Γράφει ο Θανάσης Νικολαΐδης
ΤΟΥΣ βάφτισαν «καλλιτέχνες» αδικώντας τις λέξεις, τις είπαν «συναυλίες» υποβαθμίζοντας τον όρο και τους στρώσαμε χαλιά. Για το σκυλάδικο και την «ιεροτελεστία». Εκεί οι (ωραίες) πενιές σκέπαζαν τα «ψάρια» και τους φάλτσους του πάλκου. Το ουίσκι έρεε κι ο μερακλής πλήρωνε. Τη λουλουδού για το ροδόλουτρο, με το γκαρσόνι απίκο. Για όλες τις πεθυμιές του παραλή-θαμώνα των «εκπολιτιστικών κέντρων» που έγραψαν κι αυτά την ιστορία τους.
ΕΚΕΙ, λοιπόν, όπου λικνίζονταν αοιδοί και γκάριζαν τραγουδιστάδες, δεν είχες «καπνίλα και βρισιές», είχες καθωσπρέπει ανθρώπους. Εύκολα τα’ βγαζαν, εύκολα τα σκορπούσαν. Τα (θαλασσο)δάνεια επί παχέων αγελάδων έφταναν και περίσσευαν. Για το ίματζ του «επιχειρηματία» που περίμενε την επόμενη δόση έχοντας κτίσει δυο ντουβάρια (για τα μάτια) ως επέκταση και μπουκώνοντας μεγαλομιζαδόρους για την υπογραφή.
ΑΦΗΝΟΥΜΕ τον καταναλωτή-γλεντζέ στη μέθη (ενίοτε και στην καψούρα του) και πάμε στον/στην αοιδό. Δεν τον βασάνισαν σπουδές, ωδεία και δαπάνες. Γεννήθηκε «ταλέντο» (έτσι νομίζει) και τον αποδέχτηκε το κοινό. Με το γούστο του κι αυτό (κατά πλειοψηφία), στην Ελλάδα όπου η μουσική παιδεία στα σχολεία πασκίζει να σταθεί στα πόδια της.
ΤΑ ‘κονομούσαν, λοιπόν, άγρια «τραγουδώντας» στην πίστα του σκυλάδικου, τ’ άρπαζαν από «συναυλίες», τα ‘πιαναν χοντρά κάποιοι «εκλεκτοί» (κυβερνήσεων) που μας ψυχαγωγούσαν κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα (όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι) κι όλοι χτυπούσαν παλαμάκια. Εντός σκυλάδικου, είτε από τηλεοράσεως. Με το μάτι στη λικνιζόμενη αοιδό κι αναζητώντας την κοινωνική καταξίωση στο «πρωτο τραπέζι πίστα».
ΚΑΙ, βέβαια, δεν είδαμε, δεν το προσέξαμε πως ο/η «καλλιτέχνης» που αποχωρούσε ματσωμένος το πρωί, δεν δήλωνε δεκάρα από κέρδη, έσοδα και αμοιβή. Πέρασε η βραδιά, ξεμέθυσε ο πελάτης, τράβηξε γα τη βίλα του ο/η «καλλιτέχνης» κι έγιναν όλα αέρας και παρελθόν. Τι να χρειάζονταν, άραγε, οι μεγαλοφοροφυγάδες (πελάτης και τραγουδιστής); Έναν δρόμο για το σκυλάδικο και πάρκινγκ για ν’ αράξει τη μερσεντές και τον είχαν, τη λουλουδού και τον λογαριασμό (χωρίς απόδειξη) και πέραν τούτων ουδέν. Ούτε για τις ελλείψεις στα σχολεία θα σκοτίζονταν, ούτε για τα νοσοκομεία θα χαλάλιζε πεντάρα.
ΤΑ χρόνια πέρασαν, οι γελάδες αδυνάτισαν και οι «καλλιτέχνες» περνούν δύσκολες ώρες. Μειώθηκαν οι μέρες της «ιεροτελεστίας» και κάποιες «φίρμες» κίνησαν για τον…Βορά (ακόμα και για χωριά), από μιαν Αθήνα που (πια) δεν τους σηκώνει.
ΗΡΘΕ(;) και η ώρα να πληρώσουν οι παραπάνω (μεγαλο)φοροφυγάδες. Καιρός να εκποιηθούν βίλες και μερσεντές. Τα (άδεια) ταμεία περιμένουν, οι πίστες νεκρές και οι φορολογούμενοι έχουν αγριέψει.
ΤΟΥΣ βάφτισαν «καλλιτέχνες» αδικώντας τις λέξεις, τις είπαν «συναυλίες» υποβαθμίζοντας τον όρο και τους στρώσαμε χαλιά. Για το σκυλάδικο και την «ιεροτελεστία». Εκεί οι (ωραίες) πενιές σκέπαζαν τα «ψάρια» και τους φάλτσους του πάλκου. Το ουίσκι έρεε κι ο μερακλής πλήρωνε. Τη λουλουδού για το ροδόλουτρο, με το γκαρσόνι απίκο. Για όλες τις πεθυμιές του παραλή-θαμώνα των «εκπολιτιστικών κέντρων» που έγραψαν κι αυτά την ιστορία τους.
ΕΚΕΙ, λοιπόν, όπου λικνίζονταν αοιδοί και γκάριζαν τραγουδιστάδες, δεν είχες «καπνίλα και βρισιές», είχες καθωσπρέπει ανθρώπους. Εύκολα τα’ βγαζαν, εύκολα τα σκορπούσαν. Τα (θαλασσο)δάνεια επί παχέων αγελάδων έφταναν και περίσσευαν. Για το ίματζ του «επιχειρηματία» που περίμενε την επόμενη δόση έχοντας κτίσει δυο ντουβάρια (για τα μάτια) ως επέκταση και μπουκώνοντας μεγαλομιζαδόρους για την υπογραφή.
ΑΦΗΝΟΥΜΕ τον καταναλωτή-γλεντζέ στη μέθη (ενίοτε και στην καψούρα του) και πάμε στον/στην αοιδό. Δεν τον βασάνισαν σπουδές, ωδεία και δαπάνες. Γεννήθηκε «ταλέντο» (έτσι νομίζει) και τον αποδέχτηκε το κοινό. Με το γούστο του κι αυτό (κατά πλειοψηφία), στην Ελλάδα όπου η μουσική παιδεία στα σχολεία πασκίζει να σταθεί στα πόδια της.
ΤΑ ‘κονομούσαν, λοιπόν, άγρια «τραγουδώντας» στην πίστα του σκυλάδικου, τ’ άρπαζαν από «συναυλίες», τα ‘πιαναν χοντρά κάποιοι «εκλεκτοί» (κυβερνήσεων) που μας ψυχαγωγούσαν κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα (όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι) κι όλοι χτυπούσαν παλαμάκια. Εντός σκυλάδικου, είτε από τηλεοράσεως. Με το μάτι στη λικνιζόμενη αοιδό κι αναζητώντας την κοινωνική καταξίωση στο «πρωτο τραπέζι πίστα».
ΚΑΙ, βέβαια, δεν είδαμε, δεν το προσέξαμε πως ο/η «καλλιτέχνης» που αποχωρούσε ματσωμένος το πρωί, δεν δήλωνε δεκάρα από κέρδη, έσοδα και αμοιβή. Πέρασε η βραδιά, ξεμέθυσε ο πελάτης, τράβηξε γα τη βίλα του ο/η «καλλιτέχνης» κι έγιναν όλα αέρας και παρελθόν. Τι να χρειάζονταν, άραγε, οι μεγαλοφοροφυγάδες (πελάτης και τραγουδιστής); Έναν δρόμο για το σκυλάδικο και πάρκινγκ για ν’ αράξει τη μερσεντές και τον είχαν, τη λουλουδού και τον λογαριασμό (χωρίς απόδειξη) και πέραν τούτων ουδέν. Ούτε για τις ελλείψεις στα σχολεία θα σκοτίζονταν, ούτε για τα νοσοκομεία θα χαλάλιζε πεντάρα.
ΤΑ χρόνια πέρασαν, οι γελάδες αδυνάτισαν και οι «καλλιτέχνες» περνούν δύσκολες ώρες. Μειώθηκαν οι μέρες της «ιεροτελεστίας» και κάποιες «φίρμες» κίνησαν για τον…Βορά (ακόμα και για χωριά), από μιαν Αθήνα που (πια) δεν τους σηκώνει.
ΗΡΘΕ(;) και η ώρα να πληρώσουν οι παραπάνω (μεγαλο)φοροφυγάδες. Καιρός να εκποιηθούν βίλες και μερσεντές. Τα (άδεια) ταμεία περιμένουν, οι πίστες νεκρές και οι φορολογούμενοι έχουν αγριέψει.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου