Σε προηγούμενα άρθρα του ο γράφων έχει αναφερθεί στο μεγάλο κόστος των σύγχρονων πλατφορμών μάχης (μαχητικά αεροσκάφη, πλοία επιφανείας, υποβρύχια, άρματα μάχης κλπ) που έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αριθμών στους οποίους είναι διαθέσιμα και έχει αυξήσει δραματικά τους χρόνους που απαιτούνται για την κατασκευή και την αναπλήρωσή τους σε περίπτωση απώλειας.
Αντιθέτως, η ενίσχυση των ικανοτήτων των βλημάτων, όσον αφορά το βεληνεκές, την ακρίβεια πλήγματος και τη λειτουργία τους μέσα σε πλέγματα "αναγνώρισης – κρούσης", έχει οδηγήσει σε ένα μοντέλο προβολής ισχύος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως βληματοκεντρικός πόλεμος (projectile centric warfare) και αποτελεί παρακλάδι του δικτυοκεντρικού πολέμου (network centric warfare).
Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι και τα βλήματα πολλών κατηγοριών, όπως είναι οι πύραυλοι αέρος, αέρος και επιφανείας, καθίστανται ολοένα και πιο ακριβά, διατίθενται σε μικρούς αριθμούς και απαιτείται πολύς χρόνος για την αναπλήρωσή τους. Και αυτό γιατί τόσο οι πλατφόρμες που τα μεταφέρουν, όσο και οι πλατφόρμες που στοχεύουν είναι επίσης σε μικρούς αριθμούς και δυσαναπλήρωτες. Άρα, για λίγες "υπερπλατφόρμες" απαιτούνται επίσης και λίγα "υπερκεντρικά".
Όμως, αν κάποιος αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού και αυξήσει τους αριθμούς των πλατφορμών που πρέπει να αντιμετωπίσουν τα "υπερκεντρικά" αυτά, τότε θα τα αδρανοποιήσει δια της ασυμμετρίας αριθμών. Σε αυτήν την περίπτωση η τεχνολογία που θα ενσωματώνουν οι πλατφόρμες που θα διεξάγουν την επίθεση θα είναι δευτερεύουσας σημασίας, ή ακόμη και εντελώς αδιάφορη.
Για παράδειγμα, αν κάποιος ταξίδευε στο παρελθόν και εφοδίαζε την Ιαπωνία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με μερικές πυροβολαρχίες συστημάτων αεράμυνας S-400, ελάχιστα αυτές θα προσέφεραν στην άμυνα της χώρας ενάντια στους χειμάρρους των αμερικανικών B-29 που πυρπόλησαν το Τόκιο και άλλες μεγάλες ιαπωνικές πόλεις. Οι πύραυλοι των συστημάτων φυσικά θα κατέρριπταν με ευκολία τα βομβαρδιστικά που θα στόχευαν, αλλά αυτά θα ήταν σταγόνα στον ωκεανό.
Αυτό έχει γίνει κατανοητό και όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο Αρχηγός της Βρετανικής Αεροπορίας (Air Chief Marshal) Sir Stephen Hillier κατά τη διάρκεια της "Air and Space Power Conference" που διεξήχθη στο Λονδίνο στις 17 Ιουλίου του 2019: «Πρέπει να δημιουργήσουμε περισσότερους στόχους στον αέρα» (“we need to create more targets in the air”). Αυτό, μεταξύ των άλλων, πάει να γίνει με το συνδυασμό μη επανδρωμένων αεροχημάτων, περιφερόμενων πυρομαχικών και φθηνών πυραύλων cruise.
Η απαξίωση της ισχύος πυρός
Ένα άλλο στοιχείο, που μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει υπόψη μας στο μοντέλο που αναφέρουμε ως βληματοκεντρικό πόλεμο, είναι η εμμονή με την ακρίβεια πλήγματος που υπήρξε στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες και που θεωρήθηκε ότι μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη μάζα πυρός στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η εμμονή αυτή ξεκίνησε από τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Αν και το συντριπτικό ποσοστό των πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν "χαζές" βόμβες («σίδερα» κατά την ορολογία των αεροπόρων) που σάρωσαν με μαζικές επιθέσεις τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν τα ιρακινά στρατεύματα, εντούτοις η έμφαση δόθηκε στα σημειακά πλήγματα που άσκησαν τα "έξυπνα" πυρομαχικά ακριβείας (PGM), κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στην επίθεση στη Σερβία το 1999, στην εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και στον Δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου το 2003.
Αν και πολλές "παρεξηγήσεις" και λάθη έγιναν και πολλοί άμαχοι σκοτώθηκαν σε αυτές τις επιχειρήσεις, εντούτοις η τάση ήταν για βλήματα με ολοένα και περισσότερη ακρίβεια πλήγματος και με μικρότερη καταστρεπτική ισχύ, έτσι ώστε να μπορούν να διεξάγουν "ανθρωπιστικούς" πολέμους «ανάμεσα στους ανθρώπους» (“wars amongst the people”). Βασική γεωπολιτική αποστολή των στρατιωτικών δυνάμεων της Δύσης στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ιδιόρρυθμου, ατέρμονος, ασαφούς και ακαθόριστου "Πολέμου ενάντια στην Τρομοκρατία" ("War against the Terror").
Ο "Πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία", που ξεκίνησε μετά την 11 Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν η διεξαγωγή αντιαντάρτικων-αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων (counter insurgency-COIN), που με τη σειρά τους αποτελούσαν μέρος των λεγόμενων «στρατιωτικών επιχειρήσεων εκτός του πολέμου» ("military operations other than war / MOOTW"), όπως ήταν αποστολές διατήρησης και επιβολής της ειρήνης (Peace Keeping και Peace Enforcement Operations) και οικοδόμησης εθνών (Nation Making), δηλαδή της ολοκληρωτικής επιβολής της δυτικής ηγεμονίας.
Η δαιμονοποίηση των όπλων διασποράς
Για να καλυφθεί η απαίτηση αυτή δόθηκε μεγάλη έμφαση στα όπλα σημειακής προσβολής ακριβείας, με ελαχιστοποιημένο παράπλευρο πλήγμα (collateral damage). Έτσι, τα όπλα αυτά μίκραιναν ολοένα και περισσότερο σε μέγεθος και σε εκρηκτική ισχύ, ενώ αύξανε ολοένα η ακρίβεια πλήγματος. Δημιουργήθηκε λοιπόν, η οικογένεια των μικροσκοπικών πυρομαχικών προσβολής ακριβείας (miniature PGM), τα οποία συνδυάστηκαν άριστα και με τα μη επανδρωμένα αεροχήματα, δεδομένων των σχετικών μικρών μεταφορικών ικανοτήτων των τελευταίων, κυνηγώντας το ιδανικό της σημειακής προσβολής των όποιων "κακών", ακόμη και μέσα σε πυκνοκατοικημένα αστικά περιβάλλοντα, χωρίς να προσβάλλονται οι άμαχοι ή οι φίλιες δυνάμεις γύρω τους.
Το Ισραήλ επίσης χρησιμοποίησε κατά κόρον παρόμοιες ικανότητες στη Λωρίδα της Γάζας. Τελικός ιδεατός στόχος ήταν η κατάργηση των ορίων μεταξύ πολέμου και ειρήνης και η τοποθέτηση ενός στοιχείου "διαρκούς πολέμου" μέσα στην "διαρκή ειρήνη", με την οποία θα έτρεχε παράλληλα και θα απειλούσε μόνον τους "κακούς", ενώ θα άφηνε ανενόχλητους αυτούς που βρίσκονταν δίπλα τους, αν φυσικά οι τελευταίοι "κοιτούσαν τη δουλειά τους". Εννοείται ότι παρόμοια όπλα, αλλά και η δυνατότητα αποτελεσματικής χρήσης τους μέσα σε πανοπτικές δικτυοκεντρικές δομές, ήταν προνόμιο των χωρών που κατείχαν υψηλή τεχνολογία.
Έτσι, η σημειακή ακρίβεια πλήγματος με ελαχιστοποιημένο παράπλευρο πλήγμα εξιδανικεύτηκε ως η κατεξοχήν "ανθρωπιστική" μορφή πολέμου. Για να συμβεί αυτό έπρεπε να δαιμονοποιηθεί το διαλεκτικό αντίθετο των μικροσκοπικών πυρομαχικών υπερυψηλής ακρίβειας, που ήταν τα λεγόμενα όπλα διασποράς (cluster munitions), που είχαν σχεδιαστεί στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου για να σαρώνουν μεγάλες εκτάσεις και να προσβάλουν στόχους περιοχής (area targets), όπως εχθρικές πυροβολαρχίες και μηχανοκίνητους και τεθωρακισμένους σχηματισμούς.
Έτσι, πανίσχυρες μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως είναι η Human Rights Watch, πρωτοστάτησαν σε αυτήν την προσπάθεια που οδήγησε στη Συνθήκη του Όσλο – Δουβλίνου για την απαγόρευση των όπλων διασποράς. Βέβαια, πολλές χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας, της Κίνας, καθώς της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν έχουν υπογράψει τη συνθήκη αυτή. Όμως το γεγονός παραμένει ότι τα όπλα διασποράς δαιμονοποιήθηκαν ώστε να αγιοποιηθούν τα μικροσκοπικά πυρομαχικά προσβολής ακριβείας, ακριβώς γιατί αυτό βόλευε την γεωπολιτική στρατηγική της Δύσης εκείνη την περίοδο.
Η επαναφορά της ισχύος πυρός
Αυτή η δίδυμη φετιχοποίηση των μικροσκοπικών πυρομαχικών σημειακής προσβολής ακριβείας και της δαιμονοποίησης των όπλων διασποράς, οδήγησε σε μια γενικότερη απαξίωση της ισχύος πυρός (fire power) στον δυτικό τρόπο πολέμου και στη φετιχοποίηση των εξελιγμένης τεχνολογίας πλατφορμών μάχης, όπως είναι τα μαχητικά αεροσκάφη τέταρτης και πέμπτης γενεάς, το αυξανόμενο κόστος των οποίων μείωνε ολοένα και περισσότερο τους αριθμούς στους οποίους ήταν διαθέσιμα.
Στο ιδιόρρυθμο γεωπολιτικό περιβάλλον των πρώτων δύο δεκαετιών του 20ου αιώνα, όπου κυριαρχούσε η αίσθηση της γεωπολιτικής παντοδυναμίας της Δύσης, αυτός ο συνδυασμός λειτούργησε καλά. Τα υπερεξελιγμένα τεχνουργήματα της δυτικής αεροδιαστημικής και πολεμικής τεχνολογίας συντηρούσαν την εικόνα της δυτικής παντοδυναμίας, ενώ τα μικροσκοπικά πυρομαχικά ακριβείας αναλάμβαναν να σκοτώσουν τους πάσης φύσεως "κακούς", στον διαρκή πόλεμο που είχε ενσωματωθεί μέσα στη διαρκή ειρήνη.
Όμως, αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Η ισχύς πυρός δεν είναι απλώς ένα στοιχείο της πολεμικής διαδικασίας. Είναι το βασικό της στοιχείο και αυτό που εν πολλοίς ρυθμίζει το αποτέλεσμα. Όλα τα υπόλοιπα είτε είναι υπηρέτες της ισχύος πυρός, όπως είναι τα αεροσκάφη κρούσης και τα πλέγματα συλλογής πληροφοριών, επικοινωνιών και διοίκησης (C4ISR) είτε χρειάζονται την ισχύ πυρός, στον σωστό τόπο και χρόνο, όπως είναι οι δυνάμεις ελιγμού (maneuver forces), ώστε να αποδιοργανώσουν τον εχθρό δια της κίνησης.
Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας δραστικών αλλαγών στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, η ισχύς πυρός έρχεται ξανά στο προσκήνιο, απειλώντας να αλλάξει δραστικά τα δεδομένα στις ισορροπίες ισχύος, εκμεταλλευόμενη μια σειρά από βελτιώσεις που έχουν προκύψει στην πολεμική τεχνολογία. Για τις εξελίξεις αυτές θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η επικέντρωση στην ισχύ πυρός είναι το στοιχείο που θα πρέπει να χαρακτηρίσει την όποια προσπάθεια ανανέωσης και ενίσχυσης των ελληνικών αμυντικών και αποτρεπτικών ικανοτήτων, έτσι ώστε να μην εγκλωβιστούμε σε κάποιο ξεπερασμένο παρελθόν και οδηγηθούμε σε μια ιδιόρρυθμη απαξίωση της στρατιωτικής μας ισχύος δια των εξοπλισμών.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου