Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα και με τις εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα στο χώρο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών όλων των κατηγοριών και ειδών σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρούμε τουλάχιστον άσκοπο, για να μην πούμε επιπόλαιο, το να παραθέσουμε τεχνικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις συγκεκριμένων τύπων UAV, τα οποία τυχών εμείς θεωρούμε ότι είναι κατάλληλα για τον εξοπλισμό των ενόπλων μας δυνάμεων.
Γράφει ο Στέργιος Δ. Θεοφανίδης
Είναι τόσοι οι τύποι των UAV/UAS στην παγκόσμια αγορά που περισσότερο θα μπερδέψουμε, παρά θα διευκρινίσουμε και θα ενημερώσουμε σχετικά με το ποιες είναι οι πραγματικές μας ανάγκες και το τι πραγματικά χρειαζόμαστε. Σε πρώτη φάση λοιπόν καλό θα είναι να δούμε την κατηγοριοποίηση των UAV/UAS κατά ΝΑΤΟ. Είναι απλή και περισσότερο χρηστική θα μπορούσε να πει κανείς σε σχέση με αυτή του διεθνή πίνακα διαχωρισμού και κατηγοριοποίησης.
Τους παραθέτουμε και τους δύο, όπως τους “αλιεύσαμε” από το διαδίκτυο, για να έχουν οι αναγνώστες μία εικόνα και από την πλευρά τους:
Σύμφωνα λοιπόν με την στάνταρ κατηγοριοποίηση κατά ΝΑΤΟ, στην Κατηγορία Ι (Class I) ανήκουν τα συστήματα με βάρος (μαζί με τον εξοπλισμό αποστολής τους…) μέχρι τα 150 κιλά. Είτε αυτά είναι drones με περισσότερα από δύο στροφεία (multicopters), είτε είναι μη επανδρωμένα ελικόπτερα (single rotor drones), είτε είναι τέλος υβριδικά (διαθέτουν πτέρυγα και περισσότερα από ένα στροφεία για τον έλεγχό τους) αεροσκάφη.
Στη δεύτερη Κατηγορία (Class II), ανήκουν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έχουν βάρος από 150 μέχρι 600 κιλά. Πρόκειται για τακτικά UAV όπως μπορείτε να δείτε και στον σχετικό (ΝΑΤΟϊκό) πίνακα, που αξιοποιούνται σε επίπεδο Ταξιαρχίας (Brigade).
Τα αεροσκάφη της κατηγορίας αυτής έχουν τη δυνατότητα πλεύσης μέχρι το επίπεδο των 18.000 ποδών και σε αποστάσεις της τάξης των 200 χιλιομέτρων με απευθείας διασύνδεση (άνω της γραμμής του ορίζοντα – LOS/ Line of Sight) για τον έλεγχό τους και για τη λήψη εικόνας και δεδομένων από τους αισθητήρες τους.
Στην τρίτη Κατηγορία (Class III) που είναι και αυτή με τα μεγαλύτερα κόστη προμήθειας και υποστήριξης, ανήκουν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη με βάρος μεγαλύτερο των 600 κιλών. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έχουν τη δυνατότητα να φέρουν οπλισμό και να στοχοποιούν στο έδαφος και την επιφάνεια της θάλασσας (UCAV), καθώς και τα MALE και HALE.
Τα μέσου και μεγάλου ύψους πλεύσης αεροσκάφη δηλαδή που μπορούν να πετάξουν ακόμη και πάνω από τα 65.000 πόδια, θεωρητικά έχουν πολύ μεγάλη ακτίνα δράσης, δεδομένου ότι μπορούν να καθοδηγηθούν είτε αυτόνομα μέχρι την περιοχή ενδιαφέροντος μέσω δικού τους συστήματος FMS (Flight Management System) και αυτόματου πιλότου, είτε μέσω δορυφορικής σύνδεσης με το σταθμό ελέγχου τους στο έδαφος.
Προσφέρουν επομένως τη δυνατότητα διεξαγωγής επιχειρήσεων σε αποστάσεις πέραν του οπτικού ορίζοντα (BLOS/Beyond Line of Sight). Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών τους τα συστήματα Class III έχουν και τα μεγαλύτερα κόστη αγοράς και υποστήριξης. Ειδικά τα συστήματα HALE (High Altitude Long Endurance) με σημαντικότερο εκπρόσωπο στη Δύση το RQ-4 Global Hawk είναι εκτός των ελληνικών δυνατοτήτων.
Πρόκειται για μη επανδρωμένα αεροσκάφη στρατηγικής αναγνώρισης και επιτήρησης, τα οποία ενώ έχουν να επιδείξουν σημαντικά χαμηλότερο κόστος αξιοποίησης σε σχέση με το αντίστοιχων δυνατοτήτων U-2 Dragon Lady, παραμένουν απρόσιτα για πολλές αεροπορικές δυνάμεις.
Πιο συγκεκριμένα, η Αμερικανική Αεροπορία έχει υπολογίσει ότι για τη διενέργεια παρόμοιων αποστολών σε ετήσια βάση, το Global Hawk είναι οικονομικότερο κατά 220 εκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με το U-2. Παρά το γεγονός αυτό η Fly-Away τιμή ανά μονάδα για ένα τέτοιο αεροσκάφος ξεπερνά τα 130 εκατομμύρια δολάρια. Χωρίς τον επίγειο εξοπλισμό υποστήριξης, καθοδήγησης και συλλογής πληροφοριών! Το δε κόστος ανά ώρα πτήσης προσεγγίζει τα 20.000 δολάρια…
Σε αυτούς τους αριθμούς και στον παράγοντα “κόστος”, θα πρέπει φυσικά να συνυπολογίσουμε ότι ως πλατφόρμα στρατηγικής αναγνώρισης και επιτήρησης/καταγραφής εχθρικών συχνοτήτων εκπομπής και επικοινωνιών τα HALE δεν είναι άτρωτα.
Οι Αμερικανοί είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι το MQ-4 Τriton του USN είχε καταρριφθεί από ιρανικό αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα, επειδή πετούσε σε σχετικά μικρό ύψος. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ακόμη και αν το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τα 50.000 ή και τα 60.000 πόδια και πάλι θα ήταν ευάλωτο…
Οπλισμένα UAV και η ελληνική διάσταση
Ενώ η Ελλάδα διαθέτει μικρό αριθμό UAV Class II (MALE) των τύπων Sperwer Mk.II και Πήγασος ΙΙ (αξιοποιούνται από τον Ελληνικό Στρατό και την Πολεμική Αεροπορία αντίστοιχα), δεν διαθέτει UCAV (Unmanned Combat Aerial Vehicles). Μη επανδρωμένα αεροσκάφη δηλαδή με τη δυνατότητα να μεταφέρουν όπλα και δη κατευθυνόμενα και με την παράλληλη δυνατότητα να εκτελούν αυτόνομα στοχοποίηση.
Οι χειριστές τους δηλαδή από τον σταθμό ελέγχου τους στο έδαφος να μπορούν να εντοπίσουν και να εγκλωβίσουν μέσω των συστημάτων τους (IR αισθητήρες, ή κάμερες ημέρας και καταδείκτες λέιζερ) και να τους προσβάλλουν χρησιμοποιώντας τα όπλα τους, επίγειους ή θαλάσσιους στόχους. Πρόκειται για μία δυνατότητα που οι Τούρκοι τώρα ενσωματώνουν στα Bayraktar και ιδίως στα μεγαλύτερα και βαρύτερα ANKA αξιοποιώντας όπλα εγχώριας ανάπτυξης.
Άποψή μας είναι ότι δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακρυά… Το να επενδύσουμε δηλαδή στην ανάπτυξη δικών μας αναγνωριστικών UAV Class II είναι εφικτό οικονομικά και τεχνικά. Το να επενδύσουμε στην ανάπτυξη UCAV και ειδικών όπλων (μικρού βάρους κατά κύριο λόγο…) που θα είναι κατάλληλα για να αξιοποιηθούν από αυτά, θεωρούμε ότι είναι κάτι (με βάση κυρίως τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας) εντελώς άστοχο και εντελώς παρακινδυνευμένο. Για πολλούς λόγους… Οι σημαντικότεροι είναι οι εξής:
1. Μπορούμε να αναζητήσουμε μεταχειρισμένο υλικό από τις ΗΠΑ. Το ότι δεν το έχουμε κάνει, ή το ότι δεν το έχουμε επιτύχει, θεωρούμε ότι είναι δική μας ευθύνη σε πολύ μεγάλο βαθμό.
2. Έχουμε τη δυνατότητα να κατασκευάσουμε μαζικά όχι οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη αλλά UAV μίας χρήσης, χαμηλού κόστους, τα οποία θα φέρουν πολεμική κεφαλή. Εκρηκτική ύλη δηλαδή… Για τη δε καθοδήγησή τους προς το στόχο, μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν χαμηλού κόστους συστήματα που υπάρχουν ακόμη και στο ελεύθερο εμπόριο…
Επειδή πολύς λόγος έγινε στο παρελθόν για το MQ-9 Reaper, οι Αμερικανοί φάνηκε ότι δεν είναι διατεθειμένοι να μας παραχωρήσουν τέτοια συστήματα. Αντί αυτού μας πρότειναν την αγορά του και μάλιστα ένα τέτοιο αεροσκάφος επιδείχθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στην 110 Πτέρυγα Μάχης στη Λάρισα.
Από την κατασκευάστρια GA-ASI (General Atomics Aeronautical Systems International), καθώς το αεροσκάφος δεν ανήκε στην USAF δεδομένου ότι έφερε πολιτικό νηολόγιο. Αν και μία τέτοια προοπτική δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για την Ελλάδα και την Πολεμική Αεροπορία, το κόστος είναι ο παράγοντας που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Αν και οι Αμερικανοί φέρονται να έχουν καταθέσει προσφορά στην Ελλάδα για την πώληση τριών MQ-9 Reaper με τον επίγειο εξοπλισμό υποστήριξης και ελέγχου του έναντι 50 εκατομμυρίων δολαρίων, το κόστος ανά αεροσκάφος αναφέρεται ότι φτάνει τα 17 εκατομμύρια δολάρια… χωρίς τον επίγειο εξοπλισμό.
Γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα πρόκειται για μεταχειρισμένο υλικό που θα προέλθει από την USAF, η οποία με τη σειρά της απέσυρε από την ενεργό υπηρεσία το παλαιότερο, μικρότερο και ελαφρύτερο MQ-1 Predator, το 2018.
Θεωρούμε ότι η απόκτηση αριθμού UCAV Predator, μαζί με τον επίγειο εξοπλισμό του και φυσικά μαζί με επαρκές απόθεμα ανταλλακτικών θα ήταν μία ικανοποιητική λύση για την Πολεμική Αεροπορία. Κυρίως επειδή θα την βοηθούσε με χαμηλό κόστος να εισαχθεί στη φιλοσοφία των επιχειρήσεων μέσω της αξιοποίησης UCAV.
Θα την βοηθούσε με άλλα λόγια να συγκροτήσει τουλάχιστον δύο πλήρεις Μοίρες ΜΕΑ (Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών), να εκπαιδεύσει προσωπικό (τεχνικούς και χειριστές) και να συμμετέχει σε ασκήσεις σε συνεργασία με Μοίρες μαχητικών, με μονάδες της Αεροπορίας Στρατού και των τεθωρακισμένων, αλλά και με μονάδες επιφανείας του ΠΝ.
Οι Κλάδοι που διαθέτουν στελέχη που διαθέτουν σημαντικές εμπειρίες στον τομέα θα μπορούσαν να συνεισφέρουν επιτελικά, ώστε να δοθεί διακλαδική προοπτική στο εγχείρημα, ο ένας να επωφεληθεί από την εξειδικευμένη εμπειρία του άλλου και να γίνουν σε βάθος κατανοητές οι επιχειρησιακές ανάγκες ενός εκάστου, ώστε να εξυπηρετηθούν με τον βέλτιστο και οικονομικά αποδοτικότερο τρόπο.
Εάν η προσπάθεια αναλωθεί σε “κόντρα” Επιτελείων, Κλάδων και Όπλων, ποιος θα ελέγχει και ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη νέα προσπάθεια των Ενόπλων Δυνάμεων, το “παιχνίδι” θα έχει χαθεί πριν καν ξεκινήσει.
Σημαντική προοπτική, ως πρώτο βήμα, είναι η απόκτηση με τη μέθοδο της χρονομερισματικής μίσθωσης (leasing) δύο UAV ισραηλινής προέλευσης, για την άμεση όσο το δυνατόν αξιοποίηση τόσο των δεδομένων που θα προσφέρουν, όσο και της τεράστιας εμπειρίας των Ισραηλινών στον τομέα αυτόν.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κυρίως να μην χάσουμε άλλο χρόνο… Ναι, η λύση των MQ-1 Predator μπορεί να μην είναι η καλύτερη δυνατή από επιχειρησιακής πλευράς, συν το ότι φυσικά θα απαιτήσει και τη δαπάνη κονδυλίων. Τίποτα όμως δεν είναι δωρεάν.
Από την άλλη πλευρά, επαναλαμβάνουμε, μία τέτοια εξέλιξη είναι καθοριστικής σημασίας ακριβώς επειδή θα μας εισαγάγει σε ένα επιχειρησιακό κομμάτι το οποίο μας είναι εντελώς άγνωστο και απρόσιτο αυτή τη στιγμή και από ότι φαίνεται και για αρκετό καιρό ακόμα. Λόγω των εξελίξεων με την πανδημία του κορονοϊου, η οποία δυστυχώς, κυρίως από οικονομικής πλευράς, δείχνει πως θα καθυστερήσει κι άλλο τη διαδικασία στοιχειώδους επανεξοπλισμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
defence-point
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου