Γράφει ο Π. Ήφαιστος
1. Εκτροχιασμός του δημόσιου και επιστημονικού λόγου και η ανάγκη για πολιτικό ορθολογισμό.
2. Μόνος άξονας η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία και ελευθερία. Tο σχέδιο Αναν.
3. Ιστορίες, ιστοριούλες, ανέκδοτα, δίκη προθέσεων και το πολιτικό θέατρο του παραλόγου, το σχέδιο Άτσεσον και ο Γιώργος Λιλλήκας.
4. Το σχέδιο Άτσεσον. Μερικές στρατηγικές πτυχές.
5. «Ιστορία», γνώση, γνώμη, ηθικοπρακτικές προεκτάσεις και μια πολιτική εκτίμηση-θέση για τις κυπριακές προεδρικές εκλογές.
1. Εκτροχιασμός του δημόσιου και επιστημονικού λόγου και η ανάγκη για πολιτικό ορθολογισμό.
2. Μόνος άξονας η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία και ελευθερία. Tο σχέδιο Αναν.
3. Ιστορίες, ιστοριούλες, ανέκδοτα, δίκη προθέσεων και το πολιτικό θέατρο του παραλόγου, το σχέδιο Άτσεσον και ο Γιώργος Λιλλήκας.
4. Το σχέδιο Άτσεσον. Μερικές στρατηγικές πτυχές.
5. «Ιστορία», γνώση, γνώμη, ηθικοπρακτικές προεκτάσεις και μια πολιτική εκτίμηση-θέση για τις κυπριακές προεδρικές εκλογές.
- Εκτροχιασμός του δημόσιου και επιστημονικού λόγου και η ανάγκη για πολιτικό ορθολογισμό.
Μερικές μόνο εβδομάδες πριν τις προεδρικές εκλογές της Κύπρου πολλά λέγονται εκτός κάθε μέτρου και λογικής. Πέραν του συμβολικά πολύ σημαντικού ταξιδιού του Αντώνη Σαμαρά στην Λευκωσία, κατά τα άλλα η Αθήνα υπνώττει παραβλέποντας ότι ειδικά αυτές οι προεδρικές είναι προσδιοριστικές όχι μόνο για την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και του νεοελληνικού κράτους. Επειδή «η Κύπρος δεν είναι μακριά» όπως κάποιες επικίνδυνες και ακραία ζημιογόνες θεωρήσεις επέβαλαν επί δεκαετίες, όλοι οι Έλληνες έχουν συμφέρον και ενδιαφέρον οι κυπριακές προεδρικές εκλογές να δημιουργήσουν μια νέα αφετηρία.
Η δημιουργία μιας νέας αφετηρίας εξαρτάται από το κατά πόσο η ελληνική πλευρά θα σταματήσει να συζητά –όπως αντί-παραγωγικά και αδιέξοδα πράττει μετά το 1977– τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων. Νέα αφετηρία σημαίνει κάθετη απόρριψη της διζωνικής παράκρουσης –ούτε υπήρξε ποτέ και ούτε θα υπάρξει τέτοια ρατσιστική δομή πολιτείας– και ασυμβίβαστη και ακλόνητη αξίωση εφαρμογής της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Μόνο ο ανεξάρτητος υποψήφιος Γιώργος Λιλλήκας τοποθετείται προγραμματικά πολιτικά ορθολογιστικά με το να απορρίπτει τη διζωνική και με το να αξιώνει αμετάθετα την εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας. Οι εκλογές αυτές δεν είναι εκλογές άλλες: Πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει ότι οι δύο άλλοι Ανανικά βεβαρημένοι κομματικοί υποψήφιοι καλό θα ήταν να αποσυρθούν και να στηρίξουν τον Γιώργο Λιλλήκα. Πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει, ακόμη, ότι η κυπριακή κοινωνία αφού δεν αποσύρονται θα απορρίψει με την ψήφο των πολιτών της αυτούς που συνηγόρησαν με τον Ανανικό φασισμό, που συνέπραξαν στην εχθρική επιχείρηση επιβολής ενός εξοντωτικού ανελεύθερου και αντιδημοκρατικού καθεστώτος και που γι’ αυτό αυτό-καταδικάστηκαν ως πολιτικά επικίνδυνοι για την εθνική ανεξαρτησία και την ελευθερία της Κύπρου.
Όπως συνήθως συμβαίνει στην ελληνική ιστορία –πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, πριν και μετά το 1897, πριν και μετά το 1922, πριν και μετά τον μεταπολεμικό εμφύλιο πόλεμο, πριν και μετά την Χούντα, πριν και μετά το εγκληματικό πραξικόπημα του 1974– ο κυπριακός προεκλογικός αγώνας θυμίζει θέατρο του παραλόγου. Ένα θίασο όπου πρωταγωνιστεί και κυριαρχεί η παράκρουση και ο ανορθολογισμός. Τα επιχειρήματα, πλέον, χάνουν τη σημασία τους. Το περιεχόμενό τους είναι διαφορετικό αλλά μορφικά παραμένει το ίδιο όπως σε κάθε μια από τις εποχές που αναφέραμε μόλις. Ο καθείς λέει ό,τι θέλει και όπως θέλει. Τα αυθαίρετα άλματα συλλογισμών είναι γιγαντιαία. Ιδιωτεία, ιδιοτέλεια, γνώμες και ασυναρτησία κυριαρχούν. Επιστρατεύονται επικοινωνιακά τεχνάσματα πίσω από τα οποία κανείς δεν ξέρει τι κρύβεται!! και ποιος και ποιοι σκοποί εξυπηρετούνται. Τα ζήσαμε αυτά και πρόσφατα: Την αθλιότητα της ανθελληνικής και αντί-κυπριακής εκστρατείας επιβολής του θανατηφόρου σχεδίου Αναν. Χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, πολλοί παρακάμπτουν με ελαφρά πηδηματάκια το φασιστικό σχέδιο Αναν, το γεγονός ότι αμετανόητοι επιζητούν το πηδάλιο της Προεδρίας και το γεγονός ότι καμιά σχέση δεν έχουν οι παρωχημένες ιδεολογικές ή κομματικές ονοματολογίες ή οι τεχνητές εκλεκτικές συγγένειες οποιουδήποτε Ανανικού υποψήφιου με τους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα. Ανίερα, εν τούτοις, κάποιοι επικαλούνται ακόμη και τους τελευταίους.
Το εκκρεμές των κυπριακών προεδρικών εκλογών ήδη κινείται μεταξύ του ενός πόλου όπου βρίσκεται ο μαζικός πολιτικός ανορθολογισμός των δύο κομματικών υποψηφίων και των ποικιλόχρωμων φανατικών οπαδών του και του άλλου πόλου όπου βρίσκονται οι ορθολογιστικές πολιτικές θέσεις του Γιώργου Λιλλήκα. Σε αυτό τον άλλο πόλο ήδη πολλοί συσπειρώνονται δίνοντας αγώνα για τα αυτονόητα χωρίς μέσα, χωρίς πόρους και προς τιμή τους χωρίς έξωθεν «ενισχύσεις». Γύρω από τον ανεξάρτητο Γιώργο Λιλλήκα συγκροτήθηκαν ελπιδοφόρες θέσεις πολιτικά ορθολογιστικές και για πρώτη φορά μετά το 1974 πολλά υποσχόμενες. Μόνο ο κακός εαυτός μας μπορεί να επιλέξει υποψήφιο που φανατικά υποστήριξε το σχέδιο Αναν και ούτε καν μετανόησε και ούτε καν ζήτησε ένα απλό και ταπεινό συγνώμη. Μόνο πολιτικά τυφλοί –και πάντοτε ο Ελληνισμός διέθετε πολλούς πολιτικά τυφλούς, ιδίως «ηγέτες», όπως και το αντίστροφο– δεν βλέπουν ότι το σχέδιο Αναν τερμάτιζε την ιστορική παρουσία των Ελλήνων στην Ανατολική Μεσόγειο και καθιστούσε την Μεγαλόνησο ξανά αποικία της Βρετανίας και της Τουρκίας. Θα εκλέξουμε τους εγχώριους δράστες; Μήπως πάσχουμε από σύνδρομα αυτοκτονίας;
Μόνο αυτοκτονικά σύνδρομα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια αλλόκοτη απόφαση αυτοχειριασμού με το να επικυρώσει τον Ανανικό φασισμό. Οι θέσεις του Γιώργου Λιλλήκα είναι πολλά υποσχόμενες γιατί δημιουργούν τις προϋποθέσεις ορθολογιστικής διπλωματικής και διαπραγματευτικής στρατηγικής διεξόδου και γιατί ακόμη και αν δεν επιτύχουν βραχυχρόνια δεν θα επιτρέψουν τον αυτοχειριασμό των ελλήνων της Κύπρου. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει. Το αντίθετο ισχύει για τους άλλους δύο υποψηφίους. Λογικά είτε οι κύπριοι πολίτες θα πρέπει να εκλέξουν με συντριπτική πλειοψηφία τον ανεξάρτητο και αντί-Ανανικό Γιώργο Λιλλήκα είτε ακόμη πιο λογικά φρόνιμα και ταπεινά οι άλλοι δύο μετανοημένοι να παραιτηθούν αυτοβούλως και να πάνε σπίτι τους. Δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να είναι αρχηγοί ενός κράτους, όταν συνηγόρησαν με τους εχθρούς μας να καταργήσουν αυτό το κράτος.
Ο προεκλογικός αγώνας στην Κύπρο, πάντως, ξαναπέφτει στο βάραθρο των παρακρούσεων της περιόδου 1970-74 και της περιόδου 2003-4. Για παράδειγμα, με πρωτόγνωρες, μονοσήμαντες και γραμμικές ιστορικές αποφάνσεις περί ενός δήθεν υποθετικού λάθους για το σχέδιο Άτσεσον το 1963-4 εκτοξεύονται αφορισμοί, γίνεται δίκη προθέσεων κατά παντός μη πολιτικοκομματικού και ιδεολογικού φίλου και αλματωδώς εκλογικεύεται το σχέδιο Αναν μονοδιάστατα για να βολέψει την κατάληψη της εξουσίας από τον φανατικότερο ίσως σύμμαχο της Ανανικής παράδοσης της Κύπρου στις νέο-Οθωμανικές αγκάλες.
Εδώ λοιπόν, όσο πιο σύντομα μπορώ, θα προσδιορίσω τον εξ αντικειμένου μόνο άξονα συζητήσεων στο εσωτερικό ενός βιώσιμου κράτους. Δεν μπορεί να είναι άλλος παρά μόνο ο κοσμοθεωρητικός και πολιτικός άξονας που δημιουργούν οι έννοιες της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Θα αναφερθώ συνοπτικά, επίσης, στην διάκριση μεταξύ ιστορικής αφήγησης και ανεκδοτολογίας ή λογοτεχνίας και για να φωτίσω καλύτερα το επιχείρημα θα κάνω μερικές νύξεις για το περιβόητο σχέδιο Άτσεσον. Στοιχειώδεις αναφορές, κατά τα άλλα, οι οποίες εν τούτοις αναιρούν την υπερβολική τουλάχιστον μαζική δίκη προθέσεων κατά παντός μη αρεστού κομματικού ή ιδεολογικού φίλου. Αν μη τι άλλο, τα λογοτεχνικά έργα, οι φιλολογικές συζητήσεις θα μπορούσαν ενίοτε να απορρέουν από ευγενείς και αγαθές προθέσεις και να θέλουν να εξυπηρετήσουν καλούς σκοπούς, πλην καλό θα ήταν να διακρίνονται από την ιστορική ανάλυση που σωστά νοούμενη ποτέ δεν διεκδικεί την μια και μοναδική αλήθεια.
Η σίγουρη διυποκειμενική αλήθεια που υπάρχει είναι ότι, μετά το 1960 το κομματικό σύστημα –παρόμοια με την Ελλάδα– παρά τα φρικτά εγκλήματα δεν ανασυγκροτήθηκε και δεν ανανεώθηκε. Επιμένει να παραμείνει καβαλάρης της εξουσίας συνεχίζοντας την ίδια όπως και στο παρελθόν διχαστική και διαιρετική τροχιά. Οι διαφορές μεταξύ του ενός (ανεξάρτητου) υποψηφίου και των δύο αμετανόητων Ανανικών υποψηφίων είναι η διαφορά μεταξύ γης και ουρανού. Ο εγκλωβισμός στη διζωνική παράκρουση από την οποία μόνο ο Γιώργος Λιλλήκας δεσμεύεται να προσπαθήσει να μας αποκολλήσει είναι φυλάκισή μας στο κακό παρελθόν μας. Αν δεν αποκολλήσουμε από το τέλμα που μας έριξαν τα κόμματα στο παρελθόν η διζωνική παράκρουση θα αποτελέσει το τελικό και τελεσίδικο πλήγμα κατά του κυπριακού ελληνισμού και κατ’ επέκταση κατά των υπόλοιπων Ελλήνων.
Ο εγκλωβισμός πολλών κυπρίων πατριωτών στις δαγκάνες της καπηλείας της ενώσεως από ένα σύστημα που τελικά στήριξε την Ανανική κατάργηση της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, συνιστά αυτόβουλη πολιτική ακύρωση. Οι Κύπριοι έχουν την ευκαιρία να αποφασίσουν είτε να δημιουργήσουν μια νέα πολλά υποσχόμενη αφετηρία είτε να αυτοχειριαστούν εκλέγοντας επικεφαλής αμετανόητους Ανανικούς. Δική τους η απόφαση για αυτοχειριασμό και ευθανασία ή για νέα ελπιδοφόρα αφετηρία.
- Μόνος άξονας η εθνική ανεξαρτησία η δημοκρατία και η ελευθερία. Tο σχέδιο Αναν
Κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι το κοσμοθεωρητικό και πολιτικό αλληθώρισμα που αποδυναμώνει την πίστη και τη νομιμοφροσύνη στην οικεία πολιτεία και στα εθνικά μας συμφέροντα. Πολιτική σημαίνει δημοκρατία νοούμενη ως ελευθερία (στη βάση της ημετέρας μακραίωνης πολιτικής παράδοσης). Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η Εθνική Ανεξαρτησία, η ελευθερία δηλαδή της κοινωνίας, την οποία το σχέδιο Αναν σκοπό είχε να καταργήσει για την Κύπρο. Εθνική Ανεξαρτησία, εθνικά συμφέροντα και δημοκρατία-ελευθερία είναι θέσφατα και έσχατες λογικές κάθε βιώσιμου εθνοκράτους.
Η Εθνική Ανεξαρτησία μαζί με τη δημοκρατία ως ελευθερία αποτελεί, βασικά, τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων που τους διακρίνει από τα ζώα και τη βαρβαρότητα. Με συγκαιρινούς όρους σημαίνει εσωτερική-εξωτερική πολιτική κυριαρχία και εσωτερική αυτοδιάθεση για όλα τα κυρίαρχα κράτη και μη επέμβαση στο εσωτερικό άλλων πολιτειών. Αυτές είναι οι υψηλές αρχές που επικυρώθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Πολιτική χωρίς ασυμβίβαστη στάση στα θέματα της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της Δημοκρατίας δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ιδιωτεία και βαρβαρότητα.
Βαρβαρότητα λοιπόν επιθυμούν να μας επιβάλουν τα τρωκτικά του σύγχρονου ηγεμονικού περίγυρου και αυτή η βαρβαρότητα αποτυπώθηκε με μαθηματική ακρίβεια στο φασιστικό, αντί-δημοκρατικό, ανελεύθερο και βάρβαρο σχέδιο Αναν που παρά τις πιέσεις και βοηθούντος του τότε προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου οι Κύπριοι απέρριψαν. Σίγουρα το 24% που ψήφισε το σχέδιο Αναν το 2004 δεν βαρύνεται με τον ίδιο τρόπο όπως τα πολιτικά ελίτ της κομματικής διακυβέρνησης μετά το 1960. Γιατί αυτά τα πολιτικά ελίτ αφού θέλουν τη διακυβέρνηση ενός ανεξάρτητου κράτους δεν επιτρέπεται εν γνώσει τους και με την συναίνεσή τους να συμπράξουν στην κατάργηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτό ακριβώς έκαναν: Με φανατισμό συμμάχησαν και σύμπραξαν με τους εχθρούς για να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία.
Όσο για τους λεκτικούς ακροβατισμούς που συχνά διαβάζω και που στοχεύουν τον Τάσσο Παπαδόπουλο δεν θέλω να κάνω υποθέσεις για τον εκτός πολιτικής επικοινωνιακό και άλλως πως μικρόκοσμο της Λευκωσίας ή της Αθήνας. Κάποια πράγματα, εν τούτοις, είναι ολοφάνερα. Στόχος δεν είναι ο Τάσσος Παπαδόπουλος –από μνησικακία ίσως γιατί σύμπραξε στην ακύρωση στους ανίερους σκοπούς τους– αλλά το ΟΧΙ. Κτυπώντας τον Τάσσο Παπαδόπουλο κτυπούν έμμεσα το ΟΧΙ υπέρ της ελευθερίας. Έμμεσα στηρίζουν τους μεγάλους συνένοχους του ΝΑΙ. Το γιατί, πρέπει να είναι κανείς Θεός για να ξέρει ή να μπορεί να κατέλθει μέσα στην ψυχή του ευμετάβλητου και αστάθμητου ανθρώπου, ιδιαίτερα των διανοουμένων και των λεγόμενων «πολιτικών» «επιστημόνων». Εκείνων των πλευρών της ανθρώπινης φύσης και εκείνων των πλευρών κάθε ασθενούς ανθρώπινης ψυχής. Εκείνων των ανεξερεύνητων ενδόμυχων κινήτρων που αναπτύσσουν φυγόκεντρες τάσεις όποτε η Πολιτική ασθενεί και ξένοι διαβρώνουν και ελέγχουν το κοινωνικοπολιτικό σύστημα αρχής γενομένης από τους διανοούμενους. Ο Τάσσος τώρα μας έφταιξε, και «όλως περιέργως;» κάποιοι διυλίζουν τον κώνωπα καταπίνουν την κάμηλο. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και απροσμέτρητη η ιδιωτεία, όταν η Πολιτική ασθενεί.
Σημασία έχει να τονίσουμε εδώ ότι κατά ενός υποψηφίου που τάσσεται υπέρ της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας, έτσι τυχαία λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, «θυμηθήκαμε» ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος συμμετείχε στο κομματικό σύστημα που οδήγησε στο σχέδιο Αναν (και ευσχήμως ξεχνούμε το ΟΧΙ ή κάνοντας δίκη προθέσεων το να εκλογικεύουμε με αλλόκοτες και αντί-επιστημονικές ιστορικές αποφάνσεις για να επισκιάσουμε την αλήθεια της εξιλεωτικής και σωτήριας υπέρ ελευθερίας αντίστασης που ενσαρκώνει το ΟΧΙ). Αν δεν λέγαμε ΟΧΙ οι Κύπριοι θα είχαν ήδη γίνει νέο-Οθωμανοί υπήκοοι. Έτσι, με τέτοια αυθαίρετα άλματα συλλογισμών και εκλογικεύσεις και με τέτοιες (κατά)δίκες προθέσεων αθωώνονται απόλυτα επαληθευμένα γεγονότα: Οι ενοχές των ηγεσιών που συνέγραψαν και συμμάχησαν με ξένους για να επιβάλουν το φασιστικό σχέδιο Αναν ή σκοποί εκείνων των παρατάξεων που ήθελαν να «τσιμεντώσουν το ναι» (στο σχέδιο Αναν) και για μυστήριους λόγους καιροφυλακτούν να επαναφέρουν το σχέδια των εχθρών.
- Ιστορίες, ιστοριούλες, ανέκδοτα, δίκη προθέσεων και το πολιτικό θέατρο του παραλόγου, το σχέδιο Άτσεσον και ο Γιώργος Λιλλήκας
Τα πιο πάνω τα γράφω ως πολίτης. Εδώ, τώρα, επικαλούμενος με ταπεινότητα την επιστημονική μου ιδιότητα, καλό είναι να πω δύο μόνο αυτονόητα λόγια για ένα μεγάλο ζήτημα. Τις ιστορικές εκλογικεύσεις οι οποίες ενώ υπηρετούν τη μια ή άλλη αξίωση ισχύος (ατομική, κομματική, ιδεολογική, των εχθρών ή οτιδήποτε άλλο) διεκδικούν το προνόμιο της αλάνθαστης, δήθεν, ιστορικής αλήθειας. Αλλού και με την επιστημονική μου ιδιότητα σε εκτενέστερη δημοσίευση που ετοιμάζεται, εξετάζω τη θέση «της» ιστορίας, «της» εθνολογίας, «της» κοινωνιολογίας, κτλ, όταν κατά κανόνα και ιδίως τη σύγχρονη εποχή αποτέλεσαν το εργαλείο για να στηθεί το ηγεμονικό κράτος, για να νομιμοποιηθεί η αποικιοκρατία, μετά για να αιτιολογηθεί το αστικό και το κομμουνιστικό κράτος, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού ψευτο-Πολέμου για να εξυπηρετηθούν οι ηγεμονικές πολιτικές των δύο υπερδυνάμεων και την ύστερη εποχή για να μαλακώσουν το έδαφος για τις οργιώδεις επεμβάσεις της εφήμερα υπερισχύουσας υπερδύναμης. Όλοι αυτοί, όμως, βλέπουμε καλώς ή κακώς εξυπηρετούσαν τα εθνικά συμφέροντα των κρατών τους όπως οι ίδιοι τα κατανοούσαν. Σε εμάς παρατηρείται κάτι αντίστροφο: Χρησιμοποιείται μια μαζική ιστορική ανεκδοτολογία και θεωρήματα ή ιδεολογήματα εκατοστής τάξης για να αιτιολογήσουν αυτοκτονικές αποφάσεις.
Τώρα, η Κύπρος και η ιστορία της. Η μόνη αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια είναι το διϋποκειμενικό και πασίδηλο ακόμη και στους τυφλούς γεγονός ότι το κομματικό της σύστημα (και εν πολλοίς και της Ελλάδας) λόγω ανεπάρκειας δεν έκανε απλώς λάθη αλλά διέπραξε γιγαντιαία πολιτικά εγκλήματα που οδήγησαν στον κατήφορο. Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, στη διχόνοια, στα φρικτά διπλωματικά λάθη, στον εμφύλιο, στο πραξικόπημα και στη νηπιακού πολιτικού επιπέδου επί δεκαετίες παρατεταμένη ανορθολογική αντίληψη ότι με κατευνασμό και υποχωρήσεις. Μετά το 1974 το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ανορθολογικό καρκίνωμα ήταν η εξωπραγματική «διζωνική ομοσπονδία» και οι ψευδαισθήσεις ότι θα οδηγούσε σε διέξοδο και βιώσιμη επίλυση του κυπριακού.
Η μόνη διϋποκειμενική και απτή αλήθεια είναι ότι από όλο το κομματικοιδεολογικό σύστημα της Κύπρου η μόνη πρώτης τάξης πολιτική προσωπικότητα που έκανε κατιτί να εξιλεωθεί είναι ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Σίγουρα επίσης και υπό ένα άλλο πιο διαχρονικό πρίσμα σίγουρα και ο Βάσσος Λυσσαρίδης με το αντιστασιακό του σθένος. Όσοι δεν ακολούθησαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο στο έστω και αργοπορημένο ΟΧΙ είναι πολιτικοί δράστες που έπρεπε αυτοβούλως να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να επιδοθούν σε πιο παραγωγικές και προσοδοφόρες επιχειρηματικές ενασχολήσεις. Ο Παπαδόπουλος έστω και στιγμιαία εξιλεώθηκε για το γεγονός ότι και αυτός ανήκε σε ένα από τα πιο αποτυχημένα κομματικά συστήματα της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή είναι η αλήθεια.
Ακόμη πιο σημαντικό, σήμερα έχουμε μια ακόμη πιο απτή «ιστορική» αλήθεια άμεσης εφαρμογής και χρησιμότητας: Ένα νεότερο στέλεχος της πολιτικής ζωής, ο Γιώργος Λιλλήκας κυριολεκτικά ξαφνιάζει. Κατέρχεται ως υποψήφιος με συγκεκριμένες «επαναστατικά» ορθολογιστικές προγραμματικές θέσεις και μια ξεκάθαρη στρατηγική σωτηρίας. Η στρατηγική του Γιώργου Λιλλήκα στα θέματα των διαπραγματεύσεων, της διζωνικής, της Ελλάδας, των στάσεων στην Ευρώπη, όχι μόνο είναι υψηλοτάτης στάθμης αλλά επιπλέον για πρώτη φορά! υιοθετούνται από κύπριο –και ευρύτερα Έλληνα– θέσεις που προσφέρουν ευκαιρίες διεξόδου. Υιοθετούνται με καθαρότητα, σωστή κοσμοθεωρητική θέαση των πραγμάτων και πολιτικό ρεαλισμό ως προς την εφικτότητά τους και τις εναλλακτικές προσεγγίσεις.
Είναι αφελείς, ασυνάρτητες ή «αγνώστων αιτίων» οι μυθιστορηματικές εκλογικεύσεις του κομματικοπολιτικού και διαπροσωπικού μικρόκοσμου της Λευκωσίας όταν κάποιοι θυμούνται το ένα ή το άλλο γεγονός της εποχής που ο Γιώργος Λιλλήκας ήταν, ρητορικά μιλώντας, νήπιο ή αγέννητος. Κάποιοι εμμέσως και υποκριτικά!! και κάποιοι άλλοι άμεσα και με κίβδηλη ή επιπόλαιη αναλυτική αντικειμενικότητα, ενίοτε μάλιστα και με λάσπη, κτυπούν κάτω από την ζώνη τον μόνο αντί-Ανανικό υποψήφιο. Ανίερα επιχειρούν να επισκιάσουν την σημερινή του ξεκάθαρη στάση και στρατηγική.
Με ταπεινότητα λοιπόν επικαλούμαι την επιστημονική μου ειδικότητα για να πω όχι κάτι υψιτενές και άπιαστο αλλά κάτι λογικό και στοιχειώδες (η καλή επιστημολογία και η καλή μεθοδολογία είναι στοιχειώδης γιατί στηρίζεται, ακριβώς, στο Υπαρκτό και στο λογικό, ιδιότητες που απουσιάζουν από τις ιδεολογικές και ιδιοτελείς και προκατειλημμένες ιστοριογραφίες): Είναι ένα πράγμα η ιστορική ανεκδοτολογία (πχ, τα περιβόητα εθνομηδενιστικά «βιβλία ιστορίας») και άλλο η ιστορία ως αντικειμενική αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας. Υπό αίρεση επίσης τίθεται και η μυθιστορηματική λογοτεχνία ως αισθητική και συναισθηματική αποτύπωση των απόψεών μας ή των γνωμών μας (οπότε δεν μπορούν να στηρίζονται σε ιστορικές αποφάνσεις αλλά μόνο σε προσεκτικές αντικειμενικές και εξόφθαλμα αληθείς διϋποκειμενικές γενικεύσεις).
Η ιστορία δεν είναι «παίξε-γέλασε». Όταν –όπως συχνά αν όχι πάντοτε συμβαίνει– μύρια νήματα ενώνονται για να προκαλέσουν ένα γεγονός είναι αστείο κανείς να εγείρει ένα χαρτί ή μια δήλωση ή μια θέση για να την αναγάγει σε ερμηνεία κοσμοϊστορικών διαστάσεων και –στην περίπτωση της Κύπρου με ένα γιγαντιαίο άλμα που υποτιμά τη νοημοσύνη μας– να συνδέει τους Ανανενόχους «εσχάτης προδοσίας» (αναίρεσης της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας) σε περίπου ήρωες. Να βεβηλώνει έτσι τη λογική σκέψη με το να τους συνδέει ακόμη και με τον Παλληκαρίδη ή τον Καραολή και τον Αυξεντίου. Αυτός είναι ένας θολωμένος και μπερδεμένος μυστήριος τρόπος σκέψης που δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και ερωτήματα αλλά κυρίως θλίψη αν προέρχεται από καλοπροαίρετους και καλόπιστους πατριώτες. Δείχνει πόσο πολύ η μετά το 1960 κομματικοπολιτική λαίλαπα έχει θολώσει το πνευματικό και πολιτικό πεδίο και πόσο μεγάλοι χείμαρροι πολιτικού ανορθολογισμού εισέρευσαν μέσα στην κυπριακή δημόσια σφαίρα.
Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που η ιστορική αφήγηση αφήνει περιθώρια συναγωγής συμπερασμάτων για την ιστορική αλήθεια, σίγουρα δεν σχετίζονται με μονοσήμαντα ιδεολογήματα, με κομματικά παραμύθια, με άλματα συλλογισμών και με ιδεολογικούς πόθους και ψευδαισθήσεις. Ούτε αποτελεί «ιστορία» η δίκη προθέσεων στη βάση εικασιών και αποσπασματικών δεδομένων, συναισθηματικών κολλημάτων, προσωπικού πείσματος και συμπλεγμάτων διαφόρων κοινωνικών ομάδων λόγω κακών προσωπικών εμπειριών, ενίοτε εγκληματικών λαθών ή ανεξερεύνητων και ανερμήνευτων σημερινών προσδοκιών κάθε είδους και κάθε απόχρωσης. Για να καταλάβουμε πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα, αν αυτή η θέση είναι σωστή –και ασφαλώς λογικά σωστή είναι– εξαιρεί αυτομάτως όλα εκείνα τα εκατομμύρια δήθεν επιστημόνων που στρέβλωσαν την αλήθεια για να εξυπηρετήσουν τις ιδεολογίες, τα ρατσιστικά κράτη, τις εθνοκαθάρσεις, τις γενοκτονίες, την αποικιοκρατία, τους Ψυχρούς Πολέμους, τους φασισμούς και κάθε άλλη μεταμφίεση καταχρηστικών ή ανορθολογικών αξιώσεων της ταραχώδους διαδρομής των Νέων Χρόνων.
Αμέσως, μετά, θα γίνει ξεχωριστή αναφορά σε μερικές μόνο πτυχές του σχεδίου Άτσεσον, για να φωτίσω, ακριβώς, το γεγονός ότι απαιτείται συνεκτίμηση μύριων παραγόντων πριν συναγάγουμε βιαστικά συμπεράσματα ενός ιστορικού γεγονότος. Καλύτερα μια τίμια πολιτική εκτίμηση-κρίση –λανθασμένη ή σωστή, είναι έτερον εκάτερον– από τέτοιες απαράδεκτες μεταμφιέσεις γνωμών και αλμάτων. Επικαλούμενος μερικές πτυχές του σχεδίου Άτσεσον χωρίς έστω και προς στιγμή να αξιώσω μονοπώλιο ιστορικής αλήθειας, θα γίνει νομίζω σαφές ότι είναι ένα πράγμα η διατύπωση πολιτικής εκτίμησης –καθόλα θεμιτής και νομιμοποιημένης στην πολιτική διαπάλη– και άλλο η επιστημονικά μεταμφιεσμένη εμπαθής δίκη προθέσεων όσων αντιπαθούμε, η αθώωση όσων αγαπάμε ή συμπαθούμε ή έχουμε συμφέρον να προωθήσουμε ή η εκτέλεση γιγαντιαίων και αυθαίρετων ερμηνειών και αποφάνσεων που αθωώνουν τους δράστες και καταδικάζουν όσους σήμερα λέμε μια σωστή θέση. Τα αίτια δεν ενδιαφέρουν εδώ ούτε μας ενδιαφέρει να κάνουμε κρίση προθέσεων. Πρέπει να υπογραμμιστεί, εν τούτοις, ότι τέτοια φαινόμενα συμβολίζουν την παρακμή των πολιτικών συζητήσεων μέσα σε κάθε δημόσια σφαίρα.
Συζητώντας για παράδειγμα με τον Γιάννο Χαραλαμπίδη και το βιβλίο του Κυπριακό: Διπλωματικές Ίντριγκες (2011) για μια πιθανή τουρκική στρατιωτική βάση, όταν αρχές της δεκαετίες του 1960 προέκυψαν τα σχέδια Άτσεσον του ανέφερα δικές μου εκτιμήσεις και επιφυλάξεις για την τότε ιστορική συγκυρία και τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Έλληνες λόγω στρατηγικών συγκυριών. Υποστήριξε αν θυμάμαι καλά ότι όταν πλέον η ένωση θα ήταν γεγονός και θα είχαμε μια νέα στρατηγική δυναμική θα μπορούσαμε να την αξιοποιήσουμε αλλάζοντας τους συσχετισμούς. Σίγουρα, συνέχισε, θα διανοίγονταν μεγάλες ευκαιρίες βιώσιμης διεξόδου και εκπλήρωσης των σκοπών μας. Ανταπάντησα ότι σέβομαι απολύτως αυτή την εκτίμηση και εάν τότε ο ίδιος ήταν ηγέτης μιας διαφορετικής Ελλάδας και εάν αυτό σκεπτόταν θα μπορούσε ενδεχομένως να επενδύσει πάνω σε μια τέτοια εκτίμηση κτίζοντας μια συμβατή με αυτό τον σκοπό εθνική στρατηγική. Το στρατηγικό ρίσκο αποτελεί μέρος κάθε λογικής στρατηγικής, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι υποστηρικτικές κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές προϋποθέσεις.
Τώρα όμως, με επιφύλαξη και θέτοντας πολλά ερωτήματα συζητάμε τις εναλλακτικές ευκαιρίες εκείνης της περιόδου. Μόνο πολιτικές εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να αναγάγουμε αυτές τις εκτιμήσεις σε απόλυτη ιστορική αλήθεια που επικυρώνει την άλλη ή την αντίστροφη πολιτική απόφαση της εποχής εκείνης! Είναι πρακτικά αδύνατο γιατί κανείς δεν μπορεί να μετρήσει και σταθμίσει με σιγουριά τις αποφάσεις και τις δυναμικές που θα ανάπτυσσαν μέσα από βασικά αναρίθμητους συνδυασμούς πιθανών ενδεχομένων και πιθανών αποφάσεων των τότε δρώντων. Μόνο μερικά διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε. Για παράδειγμα, όπως: "πρέπει να είμαστε πιο φιλοπάτριδες", "δεν πρέπει να λαμβάνουμε τις μετρητοίς τις υποσχέσεις άλλων κρατών γιατί στις διακρατικές σχέσεις μόνο συμφέροντα υπάρχουν όχι φιλίες", "πρέπει να φροντίσουμε να είμαστε τόσο ισχυροί όσο απαιτούν τα διπλωματικά εγχειρήματά μας", κτλ. Πιο σημαντικό, δεν κάνουμε αυθαίρετα άλματα και συναγωγές σε αναφορά με παντελώς ανόμοιες ιστορικές περιστάσεις. Δική μου πολιτική εκτίμηση, για παράδειγμα, χωρίς βέβαια αξιώσεις μονοπωλίου της ιστορικής αλήθειας, είναι ότι υπό τις τότε συνθήκες των δεκαετιών του 1950 και 1960 σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό, στρατηγικό) η απόσταση μεταξύ υποθετικής απόλυτης επιτυχίας και μιας πολύ πιο πιθανής απόλυτης αποτυχίας (ή καλύτερα επίσπευσης του 1974 ή και χειρότερα) ήταν πολύ μικρή. Το στρατηγικό ρίσκο, δηλαδή, ήταν πολύ μεγάλο. Τα συναφή ερωτήματα είναι τουλάχιστον μύρια και ακόμη εν πολλοίς αναπάντητα. Τώρα, για να επανέλθω στην συζήτησή μου με το Γιάννο Χαραλαμπίδη, θεωρώ την πολιτική του εκτίμηση γόνιμη για διάλογο αν δεν τίθεται αφοριστικά. Προσθέτω ότι ΓΧ επιχείρησε, ακριβώς, ως διεθνολόγος, να εξετάσει πολλές πτυχές αυτής της υπόθεσης. Με το πόνημά του, συνεισέφερε γόνιμα στη νηφάλια εξέταση ενός από τα πολλά ζητήματα της σύγχρονης ιστορίας μας.
Αναμφίβολα, αν κάποιος ποτέ μπορούσε να έχει βαθειά και απόλυτη γνώση τόσο της δικής μας ιστορίας όσο και της παγκόσμιας και περιφερειακής συγκυρίας το θέμα θα ετίθετο διαφορετικά. Τέτοιο ενδεχόμενο όμως δεν υπάρχει και κάθε τέτοιος ισχυρισμός είναι επιστημονικά δονκιχωτικός με βαθύτατες προεκτάσεις στο πεδίο παραγωγής πολιτικού παραλογισμού. Ακόμη και αν κάποιος έχει βαθύτερη γνώση συνδεδεμένων γεγονότων στο υπόβαθρο των στρατηγικών των μεγάλων δυνάμεων το εγχείρημα θα ήταν και πάλι επιστημονικά προβληματικό. Για το τελευταίο απέραντο ζήτημα περιττό να επεκταθώ και στέκομαι στην αναφορά στη σημαντικότερη ίσως μεταπολεμική επιστημονική θεώρηση του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Η ανάγνωση αυτού του κειμένου αποτελεί μια καλή αρχή για όποιον λογικό άνθρωπο θέλει να διερευνήσει τέτοια ζητήματα με επιστημονική αντικειμενικότητα και για όποιο δεν θέλει να αποφαίνεται χωρίς άλματα, με ανεπίτρεπτες δίκες προθέσεων και με δονκιχωτικές ιστορικές αποφάνσεις. Οι περιφέρειες του πλανήτη, πρέπει να καταλάβουμε, είναι υαλοπωλεία μέσα στο οποίο παλεύουν οι ελέφαντες των μεγάλων δυνάμεων.
Η ιστορία της Κύπρου από άποψη στρατηγικής και διεθνούς πολιτικής ακόμη δεν γράφτηκε!! Μερικές καλούτσικες τοπικές περιγραφές, κυρίως αυτές που στηρίζονται σε αρχεία, θα χρησιμεύσουν μελλοντικά για να γραφτεί μια τέτοια ιστορική περιγραφή. Εάν λοιπόν σταθούμε στο σχέδιο Άτσεσον, μεταξύ πάρα πολλών άλλων που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, είναι η διεθνής συγκυρία, η στρατηγική και διπλωματική κατάσταση της Ελλάδας, οι δυνατότητες και στρατηγικά σχέδια της Τουρκίας και οι μεταβλητές που δημιουργούσε η μεταβολή της αμερικανικής στρατηγικής μεταστροφής (1955-65) και των στρατηγικών συμπληγάδων που δημιουργούσε η ταυτόχρονη (ιδίως μετά την κρίση της Κούβας) στρατηγική άνοδος της ΕΣΣΔ. Επίσης, στο τραπέζι της έρευνας μπαίνουν η ποιότητα των υπόλοιπων πολιτικών και διπλωματικών αποφάσεων των Ελλαδιτών και Κύπριων ηγετών (αυτό που ονομάζουμε διπλωματική και στρατηγική κουλτούρα), ο μυστήριος ρόλος ιδρυμάτων που χρηματοδοτούνται (και) από έξω, τα συχνά παντελώς άγνωστα αίτια, οι συναρτήσεις μεταξύ αιτίων που υποδηλώνουν μια άλλη πραγματικότητα από αυτή που απλουστευτικά θεωρούμε ως αληθή και στην συγκεκριμένη περίπτωση τα αίτια της αλληλουχίας πολλών σχεδίων Άτσεσον (αυτό απαιτεί γνώση των πάγιων στρατηγικών ελιγμών των μεγάλων δυνάμεων αναφορικά με το κυπριακό που τονίζω πολλοί εκ των οποίων είναι ακόμη άγνωστοι). Σίγουρα, επίσης, υπό εξέταση τίθενται οι υπόγειες στρατηγικές του Λονδίνου, η περιφερειακή γεωπολιτική συγκυρία, τα εν εξελίξει τότε στρατηγικά δόγματα ενόψει ενός νέου δεδομένου, της πυρηνικής ισχύος και άλλοι συναφείς παράγοντες και κριτήρια.
Εκλογικεύσεις και άλματα λόγω συναισθηματισμού, ιδεολογίας ή κομματικής ή προσωπικής ταύτισης ή ευτελών μικροσυμφερόντων κάθε πολιτικού μικρόκοσμου, επαναλαμβάνω, είναι άκρως επικίνδυνα και υπό τις συνθήκες αν ανασύρονται για να στηρίξουν τους ένοχους δράστες του Αναν στη διεκδίκηση της εξουσίας που θα τους επιτρέψει να διαπράξουν τα ίδια πολιτικά εγκλήματα, εάν τα πάρουμε τις μετρητοίς ίσως θα αποδειχθούν θανατηφόρα. Δεν κάνουμε δίκη προθέσεων καλοπροαίρετων πλην πασίδηλα, λυπάμαι να πω, μπερδεμένων διανοουμένων, αλλά μόνο υπενθυμίζουμε το γεγονός ότι η ιστορία είναι σπαρμένη με μεγάλα νεκροταφεία που οφείλονται σε δεδηλωμένες καλές προθέσεις και πολιτικό ανορθολογισμό.
- Το σχέδιο Άτσεσον. Μερικές στρατηγικές πτυχές.
Συνέχεια της προηγούμενης ενότητας, τώρα, λογικό είναι να πούμε μερικά ακόμη στοιχεία για το περιβόητο σχέδιο Άτσεσον. Αν μη τι άλλο, καταντήσαμε να το επικαλούμαστε για να κτυπήσουν κάτω από την ζώνη τον … αγέννητο τότε ανεξάρτητο υποψήφιο. Για να ενισχύσουν, επίσης, τους διαχρονικούς ενόχους από το 1960 μέχρι και το σχέδιο Αναν ή τα μελλοντικά σχέδια Αναν. Στη συνέχεια θα κλείσω με αντιδιαστολή των πολιτικών εκτιμήσεων με την επιστημονικά θεμελιωμένη περιγραφή και ερμηνεία.
Αν κάτι είναι σίγουρο είναι ότι τα σχέδια Άτσεσον ποτέ δεν σταθεροποιήθηκαν σε ένα και αποδεκτό από όλους! Από την αρχή και ασταμάτητα μέχρι το τέλος τα σχέδια αυτά βρίσκονταν υπό διαρκή συζήτηση και διαμόρφωση. Ανά πάσα στιγμή κάθονταν πάνω στη ρευστή άμμο παραγόντων εσωτερικών και εξωτερικών κριτηρίων όπως αυτά που ήδη υπαινιχθήκαμε. Μεταξύ άλλων αναλυτών, ο συνάδελφος Μάριος Ευρυβιάδης, χωρίς ακριβώς αξιώσεις κοσμοϊστορικών αποφάνσεων, είναι ένας προσεκτικός αναλυτής που έδωσε μερικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν, τουλάχιστον, την ανάγκη αυτοσυγκράτησης και προσοχής στη διατύπωση ιστορικών αποφάνσεων για το σχέδιο Άτσεσον.
Χαρακτηριστικά, είναι σημαντικό και σπουδαίο –αν και υποψιάζομαι σε μερικούς άγνωστο– ότι η Τουρκία όχι μόνο ποτέ δεν αποδέχθηκε το σχέδιο αυτό αλλά και ότι ο Ερκιν με την επιστολή του στις 28.8.1964 το απόρριψε κάνοντας σαφές ότι ποτέ η Τουρκία δεν αποδέχθηκε βάση με μίσθωση. Οι περιοχές της «βάσης» εξάλλου, ήταν ρευστές και υπό συζήτηση σε βαθμό που θα μπορούσαν να αποτελέσουν με δική μας συναίνεση απόφαση στρατηγικού ελέγχου της Κύπρου από την Τουρκία σε βαθμό που για γεωπολιτικούς λόγους, συν η παρουσία πλέον τουρκικών στρατευμάτων πάνω στο νησί, θα έθεταν με συναίνεσή μας την πατρίδα υπό τουρκικό έλεγχο. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι γινόταν και συζήτηση παραχώρησης ελληνικής γης στο Νότιο Αιγαίο και θολών ανακατατάξεων στην Θράκη.
Πολλά ερωτήματα υπάρχουν ακόμη για τις διαβεβαιώσεις του –όπως αποδείχθηκε πολιτικά έωλου– Γεωργίου Παπανδρέου και για την φοβερή πίεση που ασκούσαν οι αμερικανοί πάνω στον Παπανδρέου με τα γνωστά «f…κ your parliament» ή τις απειλές για τους «ελέφαντες που θα έλιωναν την Ελλάδα και την Κύπρο αν δεν ενδίδαμε σε ευνοϊκές για την Τουρκία ρυθμίσεις. Μεγάλα ερωτηματικά επίσης υπάρχουν για τον Παπανδρέου όταν δέχθηκε μια τουρκική βάση και όταν έλεγε ότι «ίσως μπορέσει να πείσει την πλειοψηφία των κυπρίων έστω και αν ο Αρχιεπίσκοπος δεν συμφωνεί». Ως γνωστό, για να επιτύχει αυτό τον σκοπό εκλιπαρούσε η βάση αυτή να ήταν όχι μόνο με μίσθωση αλλά και κάτω των 100 τ.μ. Δεν είναι βέβαια γνωστό για τους τρόπους με τους οποίους «θα έπειθε τους κυπρίους» (κατιτί σχετικό και ανησυχητικό έγραψε έλληνας στρατηγός που τελικά αρνήθηκε μια τέτοια αποκρουστική «αποστολή»). Αυτές οι υπόγειες διαδρομές, επιπλέον, δεν γνωρίζουμε πως επηρέασαν (και έβλαψαν τελικά την ελληνική υπόθεση) την στάση πολλών Κυπρίων για τη Μεραρχία, ιδιαίτερα με δεδομένο την μεταγενέστερη κατάληψη της εξουσίας στην Αθήνα από πράκτορες των Αμερικανών.
Ακόμη πιο σημαντικό, οι τούρκοι απόρριπταν το σχέδιο και σε κάποια φάση τελεσιδίκως. Ερκίν 28.8.1964, εντός εισαγωγικών: «I have stated to you unequivocally our position in our talk yesterday. I would like now to confirm most emphatically that your latest proposals based on the precarious foundation of a lease arrangement are unacceptable to the Turkish government and that our decision in this respect is irrevocable” (Στο Μ. Ευρυβιάδης, Άτσεσον, Σωσσίδης και χαμένες ευκαιρίες: Η παραγωγή και ιδεολογική χρήση ενός μύθου, Τετράδια τ. Χειμώνας 2002-3).
Θα πει κάποιος, θα μπορούσε να ισχύσει το «πηγαίνοντας και βλέποντας» και ίσως θα είχαμε επιτύχει. Εκτός της αποδεδειγμένης αστάθειας στην Ελλάδα (ο Τζόνσον ήταν απειλητικά ρητός!! ότι η Ελλάδα θα πάψει να έχει Κοινοβούλιο!) ποιος εμπιστεύεται την Τουρκία η οποία όπως αρχειακά αξιόπιστες ιστορικές αφηγήσεις τομεακών ζητημάτων δείχνουν (πχ της Φανούλας Αργυρού, στο Αιματηρές Αλήθειες) είχε σχέδιο-σκοπό και στρατηγική εν εξελίξει (της οποίας η νέο-Οθωμανική Νταβουτόγλεια σημερινή θέση δεν είναι παρά μόνο μια πανομοιότυπη ύστερη εκδοχή). Ποιος εγγυάται επιπλέον ότι με τον ίδιο τρόπο οι ΗΠΑ στον βωμό του Ψυχρού Πολέμου δεν θα αξίωναν αυτά και σκληρότερα. Τα έκαναν αλλού με αδίστακτο και ανελέητο τρόπο!!! Αυτές είναι οι μεγάλες δυνάμεις και ακόμη, δυστυχώς, δεν μάθαμε ότι ούτε τις αντιμάχεσαι ασκόπως ούτε όμως και υποκύπτεις δουλικά και αδιαμαρτύρητα γιατί τότε είναι που κυνικά και ανελέητα σε θεωρούν αναλώσιμο στον βωμό του στρατηγικού τους θυσιαστηρίου.
Να θυμίσω επίσης ότι η Τουρκία ποτέ δεν ήταν αξιόπιστη και ποτέ δεν μπορείς να την εμπιστεύεσαι. Μετά το 1922 η Τουρκία αθέτησε τα πάντα κατιτί που καταμαρτυρεί τόσο την προαναφερθείσα στρατηγική της όσο και τον εγγενή και συστημικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης Τουρκίας-Ελλάδας. Ακόμη και κήρυκες των «χαμένων ευκαιριών» όπως ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, έστω και αργοπορημένα, παραδέχθηκε αυτό τον εγγενή και συστημικό χαρακτήρα της τουρκικής απειλής που τόσο υποτίμησαν οι Έλληνες ηγέτες σε Ελλάδα και Κύπρο σε βαθμό που δέχθηκαν τουρκικές «εγγυήσεις» και τελικά με το σχέδιο Αναν τουρκική επικυριαρχία και επάνοδο σε μια εξεζητημένη αποικιοκρατία.
Αρκούν αναφορές στον βαθύτερο χαρακτήρα αυτών των μακροχρόνιων τουρκικών στάσεων για τις παράσπονδες διώξεις του 1932, τις εξοντωτικές φορολογίες των ελλήνων που έμειναν πίσω το 1942, την εθνοκάθαρση του 1955 (που … αποσιωπήθηκε!) και οτιδήποτε άλλο έκτοτε βίωσε και συνεχίζει να βιώνει μέχρι σήμερα η δική μας γενιά (η καλύτερη ιστορία που υποδηλώνει την αφροσύνη όσων υποστήριξαν το σχέδιο Αναν). Το να επικαλείται κανείς με ιστορικές αποφάνσεις το σχέδιο Άτσεσον ως χαμένη ευκαιρία αποτελεί βεβήλωση της απλής και διϋποκειμενικής αν όχι βιωματικής ιστορικής γνώσης. Αποτελεί σίγουρα όχι μόνο σκανδαλώδη παραγνώριση στοιχειωδών ιστορικών γνώσεων αλλά και βιασμό της λογικής, ιδιαίτερα αν αυτό συνδέεται με τον … αγέννητο τότε Λιλλήκα.
Τα πιο πάνω, όμως δεν είναι τα μείζονα. Μύριοι άλλοι παράγοντες υποδηλώνουν την κινούμενη άμμο κάτω από τις αποφάσεις μας και τον επικίνδυνο χαρακτήρα κάθε απόλυτης ιστορικής απόφανσης και κάθε κομματικής ή ιδεολογικής σχετικοποίησης. Μεταξύ άλλων πιο σημαντικών που οι Έλληνες ηγέτες φαίνεται αγνοούσαν –σίγουρα οι κύπριοι και ολοφάνερα εν πολλοίς και οι Ελλαδίτες– είναι οι μεγάλες στρατηγικές ανακατατάξεις της περιόδου 1955-65 που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως. Μετά το 1956 (Σουέζ) απαιτείτο να χαράξουμε μια άλλη στρατηγική που όμως ποτέ –έστω και αν όταν κάποιοι από εμάς την περιγράψαμε αργότερα– δεν την είχαμε.
Αντί αυτού κάποιοι μας προσφέρουν μια γραμμικά κατασκευασμένη απλουστευτική ιστορική σούπα-δηλητήριο: Δίκη προθέσεων του ενός ή άλλου, δολοφονία χαρακτήρα με επίθετα όπως «ανθέλληνας» όποιος δεν ήταν «δικός μας», συγχωροχάρτι σε ανταρσίες, δολοφονίες, πρακτικές υποκόσμου και πραξικοπήματα, και κυρίως συγχωροχάρτι στους «ταγούς» του ιδεολογικό-κομματικό το οποίο ενώ επί δεκαετίες διαπληκτίζονταν για το φαγοπότι εις βάρος της κοινωνίας –που τώρα και οικονομικά έριξαν στον γκρεμό– διέπραξαν ένα διαρκές πολιτικό έγκλημα πολλών δεκαετιών όταν συζητούσαν τη διζωνική παράκρουση και την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τώρα που το πολιτικό έγκλημα κορυφώνεται κάποιοι επιλεκτικά όλως περιέργως! θυμήθηκαν μόνο! ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος σήκωσε τη σημαία του ΟΧΙ … αργοπορημένα. Ξεχνούν ότι οι άλλοι δεν τη σήκωσαν αυτή την σημαία και ότι δεν τη σηκώνουν ούτε τώρα! Γιατί; Ποιο σημαντικό, όλα αυτά τα άλματα και οι ανεκδοτολογικές ιστορικές σούπες-δηλητήρια χρησιμοποιούνται ως μέσο για να κτυπηθεί ο ανεξάρτητος υποψήφιος για Πρόεδρος που δεσμεύεται για διέξοδο, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα να ευνοηθεί ένας από τους μεγαλύτερους και αμετανόητους δράστες του Ανανικού πολιτικού αίσχους. Οποία παράκρουση και τι ανορθολογισμός! Οποία αυτοκτονική διάθεση!
Επανερχόμενοι στις στρατηγικές εξελίξεις μετά το 1955 και το σχέδιο Άτσεσον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η πλήρης αντικατάσταση της Μεγάλης Βρετανίας από τις ΗΠΑ στην περίμετρο της Ευρασίας και η μετατροπή της περιφέρειάς μας στο σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του Πλανήτη. Αυτές οι εξελίξεις αναβάθμισαν στρατηγικά την Τουρκία καθιστώντας κάθε δικό μας συμβιβασμό ή κατευνασμό μάταιο και αυτοκτονικό. Την εποχή που εμείς αρχίζαμε το αντί-αποικιακό αγώνα είχαμε το Σύμφωνο της Βαγδάτης και το 1958 το Σύμφωνο του CENTO, εξελίξεις μεταξύ πολλών άλλων που αναβάθμιζαν την Τουρκία ως τον μείζονα περιφερειακό στρατηγικό εταίρο της Δύσης και που καθιστούσαν την Ελλάδα και την Κύπρο αναλώσιμους στόχους. Όπως και τώρα, μέσα σε στρατηγικό ναρκοπέδιο περπατούσαμε και δεν το ξέραμε ή δεν θέλαμε να το ξέρουμε.
Οι ερασιτεχνισμοί στη Ζυρίχη και η αλληλουχία εγκληματικών λαθών και πράξεων μετά το 1960 παρέχουν μια επαρκή γενική ιστορική γνώση πολλών αιτίων που καθιστούν την απομόνωση του σχεδίου Άτσεσον τουλάχιστον αποσπασματική. Αν και τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει σε αυτή την αναδιάταξη είναι το γεγονός ότι οι συγκαιρινές στρατηγικές ανακατατάξεις δεν δημιουργούν μόνο κινδύνους αλλά και ευκαιρίες διεξόδου. Για πρώτη φορά ένας σύγχρονος Έλληνας πολιτικός δηλώνει προεκλογικά κατιτί ορθολογικό και αυτός είναι ο ανεξάρτητος υποψήφιος Γιώργος Λιλλήκας. Όλοι οι άλλοι είτε είναι ολοφάνερα βαθειά νυχτωμένοι είτε ένοχα προς άλλα τυρβάζουν. Το τρένο της σωτηρίας μας περνάει και ξαναπερνάει και εμείς μονολογούμε τα πάθη μας και τα μίση μας διολισθαίνοντας ολοένα και περισσότερο στην ιδιωτεία και στον πολιτικό ανορθολογισμό.
Διόλου τυχαίο, όταν κάποιοι επιστρέψαμε από την Εσπερία τέλη της δεκαετίας του 1980, έχοντας ήδη λίγο πολύ μελετήσει τις στρατηγικές και δημοσιεύσει μελέτες στο εξωτερικό για τις μεγάλες δυνάμεις και την Ευρώπη, σχεδόν αυθόρμητα (και πολιτικά αθώα) υποστηρίξαμε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούσαν να επιβιώσουν ακέραιες και με ασφάλεια και ευημερία μόνο εάν στερέωναν την εθνική τους κοσμοθεωρία, εάν καθιστούσαν την ελληνικότητα άξονα της ύπαρξής τους, εάν δυνάμωναν τα κράτη τους, εάν σφυρηλατούσαν μια πανίσχυρη ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, εάν προχωρούσαν σε πολιτική και αμυντική σύζευξη της ΚΔ με το Ελληνικό κράτος, εάν έκαναν διπλωματικούς ελιγμούς όπως η ένταξη στην ΕΕ και εάν εφάρμοζαν μια πιο εξεζητημένη «πελατειακή διαπραγμάτευση» (αποτελεί στρατηγικό όρο) με τις μεγάλες δυνάμεις. Αυτοί οι διαιωνιζόμενοι στρατηγικοί παράγοντες είναι αυτοί οι οποίοι μας ώθησαν αρχές του 1990 όταν επανακάμψαμε στην Ελλάδα να προτείνουμε ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό απέναντι στην Τουρκία (βλ. http://www.ifestosedu.gr/42memoriamkranidioti.htm και http://www.ifestosedu.gr/63GreekStrategy.htm).
Κυρίως, όμως, υποστηρίξαμε και γράψαμε ότι πριν, το 1960, τις επόμενες δεκαετίες και τώρα, το μόνο έρεισμα της Ελλάδας απέναντι στην Δύση ήταν και συνεχίζει να είναι η αποτρεπτική της ικανότητα να αντικρούσει την τουρκική επιθετικότητα και να αναιρέσει τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας: Να έχει ικανότητες και πασίγνωστα (για αποτρεπτικούς λόγους) σχέδια συντριβής του νεοτουρκικού κρατικού τέρατος (και ακύρωσης έτσι των δυτικών ερεισμάτων). Είναι ένα πράγμα η συμμαχία με τις δυτικές δυνάμεις και άλλο η δική μας στρατηγική πειθώ ότι ναι μεν είμαστε σύμμαχοι αλλά όχι αναλώσιμοι. Με όρους στοιχειώδους στρατηγικής ανάλυσης, μόνο μια τέτοια παράσταση θα μπορούσε να κάνει όσους την θεωρούσαν τον σημαντικότερο σύμμαχο να έχουν δεύτερες σκέψεις για την σκοπιμότητα ενθάρρυνσης της τουρκικής επιθετικότητας κατά της Ελλάδας. Μόνο έτσι θα τους έπειθε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι αναλώσιμα κράτη. Αν αυτό ίσχυε μια φορά τις Ψυχροπολεμικές εποχές, τώρα ισχύει επί χίλια: Μόνο η αξιόπιστη αποτροπή της Τουρκίας διασώζει τους Έλληνες στρατηγικά και ιστορικά. Αντί ενός τέτοιου αυτονόητου στρατηγικού ορθολογισμού, όμως, κάποιοι στη Λευκωσία και στην Αθήνα εμμέσως ή άμεσα συνεχίζουν να αλληθωρίζουν «Ανανικά». Πόσο τυφλοί πρέπει να είναι όσοι καλοπροαίρετοι αλλά κομματικά κολλημένοι δεν το βλέπουν!
Συντομεύουμε λέγοντας ότι οτιδήποτε στοιχειωδώς στρατηγικά ορθολογικό γραφόταν τις δύο τελευταίες δεκαετίες προσέκρουε πάνω στα ίδια πανύψηλα ανορθολογικά τείχη των ξενοπληρωμένων ιδρυμάτων, των αναρριχητών των διεθνικών παρασκηνίων, των σχεδόν ηλιθίων και γι’ αυτό αήττητων απλουστεύσεων, στα κομματικά πάθη, μίση και ιδιοτέλειες, στις προσωπικές συγκρούσεις και στην τελική οδυνηρή διαπίστωση ότι πολλοί τελικά αλληθωρίζουν κοσμοθεωρητικά, πνευματικά και πολιτικά. Το τελευταίο αποδείχθηκε με το σχέδιο Αναν. Τους εγχώριους πολιτικά και κοσμοθεωρητικά αλλήθωρους δράστες καλούμαστε τώρα να αναδείξουμε με ψήφο για να μας καταφέρουν, αναπόδραστα, γιατί αυτοί είναι, μια χαριστική βολή.
- Ιστορία, γνώση, γνώμη, ηθικοκοπρακτικές προεκτάσεις και μια πολιτικη εκτίμηση και θέση για τις κυπριακές προεδρικές εκλογές.
Όπως έγινε σαφές πιο πάνω, επικαλέστηκα την επιστημονική μου ιδιότητα όχι για να υποστηρίξω ότι κατέχω την ιστορική αλήθεια αλλά για να πω ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή, αποτελεί το λιγότερο αστεία δονκιχωτική επιπολαιότητα αν κάποιος ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Είναι ένα πράγμα η δύσκολη ή και ανέφικτη διακρίβωση της απόλυτης ιστορικής αλήθειας και άλλο όπως είπαμε η ταπεινή περιγραφή και ερμηνεία κάποιων γεγονότων τα οποία είτε δημιουργούν αλληλένδετες αλληλουχίες είτε καταδεικνύουν τη σχέση αιτίων και αιτιατών στο επίπεδο του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος.
Σχεδόν μοναδικός σκοπός μπορεί να είναι η συναγωγή πολιτικά ορθολογιστικών συμπερασμάτων που βελτιώνουν την ικανότητά μας για καλύτερες πολιτικές εκτιμήσεις. Καταχρώμαι λοιπόν υποχρεωτικά της υπομονής του αναγνώστη για να πω δύο ακόμη λόγια για «την» «ιστορία» και για την ανάγκη τουλάχιστον μετριοφροσύνης και προσοχής όταν μελετώντας το παρελθόν το συνδέουμε με το σήμερα.
Όταν μύρια και εν πολλοίς άγνωστα νήματα ενώνονται για να παράγουν ένα ιστορικό γεγονός είναι αστείο κανείς να εγείρει ένα χαρτί ή μια δήλωση ή μια θέση για να την αναγάγει σε ερμηνεία κοσμοϊστορικών διαστάσεων και με γιγαντιαία άλματα να υποτιμά τη νοημοσύνη μας επιχειρώντας να εξυπηρετήσει εφήμερα σεκταριστικά συμφέροντα. Εξάλλου, ακόμη και κάποια ιστορικά γεγονότα για τα οποία ανακαλύπτουμε μια πληροφορία ή ένα έγγραφο νομίζοντας πως έτσι γνωρίζουμε τι ακριβώς έγινε, μια πληρέστερη εικόνα μπορούμε να έχουμε μόνο μετά από την παρέλευση πολλού χρόνου και τη δημοσιοποίηση περισσότερων πληροφοριών. Αυτό γιατί πολλοί βαθύτεροι διαμορφωτικοί παράγοντες της διεθνούς πολιτικής είτε είναι άγνωστοι είτε συμπλέκονται και συνδυάζονται δυναμικά και αστάθμητα. Ανά πάσα στιγμή μικρά και μεγάλα κύματα της ιστορίας συναντούνται, άγνωστα ρυάκια και παραπόταμοι εκρέουν αναταράσσοντας υπόγεια τις αποφάσεις και πολλές ατομικές καταστάσεις είτε ποτέ δεν γίνονται γνωστές ή κάποια στιγμή αποκαλύπτονται για να συνεκτιμηθούν με άλλα στοιχεία και παράγοντες.
Οι καλοί πολιτικοί επιστήμονες του διεθνούς συστήματος στέκονται –και μάλιστα μετά από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος– στα μεγάλα ιστορικά αποτυπώματα (την οντολογία και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις όπως συγκροτούνται και όπως καταμαρτυρούνται, για παράδειγμα, με επαναστάσεις ελευθερίας ή με σφριγηλή αντίσταση κατά του ηγεμονισμού που απειλεί μια κοινωνία). Η αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα και η μη αποσπασματική ερμηνεία δεν είναι αυτονόητα πράγματα και δύσκολα επιτυγχάνονται. Επιπλέον, ελάχιστοι βρίσκονται υψηλά στο στερέωμα των ιστορικοπολιτικών ερμηνειών με κορυφαίο αν όχι μοναδικό επίτευγμα αυτό του Θουκυδίδη (Jacquelin de Romilly). Γι’ αυτό γέλωτες μόνο μπορεί να προκαλέσει ο κάθε επιτήδειος ή ο κάθε καλόπιστος και καλών προθέσεων Δον Κιχώτης όταν πεισματικά διεκδικεί το προνόμιο της γνώσης της μιας, απόλυτης και μοναδικής ιστορικής αλήθειας.
Κάθε λεπτομέρεια που ανακαλύπτουμε απαιτείται να συναρτάται με το σύνολο ή με ότι γνωρίζουμε για τις γενικότερες τάσεις και τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις της διεθνούς πολιτικής. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούμε για να φωτίσουμε επί μέρους ιστορικές πτυχές απαιτείται να αφορούν γεγονότα και σημαντικούς σκοπούς και η περιγραφή να εντάσσεται βάσιμα και με καθολικό τρόπο στο σωστό πλαίσιο της ιστορικής συγκυρίας που κατά περίπτωση εξετάζουμε. Ακόμη πιο σημαντικό, γνώμες, προθέσεις, εικασίες για προθέσεις κτλ, δεν ενδιαφέρουν ή αναφέρονται μόνο, αφενός όταν είναι απολύτως φωτισμένες και τεκμηριωμένα συναρτημένες με τα πρωταρχικά αίτια και αφετέρου, όταν αφορούν διαμορφωτικές αιτιώδεις σχέσεις και λογικές αλληλουχίες. Εν τούτοις, ακόμη και αν τεκμηριωτικά έτσι στοιχειοθετείται, αμφιβολίες πάντα υπάρχουν και η συμβατική αλήθεια θα είναι πάντα επισφαλής και υπό την αίρεση νέων στοιχείων. Για όποιον ενδιαφέρεται μπορεί να μελετήσει την εμβληματική κριτική ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς και διεθνολόγου, του Edward H. Carr, Τι είναι ιστορία.
Κάποια καταμαρτυρούμενα γεγονότα, βέβαια, δεν χρειαζόμαστε ιστορικό για να τα περιγράψει και ερμηνεύσει. Μια τέτοια περίπτωση είναι το σχέδιο Αναν: Δεδηλωμένα από τους ίδιους τους δράστες αποτύπωσε και αποκρυστάλλωσε στρατηγικές πολλών δεκαετιών για κατάργηση της ΚΔ, υποδούλωση των κυπρίων και γεωπολιτική κατοχή του χώρου. Αυτή την καταγεγραμμένη και βιωματικά καταμαρτυρούμενη αλήθεια μερικοί την ξεχνούν για να ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα του Τάσσου Παπαδόπουλου. Παρακάμπτοντας όπως είπαμε τις προγραμματικές θέσεις του υποψήφιου Γιώργου Λιλλήκα επιδίδονται σε κυνήγι μαγισσών για τις προθέσεις του, για τη σχέση του με τον Παπαδόπουλο και για γεγονότα ακόμη που έλαβαν χώρα όταν ήταν αγέννητος ή νήπιο.
Υπερτονίζουν, για παράδειγμα –όταν ο πριν τον Τάσσο Παπαδόπουλο πρόεδρος και οι σύμμαχοί του τα έδωσαν όλα– κάποιους δισταγμούς ή κάποιες λανθασμένες τακτικές κινήσεις του Τάσσου Παπαδόπουλου το 2003 και το 2004-5. Όταν δηλαδή στην πρώτη περίπτωση ανέλαβε την προεδρία και όταν μετά το ΟΧΙ διαχειρίστηκε τις συνέπειες του γεγονότος ότι αυτός αντιστάθηκε και οι υπόλοιποι συνηγόρησαν με την κατάργηση της ΚΔ. Για λόγους που αυτοί μόνο γνωρίζουν ενοχοποιούν όχι αυτούς που οργίασαν συμπράττοντας με τους εχθρούς μας συμμετέχοντας ουσιαστικά στη συγγραφή του σχεδίου Αναν –και που ανενδοίαστα και αδιάντροπα συμμάχησαν με τους εχθρούς της Κύπρου– αλλά αυτόν που δήλωσε ΟΧΙ και αυτόν που σήμερα προτείνει κάποια βιώσιμη διέξοδο, δηλαδή τον Γιώργο Λιλλήκα.
Μια αντικειμενική ιστορική περιγραφή που δεν είναι προκατειλημμένη και ιδεολογικά φορτισμένη έχει ως κύριο σκοπό να αναδείξει τα προβλήματα και τα διλήμματα αφήνοντας τον καθένα να συναγάγει τα δικά του ηθικοπρακτικά συμπεράσματα.
Για να το θέσω επακριβώς, είναι ένα πράγμα η περιγραφή (και μάλιστα η καλή, βαθειά, σφαιρική και πλήρης) και άλλο η ερμηνεία αιτίων και αιτιατών που βοηθούν στην συναγωγή καλύτερων πολιτικών εκτιμήσεων στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ακόμη πιο διαφορετικό και από δύσκολο μέχρι ακατόρθωτο η συναγωγή αποκρυσταλλωμένων τελεσίδικων πορισμάτων γενικότερης σημασίας (πχ «θα σωνόταν η Κύπρος αν δεχόμασταν το σχέδιο Άτσεσον»). Επειδή όπως είπαμε η ιστορία της Κύπρου με αυτή την έννοια δεν γράφτηκε ακόμη και η διεθνολογική επεξεργασία της δεν έχει γίνει ακόμη, τότε αυτό που αναμένει κανείς είναι οξυδερκείς και προσεκτικές κρίσεις όχι αφορισμούς και μάλιστα όχι με αυθαίρετα άλματα δισεκατομμυρίων μιλίων: Καραολής, Παλληκαρίδης, Παπαδόπουλος, Αναστασιάδης, Λιλλήκας, Μακάριος και όλοι οι άλλοι μέσα σε ένα τσουβάλι όπως εμείς γουστάρουμε για να βγάλουμε τον κομματικό και ιδεολογικό ή προσωπικό μας φίλο και σκληρότερο θιασώτη της κατάργησης της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Κάπου πάει ως εξής: Αφού ως ιστορικός Καίσαρ αποφανθώ για τα πάντα με εφαλτήριο κάποιο έγγραφο που έχω στα χέρια μου δικαιούμαι να ερμηνεύσω τα πάντα όπως εγώ θέλω και όπως βολεύει εμένα και τους πολιτικούς μου φίλους. Ξεχνώ ό,τι θέλω, θυμάμαι ό,τι θέλω και η γνώμη μου αποτελεί έσχατη, υπέρτατη και μοναδική αλήθεια. Αυτός και αν είναι ανερμήνευτος πολιτικός ανορθολογισμός.
Τελειώνω λοιπόν λέγοντας ότι στη βάση της οποιασδήποτε ιστορικής γνώσης και στη βάση των βιωμάτων μας στην πολιτική μας ζωή διαρκώς υιοθετούμε θέσεις ηθικοπρακτικών προεκτάσεων που αφορούν τη δημόσια ζωή μας, την ευημερία μας και την ασφάλειά μας.
Η Πολιτική κινείται ανοδικά όταν αμετάθετος, αταλάντευτος και ακλόνητος άξονας είναι η εθνική ανεξαρτησία, η ελευθερία και η δημοκρατία. Η Πολιτική κινείται καθοδικά όταν οι ηθικοπρακτικές μας στάσεις δεν προσκολλώνται σε αυτά τα θέσφατα και όταν αντίθετα διακατέχονται από σύνδρομα ιδιωτείας κάθε είδους. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα τέτοια στον σύγχρονο μεταμοντερνισμό καταμαρτυρούνται από την παράκαμψη της δημοκρατικής λογικής και την κυριαρχία μικροκομματικών και ατομικών ιδιοτελειών. Επίσης, με τη διάβρωση της πολιτικής λογικής με υποκειμενικές γνώμες και αστείες ιστορικές αναγωγές και με την αποσπασματική επίθεση κατά προσώπων ή με τον υπέρμετρο τονισμό των στιγμών εις βάρος του ιστορικού χρόνου για να εξυπηρετηθούν υπόγειες ατομικές, κομματικές και ιδεολογικές διαδρομές του μικρόκοσμου ενός παρακμάζοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και ως πολίτης ας μου επιτραπεί μια τελευταία πολιτική εκτίμηση: Με δεδομένο και απόλυτα φωτισμένο το φάσμα των υποψηφιοτήτων για την προεδρία της ΚΔ οι πολίτες της Κύπρου αποφασίζουν είτε ευθανασία είτε τον ανεξάρτητο υποψήφιο ο οποίος σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία και με το παρελθόν μας εξαιρετικά βεβαρημένο προγραμματικά διανοίγει κάποιες ελπίδες διεξόδου.
Για τους Ελλαδίτες τώρα: Αν εδώ στην Αθήνα πνιγμένοι στα προβλήματα αγνοήσουμε ότι απώλεια της Κύπρου σημαίνει την αρχή του οριστικού μας τέλους, τότε για ακόμη μια φορά θα ισχύσει το «ας προσέχαμε» και «πάθαμε ό,τι μας αξίζει».
Τέλος, ας το κάνουμε ξανά τελείως σαφές. Όσα ακροθιγώς έθιξα στις γραμμές που προηγήθηκαν, δεν είναι κάποια υψηλή επιστήμη αλλά στοιχειώδη και αυτονόητα για κάθε πολίτη μιας βιώσιμης πολιτείας: Μην ψηφίσεις αυτούς που συνειδητά ή ανεπίγνωστα αλλά σίγουρα ασυγχώρητα και αμετανόητα παρ’ ολίγο να επιφέρουν το ιστορικό σου τέλος. Αυτή η θέση μαζί με την αντίθετη θέση στέκονται ολόρθες η μια απέναντι στην άλλη. Υπό τις περιστάσεις η μια είναι 100% σωστή και η άλλη 100% λάθος.
Εκτός βέβαια και αν οι έλληνες της Κύπρου αποφασίσουν το ιστορικό τους τέλος. Η πολιτική ευθανασία ή η πολιτική αυτοκτονία όμως δεν επιτρέπεται γιατί συνήθως την αποφασίζουν λίγοι για τους πολλούς. Λογικά γύρω στο 95% τοις εκατό των κυπρίων ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Στην ιστορία των Ελλήνων το λογικό και το παράλογο, όμως, κυκλικά κινούμενοι ήταν πάντοτε πολύ επικίνδυνα κοντά το ένα στο άλλο.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου