ως νόμιμη.
Η ασαφής και εκπρόθεσμη (με ενθάρρυνση των Δυτικών δυνάμεων) απάντηση της Πύλης προκάλεσε αποχώρηση του πρέσβη Στρογκανώφ και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν φαινόταν πλέον απίθανος κι ο ελληνικός αγώνας, που είχε τις πρώτες του επιτυχίες στη Νότια Ελλάδα, τονώθηκε έτι περισσότερο. Μετά την αρχική ουδετερότητα, η αναγνώριση της Επανάστασης διεθνώς ως νομίμου εμπολέμου ήταν η τρίτη μεγάλη προσφορά της Ρωσίας, στο έδαφος της οποίας είχε εκκολαφθεί η Επανάσταση και η οποία, με ρωσική αντίδραση, είχε διασωθεί από την επέμβαση που πρότεινε ο Μέττερνιχ.
Η συνεχής προσπάθεια του Καποδίστρια να πείσει τον Τσάρο να λάβει δυναμικότερη θέση υπέρ της Ελλάδας έφερνε καρπούς. Ο Καποδίστριας τόνιζε στον Τσάρο ότι τα διεθνή ανατρεπτικά σχέδια εξυπηρετούνταν από την εγκατάλειψη των Ελλήνων, αφού θα περιήγε σε πλήρη ανυποληψία τις νόμιμες κυβερνήσεις και θα ξεσήκωνε τη γενική κατακραυγή των λαών που δίκαια θα εξίσωναν Τούρκους και ευρωπαϊκά καθεστώτα σε περίπτωση καταστολής της ελληνικής επανάστασης. Συγχρόνως, σε περίπτωση επιτυχίας της οι Δυνάμεις θα φαίνονταν αδύναμες, αφού θα ήταν αναγκασμένες να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματά της.
Ώς τότε, η παράταση της εξέγερσης αποτελούσε επικίνδυνο παράδειγμα στους λαούς. Ο Καποδίστριας πρότεινε και την κατάληψη των Παρίστριων ηγεμονιών, ο Τσάρος όμως αντέτεινε ότι έπρεπε να επιδιωχθεί κοινή δράση των Δυνάμεων. Η Γαλλία και η Πρωσία φαίνονταν θετικές προς τούτο, όχι όμως και η Αγγλία με την Αυστρία. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Κάσλερι μάλιστα έγραφε προς τον Τσάρο πως «ίσως το αίσθημα ομιλεί υπέρ των απογόνων εκείνων τους οποίους εδιδάχθησαν όλοι από της παιδικής ηλικίας να σέβωνται, ο νους όμως, τον οποίον κάθε πολιτικός ανήρ οφείλει να τάσση υπεράνω της καρδίας, επιβάλλει να αφεθούν οι Έλληνες εις την μοίραν των».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου