Tης Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου
Πολλαπλά εκτεθειμένη είναι η συγκυβέρνηση μετά την πρόσφατη απόφαση του ECOFIN. Την δραματική εβδομάδα που καταδικάστηκε η Κύπρος με τις δύο αποφάσεις του ECOFIN για τις τράπεζες της και το κούρεμα των καταθέσεων, η ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο είχε αρχικά αποδεχθεί με την πρώτη απόφαση το κούρεμα των καταθέσεων κάτω των 100.000 Ευρώ, αλλά στη συνέχεια διαβεβαίωνε ότι η δεύτερη απόφαση ήταν μεμονωμένη
αποκλειστικά για την Κύπρο. Κάθε φωνή κριτικής που επεσήμανε το προφανές ότι αποτελούσε προηγούμενο και αλλαγή της συνολικής Ευρωπαϊκής πολιτικής με σοβαρές συνέπειες μελλοντικά για τη χώρα μας και συνολικά για τον δοκιμαζόμενο Νότο χαρακτηρίσθηκε ως λαϊκισμός και κινδυνολογία. Για όποιον όμως έχει στοιχειώδη γνώση της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντίληψη της επικρατούσας δυστυχώς σήμερα στρατηγικής, ήταν φανερό ότι η απόφαση της Κύπρου άνοιξε το επόμενο κεφάλαιο στην στυγνή νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρωζώνη.
Μετά την απόφαση του ECOFIN , η προσπάθεια στοχεύει στην υποβάθμιση των συνεπειών της και στην προβολή της κουτοπόνηρης άποψης ότι, αφού αφορά κατ ’αρχήν τους καταθέτες άνω των 100.00 ευρώ, ο μέσος πολίτης, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος, ο άνεργος που έχει γονατίσει από την λιτότητα και την ύφεση δεν έχει λόγω ανησυχίας.
Που όμως οδηγεί η απόφαση του ECOFIN;
1ον. Θα οδηγήσει σε ροή κεφαλαίων από τον Νότο στον Βορρά, αλλά τελικά και εκτός Ευρώπης, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι η προσπάθεια στοχεύει στον επαναπατρισμό κεφαλαίων, στην προσέλκυση νέων, και στην αντιμετώπιση της μεγάλης φοροδιαφυγής και των φορολογικών παραδείσων.
2ον. Θα αποτελέσει μεγάλο χτύπημα στο ήδη αποδυναμωμένο Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα, με δύο άμεσες συνέπειες στην πραγματική οικονομία και στην προσπάθεια ανάκαμψης. Οι Τράπεζες θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη εσωστρέφεια και νέα εμπόδια θα αναπτυχθούν στην ρευστότητα, σε μια περίοδο που έχει στεγνώσει και ασφυκτιά κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα θα δούμε να πολλαπλασιάζονται και να αναπτύσσονται στη χώρα μας τα παραρτήματα «ασφαλών» Γερμανικών και άλλων βόριων τραπεζών, καθώς και επενδυτικών funds που η λειτουργία τους δεν θα εντάσσεται στην αντίληψη της στήριξης της παραγωγικής βάσης και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ ο δανεισμός θα γίνεται με ακόμη πιο δυσχερείς και δυσμενείς όρους.
3ον. Μετά τις γερμανικές εκλογές θα τεθεί ξανά το ζήτημα της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και συνεπώς ενός νέου κουρέματος του. Το θέτει επίσημα το Δ.Ν.Τ., συζητείται άτυπα στις Βρυξέλλες, απλώς πέρυσι τον Οκτώβρη πήρε παράταση ενός χρόνου. Σ ’αυτήν την προοπτική, με βάση τις νέες αποφάσεις του ECOFIN, και χωρίς καμία διάθεση κινδυνολογίας, θα τεθεί εκ νέου ζήτημα βιωσιμότητας των τραπεζών και εφαρμογής μεταξύ άλλων της απόφασης περί καταθέσεων.
4ον. Η απόφαση αυτή δεν είναι μεμονωμένη, ακολουθεί την επιβολή της νεοφιλελεύθερης περιοριστικής πολιτικής συνολικά στην Ευρωζώνη, και την σταδιακή μετατροπή του Ευρωπαϊκού Νότου σε χώρο φθηνής εργασίας, κερδοσκοπικών επενδύσεων και οικονομικής χειραγώγησης ως προς τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
Η αντίληψη του καταθέτη που μετατρέπεται σε επενδυτή δεν θα σταματήσει εδώ. Ο πολίτης, αφού μετατρέπεται από δικαιούχο δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών ενός κοινωνικού κράτους σε απροστάτευτο εργαζόμενο και πελάτη κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών με ιδιωτικά κριτήρια, το επόμενο βήμα θα είναι η αμφισβήτηση του δημόσιου χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος και η σταδιακή μετάλλαξη του σε σύστημα κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα.
Με την αδυναμία και την τραγική ανοχή των κυβερνήσεων του Νότου το Ευρωπαϊκό όραμα μετατρέπεται σε εφιάλτη, που τελικά αποδυναμώνει και υπονομεύει την προοπτική της Ευρωζώνης. Πέραν από επικοινωνιακές στρατηγικές περί Success Story, είναι πλέον φανερό ότι αυτή η πολιτική υπονομεύει τις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Αρχές και τη δημοκρατική λειτουργία των χωρών του Νότου, ενώ είναι αδιέξοδη οικονομικά και κοινωνικά τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η Ευρωπαϊκή αφύπνιση και η συγκρότηση μετώπου αλλαγής αυτής της πολιτικής. Και, επειδή οι υποστηρικτές του μονόδρομου καλλιεργούν τον φόβο και συνεχώς προβάλλουν το ανέφικτο μιας νέας διαπραγμάτευσης και της αλλαγής πορείας, την απάντηση την δίνει η ζοφερή πραγματικότητα, η αδιέξοδη προοπτική και η ίδια η ιστορική εξέλιξη της Ευρώπης. Τα αυξανόμενα προβλήματα και οι εξελίξεις στις χώρες του Νότου, δημιουργούν, παρά τις υπαρκτές δυσκολίες, νέα δεδομένα αλλαγής συσχετισμών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια στρατηγική νέας διαπραγμάτευσης με ισχυρή λαϊκή εντολή και αντίληψη νέων Ευρωπαϊκών συμμαχιών έχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης εξελίξεων.
Πηγή: kapistri
Πολλαπλά εκτεθειμένη είναι η συγκυβέρνηση μετά την πρόσφατη απόφαση του ECOFIN. Την δραματική εβδομάδα που καταδικάστηκε η Κύπρος με τις δύο αποφάσεις του ECOFIN για τις τράπεζες της και το κούρεμα των καταθέσεων, η ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο είχε αρχικά αποδεχθεί με την πρώτη απόφαση το κούρεμα των καταθέσεων κάτω των 100.000 Ευρώ, αλλά στη συνέχεια διαβεβαίωνε ότι η δεύτερη απόφαση ήταν μεμονωμένη
αποκλειστικά για την Κύπρο. Κάθε φωνή κριτικής που επεσήμανε το προφανές ότι αποτελούσε προηγούμενο και αλλαγή της συνολικής Ευρωπαϊκής πολιτικής με σοβαρές συνέπειες μελλοντικά για τη χώρα μας και συνολικά για τον δοκιμαζόμενο Νότο χαρακτηρίσθηκε ως λαϊκισμός και κινδυνολογία. Για όποιον όμως έχει στοιχειώδη γνώση της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντίληψη της επικρατούσας δυστυχώς σήμερα στρατηγικής, ήταν φανερό ότι η απόφαση της Κύπρου άνοιξε το επόμενο κεφάλαιο στην στυγνή νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρωζώνη.
Μετά την απόφαση του ECOFIN , η προσπάθεια στοχεύει στην υποβάθμιση των συνεπειών της και στην προβολή της κουτοπόνηρης άποψης ότι, αφού αφορά κατ ’αρχήν τους καταθέτες άνω των 100.00 ευρώ, ο μέσος πολίτης, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος, ο άνεργος που έχει γονατίσει από την λιτότητα και την ύφεση δεν έχει λόγω ανησυχίας.
Που όμως οδηγεί η απόφαση του ECOFIN;
1ον. Θα οδηγήσει σε ροή κεφαλαίων από τον Νότο στον Βορρά, αλλά τελικά και εκτός Ευρώπης, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι η προσπάθεια στοχεύει στον επαναπατρισμό κεφαλαίων, στην προσέλκυση νέων, και στην αντιμετώπιση της μεγάλης φοροδιαφυγής και των φορολογικών παραδείσων.
2ον. Θα αποτελέσει μεγάλο χτύπημα στο ήδη αποδυναμωμένο Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα, με δύο άμεσες συνέπειες στην πραγματική οικονομία και στην προσπάθεια ανάκαμψης. Οι Τράπεζες θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη εσωστρέφεια και νέα εμπόδια θα αναπτυχθούν στην ρευστότητα, σε μια περίοδο που έχει στεγνώσει και ασφυκτιά κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα θα δούμε να πολλαπλασιάζονται και να αναπτύσσονται στη χώρα μας τα παραρτήματα «ασφαλών» Γερμανικών και άλλων βόριων τραπεζών, καθώς και επενδυτικών funds που η λειτουργία τους δεν θα εντάσσεται στην αντίληψη της στήριξης της παραγωγικής βάσης και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ ο δανεισμός θα γίνεται με ακόμη πιο δυσχερείς και δυσμενείς όρους.
3ον. Μετά τις γερμανικές εκλογές θα τεθεί ξανά το ζήτημα της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και συνεπώς ενός νέου κουρέματος του. Το θέτει επίσημα το Δ.Ν.Τ., συζητείται άτυπα στις Βρυξέλλες, απλώς πέρυσι τον Οκτώβρη πήρε παράταση ενός χρόνου. Σ ’αυτήν την προοπτική, με βάση τις νέες αποφάσεις του ECOFIN, και χωρίς καμία διάθεση κινδυνολογίας, θα τεθεί εκ νέου ζήτημα βιωσιμότητας των τραπεζών και εφαρμογής μεταξύ άλλων της απόφασης περί καταθέσεων.
4ον. Η απόφαση αυτή δεν είναι μεμονωμένη, ακολουθεί την επιβολή της νεοφιλελεύθερης περιοριστικής πολιτικής συνολικά στην Ευρωζώνη, και την σταδιακή μετατροπή του Ευρωπαϊκού Νότου σε χώρο φθηνής εργασίας, κερδοσκοπικών επενδύσεων και οικονομικής χειραγώγησης ως προς τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
Η αντίληψη του καταθέτη που μετατρέπεται σε επενδυτή δεν θα σταματήσει εδώ. Ο πολίτης, αφού μετατρέπεται από δικαιούχο δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών ενός κοινωνικού κράτους σε απροστάτευτο εργαζόμενο και πελάτη κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών με ιδιωτικά κριτήρια, το επόμενο βήμα θα είναι η αμφισβήτηση του δημόσιου χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος και η σταδιακή μετάλλαξη του σε σύστημα κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα.
Με την αδυναμία και την τραγική ανοχή των κυβερνήσεων του Νότου το Ευρωπαϊκό όραμα μετατρέπεται σε εφιάλτη, που τελικά αποδυναμώνει και υπονομεύει την προοπτική της Ευρωζώνης. Πέραν από επικοινωνιακές στρατηγικές περί Success Story, είναι πλέον φανερό ότι αυτή η πολιτική υπονομεύει τις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Αρχές και τη δημοκρατική λειτουργία των χωρών του Νότου, ενώ είναι αδιέξοδη οικονομικά και κοινωνικά τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η Ευρωπαϊκή αφύπνιση και η συγκρότηση μετώπου αλλαγής αυτής της πολιτικής. Και, επειδή οι υποστηρικτές του μονόδρομου καλλιεργούν τον φόβο και συνεχώς προβάλλουν το ανέφικτο μιας νέας διαπραγμάτευσης και της αλλαγής πορείας, την απάντηση την δίνει η ζοφερή πραγματικότητα, η αδιέξοδη προοπτική και η ίδια η ιστορική εξέλιξη της Ευρώπης. Τα αυξανόμενα προβλήματα και οι εξελίξεις στις χώρες του Νότου, δημιουργούν, παρά τις υπαρκτές δυσκολίες, νέα δεδομένα αλλαγής συσχετισμών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια στρατηγική νέας διαπραγμάτευσης με ισχυρή λαϊκή εντολή και αντίληψη νέων Ευρωπαϊκών συμμαχιών έχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης εξελίξεων.
Πηγή: kapistri
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου