Γράφει ο Θανάσης Νικολαΐδης
ΠΟΥ κρύβεται και χάθηκε το πατροπαράδοτο φιλότιμο του (νεο)έλληνα; Στον εξαφανισμένο μάρτυρα ενός τροχαίου «μη μπλέξει»; Στα δικαστήρια όπου καταστρώνει σχέδια για τα ψέματα που θα ξεφουρνίσει, αν και ορκίστηκε «να είπη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια»; Με τους ψευδομάρτυρες που θ’ αραδιάσει για να γλυτώσει το τομάρι του; Κι αφού…ξεγελάσουν(!;) τους δικαστές που αποφάσισαν βάσει ολιγάριθμων μαρτύρων και πολυάριθμων ψευδομαρτύρων, τραβούν για γλέντι ομαδικό, ως…νικητές, το βράδυ, στα μπουζούκια. Εκεί, με «ήρωες» του ματς των νικητών, τριγύρω «φίλαθλοι» ομοϊδεάτες, κι είχαν ρόλο χούλιγκαν, πριν από λίγες ώρες.
ΚΑΙ προσποιούνται οι τελευταίοι τον κακομοίρη, αν κάποτε πιαστούν, τον άμωμο μπροστά στους δικαστές. Κι άμα λάχει και κάποιου κουκουλοφόρου τραβήξουν την κουκούλα; Θα κλαψουρίζει απαρηγόρητος, αρνούμενος τα πάντα κι από αύριο ξανά πέτρες, στειλιάρια και αλυσίδες. Καταπώς ταιριάζει σε…ήρωες και παλικάρια. Είναι συνήθεια, έθος και πρακτική δρόμος άνανδρων για σκαπουλάρισμα κι άσε τους ευθείς, ειλικρινείς και μπεσαλήδες να ξεμπλέξουν, αγκαλιά με την αλήθεια σαν…κορόιδα.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑΜΕ στην (τηλεοπτική) θέα της…ζαρντινιέρας. Δεν σβήνει απ’ τη μνήμη το άγριο ξύλο, υπαίθριο, βάρβαρο και αναίτιο(!)-δεν πήγε το μυαλό των «παλικαριών» στην κάμερα, τυχαία στημένη για να τους απαθανατίσει. Χτυπούσαν τον πεσμένο κύπριο σπουδαστή θυμίζοντας τους «γκρίζους λύκους». Δεν τον ξέκαναν όπως με ρόπαλα τον Σολωμού, ξέκαναν την ψυχή του, που δεν μπορεί να συνέλθει. Βασάνιζαν, και ο…συνάδελφος (ίσως και βαθμοφόρος) απολάμβανε το θέαμα, ακίνητος κι αμέτοχος, ζυγιάζοντας τα (τυφλά) χτυπήματα, μέχρι να τελειώσει η ιεροτελεστία. Ήταν ο νόμος στις γροθιές και στα ποδάρια που κλωτσούσαν. Χωμένος λάθρα σε γαλόνια φορεμένα σε αδιάφορους ώμους.
ΜΕΤΑ τη χούντα κι όταν ρουφούσε ο λαός τα βιβλία με μαρτυρίες βασανισθέντων, ένας (σακατεμένος απ’ το ξύλο), έγραφε για τους Χατζηζήσηδες, Θεοφιλογιαννάκους (η δημοκρατία τον έκανε…στρατιώτη) και αξιωματικούς της Ασφάλειας. «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να χωνέψω πως έδερναν και, στο…διάλλειμα, τηλεφωνούσαν π.χ. στη γυναίκα τους, κλείνοντας: Να μου φιλήσεις τα παιδιά».
ΣΕΒΑΣΤΗ η απόφαση της Δικαιοσύνης κι ας μην είναι αρεστή (ας όψονται οι μάρτυρες με την ύπαρξη κι άλλοι με την…ανυπαρξία τους), άσβεστη και η μνήμη της ζαρντινιέρας. Και, βέβαια, μη ξεχνάμε την εντιμότητα του κ. Γ. Μυλόπουλου (μετέπειτα πρύτανη του ΑΠΘ) να καταθέσει την αλήθεια, ως τυχαίος περαστικός, αυτόπτης του επεισοδίου.
ΑΥΤΑ και να μας λείψουν οι…ζαρντινιέρες απ’ τη Θεσσαλονίκη των πολιτικών παθών και βιωμάτων, απ’ την Ελλάδα της δημοκρατίας.
ΠΟΥ κρύβεται και χάθηκε το πατροπαράδοτο φιλότιμο του (νεο)έλληνα; Στον εξαφανισμένο μάρτυρα ενός τροχαίου «μη μπλέξει»; Στα δικαστήρια όπου καταστρώνει σχέδια για τα ψέματα που θα ξεφουρνίσει, αν και ορκίστηκε «να είπη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια»; Με τους ψευδομάρτυρες που θ’ αραδιάσει για να γλυτώσει το τομάρι του; Κι αφού…ξεγελάσουν(!;) τους δικαστές που αποφάσισαν βάσει ολιγάριθμων μαρτύρων και πολυάριθμων ψευδομαρτύρων, τραβούν για γλέντι ομαδικό, ως…νικητές, το βράδυ, στα μπουζούκια. Εκεί, με «ήρωες» του ματς των νικητών, τριγύρω «φίλαθλοι» ομοϊδεάτες, κι είχαν ρόλο χούλιγκαν, πριν από λίγες ώρες.
ΚΑΙ προσποιούνται οι τελευταίοι τον κακομοίρη, αν κάποτε πιαστούν, τον άμωμο μπροστά στους δικαστές. Κι άμα λάχει και κάποιου κουκουλοφόρου τραβήξουν την κουκούλα; Θα κλαψουρίζει απαρηγόρητος, αρνούμενος τα πάντα κι από αύριο ξανά πέτρες, στειλιάρια και αλυσίδες. Καταπώς ταιριάζει σε…ήρωες και παλικάρια. Είναι συνήθεια, έθος και πρακτική δρόμος άνανδρων για σκαπουλάρισμα κι άσε τους ευθείς, ειλικρινείς και μπεσαλήδες να ξεμπλέξουν, αγκαλιά με την αλήθεια σαν…κορόιδα.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑΜΕ στην (τηλεοπτική) θέα της…ζαρντινιέρας. Δεν σβήνει απ’ τη μνήμη το άγριο ξύλο, υπαίθριο, βάρβαρο και αναίτιο(!)-δεν πήγε το μυαλό των «παλικαριών» στην κάμερα, τυχαία στημένη για να τους απαθανατίσει. Χτυπούσαν τον πεσμένο κύπριο σπουδαστή θυμίζοντας τους «γκρίζους λύκους». Δεν τον ξέκαναν όπως με ρόπαλα τον Σολωμού, ξέκαναν την ψυχή του, που δεν μπορεί να συνέλθει. Βασάνιζαν, και ο…συνάδελφος (ίσως και βαθμοφόρος) απολάμβανε το θέαμα, ακίνητος κι αμέτοχος, ζυγιάζοντας τα (τυφλά) χτυπήματα, μέχρι να τελειώσει η ιεροτελεστία. Ήταν ο νόμος στις γροθιές και στα ποδάρια που κλωτσούσαν. Χωμένος λάθρα σε γαλόνια φορεμένα σε αδιάφορους ώμους.
ΜΕΤΑ τη χούντα κι όταν ρουφούσε ο λαός τα βιβλία με μαρτυρίες βασανισθέντων, ένας (σακατεμένος απ’ το ξύλο), έγραφε για τους Χατζηζήσηδες, Θεοφιλογιαννάκους (η δημοκρατία τον έκανε…στρατιώτη) και αξιωματικούς της Ασφάλειας. «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να χωνέψω πως έδερναν και, στο…διάλλειμα, τηλεφωνούσαν π.χ. στη γυναίκα τους, κλείνοντας: Να μου φιλήσεις τα παιδιά».
ΣΕΒΑΣΤΗ η απόφαση της Δικαιοσύνης κι ας μην είναι αρεστή (ας όψονται οι μάρτυρες με την ύπαρξη κι άλλοι με την…ανυπαρξία τους), άσβεστη και η μνήμη της ζαρντινιέρας. Και, βέβαια, μη ξεχνάμε την εντιμότητα του κ. Γ. Μυλόπουλου (μετέπειτα πρύτανη του ΑΠΘ) να καταθέσει την αλήθεια, ως τυχαίος περαστικός, αυτόπτης του επεισοδίου.
ΑΥΤΑ και να μας λείψουν οι…ζαρντινιέρες απ’ τη Θεσσαλονίκη των πολιτικών παθών και βιωμάτων, απ’ την Ελλάδα της δημοκρατίας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου