Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[Μέρος τέταρτο: υπομνηματισμός των εδαφίων Ιω.11,41-42]
«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: ‘’Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’)»[Ιω.11,41-42].
Αυτό που πολλές φορές είπα, αυτό και τώρα θα πω, ότι ο Χριστός δεν αποβλέπει τόσο προς τη δική Του αξία, όσο προς τη σωτηρία τη δική μας, ούτε πώς να πει κάτι το σπουδαίο, αλλά κάτι που να μπορεί να μας προσελκύσει κοντά Του. Για τον λόγο αυτόν τα μεν υψηλά και μεγάλα νοήματα είναι λίγα στους λόγους Του και αυτά συγκεκαλυμμένα, ενώ τα ταπεινά και ασήμαντα νοήματα καταπλημμυρίζουν τους λόγους Του. Επειδή δηλαδή με αυτά συγκινούνταν περισσότερο, αυτά και προτιμά, και ούτε αυτά τα φανερώνει εξ ολοκλήρου ώστε να μη βλαφτούν όσοι θα πίστευαν στο μέλλον, ούτε τα αποσιωπά, ώστε να μη σκανδαλισθούν οι τότε πιστοί· διότι εκείνοι μεν που εξήλθαν από την ταπεινότητα θα μπορέσουν και από ένα υψηλό δόγμα να αντιληφθούν το παν, ενώ εκείνοι που εξακολουθούν να ζουν στην ταπεινότητα, εάν δεν τα άκουγαν αυτά πολλές φορές, δε θα ήταν δυνατόν ούτε καν να Τον πλησιάσουν.
Όταν λοιπόν ούτε και μετά από τα τόσα βλέπουν και ακούνε δε μένουν κοντά Του, αλλά και Τον λιθοβολούν και Τον εκδιώκουν και προσπαθούν να Τον φονεύσουν και Τον ονομάζουν βλάσφημο, και όταν μεν εξισώνει τον εαυτό Του με τον Θεό, λέγουν τα εξής: «τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;(: Γιατί ο άνθρωπος αυτός μιλάει έτσι και ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιός άλλος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνον ένας, ο Θεός;»[Μαρκ.2,7],ενώ όταν λέγει: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(:έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)»[Ματθ.9,2], Τον αποκαλούν ακόμη και δαιμονισμένο, όπως ακριβώς πάλι και όταν λέγει ότι αυτός που ακούει τα λόγια Του δεν έχει να φοβηθεί τον θάνατο, ή και όταν λέγει «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι’ αυτό είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» [Ιω.14,10], Τον εγκαταλείπουν, και σκανδαλίζονται πάλι, όταν λέγει ότι έχει κατεβεί από τον ουρανό, τότε λοιπόν καμία απολογία δε θα έχουν ενώπιον του φοβερού βήματος του Κυρίου κατά την ημέρα της τελικής κρίσεως.
Εάν λοιπόν δεν υπέφεραν αυτά που σπανίως λέγονταν, με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να Τον προσέχουν και εάν όλος ο λόγος Του ήταν γεμάτος από υψηλά νοήματα και εκφράζονταν με αυτόν τον τρόπο. Όταν λοιπόν λέγει «καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ(:σύμφωνα με την εντολή που μου έδωσε ο Πατέρας, ο οποίος θέλει με το θάνατό μου να σωθούν οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς κάνω)»[Ιω. 14,31] και ότι «κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(:Και εμένα γνωρίζετε και από πού κατάγομαι ξέρετε. Αλλά η γνώση σας αυτή δεν είναι πλήρης. Εσείς γνωρίζετε μόνο ότι είμαι από τη Ναζαρέτ. Κι όμως δεν έχω έλθει από μόνος μου, όπως εσείς υποθέτετε, αλλά η αποστολή μου είναι γνήσια και αληθινή, διότι είναι πραγματικός και αληθινός ο Θεός που με έστειλε, αλλά εσείς δεν τον γνωρίζετε)» [Ιω. 7,28], τότε πιστεύουν. Και το ότι τότε γίνεται φανερό από το ότι το επισήμανε αυτό ο Ευαγγελιστής με τα λόγια, «Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν(:Και καθώς τα έλεγε αυτά ο Ιησούς, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας)»[Ιω. 8,30].
Εάν λοιπόν οι μεν ταπεινοί λόγοι προσείλκυαν στην πίστη, οι δε υψηλοί απομάκρυναν, πώς δεν αποτελεί μεγίστη ανοησία να μη θεωρούμε ότι οι ταπεινοί λόγοι ειπώθηκαν εξαιτίας των ακροατών; Διότι και σε άλλη περίπτωση, θέλοντας να πει κάτι το σπουδαίο, σιώπησε, αφού πρόσθεσε αυτήν την αιτία και είπε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον (:Για να μην τους σκανδαλίσουμε όμως και παρεξηγώντας το παράδειγμά μας παρακινηθούν απ’ αυτό να περιφρονούν τον ναό, πήγαινε στη θάλασσα και ρίξε το αγκίστρι)» [Ματθ.17,27], πράγμα λοιπόν που κάνει και εδώ· διότι μετά τα λόγια: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς)», πρόσθεσε «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον ,ἵνα πιστεύσωσιν(:αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)». Μήπως είναι δικά μας τα λόγια; Μήπως είναι ανθρώπινη σκέψη; Όταν λοιπόν κανείς δεν ανέχεται από τα γραμμένα να πειστεί, διότι σκανδαλίζονταν με τα υψηλού περιεχομένου λόγια, ακούγοντας τον Χριστό να λέγει ότι γι' αυτό ομιλεί με ταπεινά λόγια, για να μη σκανδαλισθούν, πώς λοιπόν θα σκεφτεί ότι είναι λόγια ευτελή εκ φύσεως και όχι εκ συγκαταβάσεως;
Έτσι και σε άλλη περίπτωση, όταν ακούστηκε φωνή από τον ουρανό, έλεγε: «οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς(:Δεν έγινε η φωνή αυτή για μένα, που γνωρίζω πόσο πολύ με αγαπά ο Πατέρας μου, αλλά για σας˙ για να πληροφορηθείτε ότι αυτός με έχει αποστείλει στον κόσμο)» [Ιω.12,30], αν και βέβαια εκείνος που διαθέτει πνευματικό ύψος μπορεί να χρησιμοποιεί πολλές ταπεινές εκφράσεις για τον εαυτό του, ενώ ο ταπεινός δεν επιτρέπεται να λέγει για τον εαυτό του κάτι το ανώτερο και το υψηλό. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται αυτό από συγκατάβαση και έχει ως αιτία την πνευματική αδυναμία των διδασκομένων, και πόσο μάλλον να τους προτρέψει στο να αποβλέπουν προς την ταπεινοφροσύνη και να τους υπενθυμίσει ότι περιβάλλονται από σάρκα και να διδάξει τους ακροατές να μη λένε τίποτε το μεγάλο για τον εαυτό τους· επίσης να ήθελε στην προκειμένη περίπτωση ο Κύριος να δείξει το ότι Τον θεωρούσαν αντίθετο από τον Θεό και το ότι δεν γινόταν πιστευτό ότι είχε έλθει από τον Θεό και το ότι Τον υποπτεύονταν ότι τάχα κατέλυε τον νόμο και ότι Τον φθονούσαν οι ακροατές και το ότι είχαν εχθρική διάθεση απέναντί Του (διότι έλεγε ότι είναι ίσος με τον Θεό).Στη δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, το να είναι κανείς ταπεινός και να λέγει για τον εαυτό του κάτι το υψηλό, δεν έχει πραγματικά καμία αιτία ούτε εύλογη ούτε παράλογη, αλλά είναι μόνο ανοησία, αναίδεια και τόλμη ασυγχώρητη.
Για ποιο λόγο λοιπόν ομιλεί με ταπεινές εκφράσεις ο Κύριος, ενώ προέρχεται από την απερίγραπτη και μεγάλη εκείνη ουσία; Και εξαιτίας των όσων ειπώθηκαν και για να μη θεωρηθεί αγέννητος· καθόσον ο Παύλος φαίνεται να φοβάται κάτι παρόμοιο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε: «πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα(:διότι, όπως διακηρύσσεται στους ψαλμούς, ο Πατήρ υπέταξε κάτω από τα πόδια του Χριστού τα πάντα, άρα λοιπόν και τον θάνατο. Όταν λοιπόν ο Θεός και Πατήρ πει στον Χριστό ότι «όλα πλέον έχουν υποταχθεί σε Εσένα» θα είναι φανερό ότι από την υποταγή αυτή θα εξαιρείται ο Θεός και Πατήρ, ο οποίος υπέταξε στον Χριστό τα πάντα)»[Α΄Κορ.15,27]· διότι αυτό θα ήταν ασέβεια και το να το σκεφτεί κανείς.
Εάν λοιπόν ήταν κατώτερος από τον Πατέρα Του και είχε διαφορετική ουσία και θεωρείτο ίσος, δε θα έκανε τα πάντα, ώστε να μη σχηματιστεί αυτή η γνώμη; Ενώ τώρα Αυτός κάνει το αντίθετο, λέγοντας: «εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι(:Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα που μου ζητά ο Πατέρας μου και με βοηθά να τα εκτελώ, και ουσιαστικά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέρα μου, μην πιστεύετε στη μαρτυρία του στόματός μου και στις δικές μου διαβεβαιώσεις)»[Ιω.10,37]· και με το να λέγει δε ότι «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» [Ιω.14,10].
Έπρεπε επίσης, εάν ήταν βέβαια κατώτερος, με πολλή σφοδρότητα να εξαλείψει αυτήν την σκέψη, και ούτε καν να πει: ««ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» ή ότι «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν(:εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα κι έχουμε την ίδια φύση και την ίδια δύναμη και θέληση και εξουσία˙ όλα τα έχουμε κοινά)» [Ιω.10,30] ή ότι «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα(:Εκείνος που έχει δει εμένα κι έχει εκτιμήσει κατάλληλα την αλήθεια της διδασκαλίας μου, την αγιότητα της ζωής μου και τη θαυματουργική δράση μου, είδε και τον Πατέρα. Διότι εγώ είμαι ο φυσικός Υιός του, και μέσα από την ανθρώπινη φύση μου εκλάμπει η αλήθεια και η δόξα και η αγιότητα του Πατρός μου)» [Ιω. 14,9].
Καθόσον και όταν μιλούσε για τη δύναμη έλεγε: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» [Ιω.10,30]· και όταν ομιλούσε για την εξουσία, πάλι έλεγε: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:Ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω. 5,21], πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να το κάνει εάν ήταν από άλλη ουσία. Και αν ακόμη ήταν δυνατό αυτό, δεν έπρεπε να το πει, για να μη σκεφτούν ότι είναι Αυτός και ο Πατήρ μία και η ίδια ουσία· διότι, εάν για να μην υποπτευτούν ότι είναι αντίθετος με τον Θεό, πολλές φορές λέγει και αυτά που δεν ταιριάζουν σε Αυτόν, πολύ περισσότερο έπρεπε τότε.
Τώρα όμως με το να λέγει «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα (:Κι έδωσε ο Πατήρ όλη αυτή την εξουσία στον Υιό, για να τιμούν και να λατρεύουν όλοι τον Υιό όπως τιμούν και λατρεύουν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που τον απέστειλε στον κόσμο) [Ιω.5,23], καθώς επίσης, «ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ(:Αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό Του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ. Διότι είναι κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού)» [Ιω.5,19], και το να ονομάζει τον εαυτό Του ανάσταση και ζωή και φως του κόσμου, αποδεικνύουν ότι εξισώνει τον εαυτό Του με τον Πατέρα και φανερώνουν τη γνώμη που είχαν εκείνοι.
Είδες πως λέγει τόσα πολλά και απολογείται ότι δεν καταργεί τον νόμο, ενώ τη γνώμη της ισότητάς Του προς τον Πατέρα όχι μόνο δεν απορρίπτει, αλλά και την επιβεβαιώνει: Έτσι και όταν είπαν ότι «περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν(:Δεν θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για κάποιο καλό έργο από εκείνα που λες ότι έκανες. Αλλά θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για τη βλασφημία που ξεστόμισες, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό και λες ότι είσαι ένα με τον Θεό)»[Ιω. 10,33], το επιβεβαίωσε αυτό από την ισότητα των έργων Του.
Και γιατί λέγω ότι ο Υιός το έκανε αυτό, την στιγμή που και ο Πατέρας που δεν έλαβε σάρκα, κάνει το ίδιο; Καθόσον και Αυτός ανεχόταν να λέγονται πολλά ταπεινά για αυτόν χάριν της σωτηρίας των ακροατών· διότι το «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;(: Αδάμ, πού είσαι;)»[Γεν.3,9] και το «εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ(:θα κατεβώ λοιπόν εκεί, για να δω εάν πράγματι οι αμαρτίες τους είναι όπως οι κραυγές που ανέρχονται προς εμένα ή όχι. Οπωσδήποτε θέλω να μάθω)»[Γεν. 18,21] και το «νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν(:διότι τώρα κατάλαβα καλά ότι εσύ σέβεσαι και λατρεύεις τον Θεό)»[Γεν. 22,12] και το «ἐὰν ἄρα ἀκούσωσι(:ίσως και να υπακούσουν)»» [Ιεζ. 3,11] και το «ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι(:ίσως και συνετιστούν)» και «τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς(: ποιος θα δώσει σε αυτούς μία τέτοια καρδιά ώστε να με ευλαβούνται;)» [Δευτ. 5,29] και οι λόγοι «οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε(: κανένας από τους θεούς των ειδωλολατρικών λαών δεν μπορεί να συγκριθεί με Εσένα, Κύριε)» [Ψαλμ.85,8] και πολλά άλλα παρόμοια εάν ήθελε κάποιος να εκλέξει από την Παλαιά Διαθήκη, θα τα βρει να είναι ανάξια της αξίας του Θεού.
Και στην περίπτωση του Αχαάβ έχει λεχθεί: «τίς ἀπατήσει τὸν Ἀχαὰβ(:ποιος και με ποιο τρόπο θα εξαπατήσει τον Αχαάβ;)»[Β΄Παραλ. 18,19]. Και το να συγκρίνει αυτόν συνεχώς με τους ειδωλολατρικούς θεούς, όλα αυτά είναι ανάξια του Θεού, υπό άλλη όμως σκοπιά γίνονται άξια· καθόσον τόσο φιλάνθρωπος είναι, ώστε χάριν της σωτηρίας μας να παραβλέπει και τους λόγους εκείνους που αρμόζουν στην αξία Του· διότι και το ότι έγινε άνθρωπος είναι ανάξιο, και το ότι έλαβε μορφή δούλου και μιλούσε με ταπεινά λόγια και περιβαλλόταν τα ταπεινά, είναι μεν ανάξια γι΄Αυτόν , εάν κάποιος ήθελε να συγκρίνει προς τη θεία εκείνη αξία, άξια δε, εάν αναλογιστεί κανείς τον απερίγραπτο πλούτο της φιλανθρωπίας Του.
Υπάρχει επίσης και άλλη αιτία της ταπεινότητας των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Ποια είναι αυτή; Το ότι τον μεν Πατέρα και Τον γνώρισαν και Τον ομολογούσαν, ενώ Αυτόν δεν Τον γνώρισαν. Για τον λόγο αυτόν καταφεύγει συνεχώς σε Εκείνον που έχει ομολογηθεί, επειδή Αυτός δεν ήταν ακόμη αξιόπιστος. Όχι λόγω της δικής Του ευτέλειας, αλλά εξαιτίας της αφροσύνης των ακροατών και της πνευματικής αδυναμίας τους. Για τον λόγο αυτόν και προσεύχεται και λέγει: «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες)». Διότι, εάν ζωοποιεί εκείνους που θέλει και ζωοποιεί όπως και ο Πατήρ, για ποιο λόγο παρακαλεί τον Πατέρα;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
[συνεχίζεται]
ΦΜ
ΦΜ
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου