H ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια πρώτη ανάλυση – προσέγγιση σε πιθανούς τρόπους θωράκισης της χώρας μας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η πολιτική των αμυντικών εξοπλισμών ακολουθεί μια...
οξύμωρη πορεία την τελευταία δεκαπενταετία (1996-2011).
Το φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα της περιόδου 1996-2003 είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ικανοποιητικού επιπέδου ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η ισορροπία αυτή όμως είναι πρόσκαιρη και παραπλανητική για το μέλλον. Η εξοπλιστική ένδεια της περιόδου 2004-2011, με την εξαίρεση της αγοράς των 30 νέων σύγχρονων αεροσκαφών F-16 BLK52+ Advanced 4ης γενιάς το 2005, υπονομεύει σοβαρά και σε μεγάλο βαθμό ακυρώνει την προηγούμενη προσπάθεια. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι εκάστοτε ισορροπίες δυνάμεων δημιουργούνται και «χτίζονται» μέσα από συνέχεια στα εξοπλιστικά προγράμματα που ικανοποιούν μακροπρόθεσμες επιχειρησιακές απαιτήσεις και όχι με αποσπασματικές αγορές εν κρυπτώ.
Γεωπολιτικές Εξελίξεις – Οικονομική Κατάσταση – Δομή Δυνάμεων – Ισορροπία Δυνάμεων Ελλάδας – Τουρκίας

Σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, οι οιεσδήποτε γεωπολιτικές εξελίξεις επιταχύνονται και πολλές φορές με απρόβλεπτη τροπή (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αραβική Άνοιξη). Ο μονοπολικός σε παγκόσμιο επίπεδο κόσμοςδείχνει να μεταλλάσσεται σε έναν πολυπολικό σε τοπικό επίπεδο, όπου διάφορες χώρες επιθυμούν να διαδραματίσουν το ρόλο περιφερειακών υπερδυνάμεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ουσιαστική απραξία στην εξέλιξη της απόκτησης αμυντικών συστημάτων που η χώρα έχει άμεση ανάγκη δημιουργεί στην Τουρκίατην αυξανόμενη επιθυμία να μεταλλαχτεί σε κυρίαρχο παράγοντα του Αιγαίουεντείνοντας τον τελευταίο καιρότις προκλήσεις της παντοιοτρόπως και με διάφορες μεθόδους (συνεχείς παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, διεκδικήσεις νήσων, αποκλειστικών οικονομικών ζωνών, προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμού μέσω της λαθρομετανάστευσης, απειλών κατά της Κύπρου).
Η τουρκική στρατηγική και το όραμα της Τουρκίας να γίνει μια περιφερειακή υπερδύναμη με έντονα νέο-οθωμανικά και ισλαμικά χαρακτηριστικά, η οποία και θα αποτελεί τη μοναδική γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο, αναμένεται να δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στην χώρα μας. Στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που δημιουργούνται, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί με αποφασιστικότητα και σταθερές θέσεις. Η αποτρεπτική ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων θα προσδώσει ένα ακόμα σημαντικό πλεονέκτημα στην άσκηση πιο ενεργούς εξωτερικής πολιτικής, ενώ θα στείλει ένα σαφές μήνυμα σε όλους ότι οι επεκτατικές στρατηγικές δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.
Οι γείτονες μας έχουν ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων τουςβασιζόμενοι στο δόγμα της αεροπορικής υπεροχής στην ευρύτερη περιοχή. Είναι αντιληπτό και παραδεκτό από όλους ότι η αεροπορική υπεροχή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή ή μη έκβαση μιας σύρραξης, ενώ ταυτόχρονα είναι ο μοναδικός παράγοντας αποτροπής για ένα κράτος. Ιδιαίτερα δε στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου, η Πολεμική Αεροπορία θα διαδραματίσει τον κύριο ρόλο σε μια πιθανή σύρραξη. Αυτό είναι κατανοητό άλλωστε και από τις καθημερινές «αερομαχίες» πάνω από το Αιγαίο, αλλά και από την ανάλυση παλαιότερων κρίσεων και «θερμών επεισοδίων» μεταξύ των δύο πλευρών.
Ο εκσυγχρονισμός των γειτόνων βασίζεται λοιπόν στην απόκτηση 30 νέων υπερσύγχρονων F-16 ιδίων δυνατοτήτων με αυτά που παρέλαβε η ΠΑ το 2009, την αναβάθμιση του συνόλου των αεροσκαφών F-16 (περισσότερα των 220) και τέλος την δυναμική ένταξη τους στο πρόγραμμα 5ης γενιάς F-35 (JSF), μετά το 2016, με την απόκτηση 100-120 αεροσκαφών JSF.
Στον αντίποδα, οι προγραμματισμένες μέχρι το 2012, αποσύρσεις παλαιότερων τύπων αεροσκαφών της δικής μας Πολεμικής Αεροπορίας (43 A-7E / TA-7C) και εν συνεχεία των εκσυγχρονισμένων F-4E PI2000 (το αργότερο έως το 2020) θα δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό στην Δομή Δυνάμεων, η οποία θα συρρικνωθεί σε 200 μαχητικά. Εάν δε λάβουμε υπόψη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αεροσκαφών και όχι μόνον τον αριθμό αυτών, τότε η σύγκριση είναι ακόμα χειρότερη εις βάρος της χώρας μας. Η διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας την περίοδο αυτή τίθεται σε άμεσο κίνδυνο, όπως φαίνεται στον πίνακα.

Εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών, βελτίωση δεικτών διαθεσιμότητας και αποτελεσματικότητας του κύριου υλικού των ΕΕΔ
Προτεραιότητες Πολεμικής Αεροπορίας στο νέο οικονομικό περιβάλλον
            Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που καλείται να εφαρμόσει η χώρα μας έχει συρρικνώσει ακόμα περαιτέρω τον αμυντικό προϋπολογισμό, με μια εκτιμώμενη εκροή κονδυλίων της τάξης του 1-1,5 δισ. Ευρώ ετησίως. Είναι προφανές, ότι σήμερα, με τη δύσκολη οικονομική συγκυρία και την απαίτηση μεγάλου ύψους κονδυλίων για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την ανάκαμψή της, απαιτείται όσο ποτέ άλλοτε, η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας να πραγματοποιηθεί με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.Οι άμεσες και μεσοπρόθεσμες ανάγκες της ΠΑ μπορούν λοιπόν να καλυφθούν με το μικρότερο δυνατό κόστοςμε την πλήρη αξιοποίηση και αναβάθμιση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό αφενός επιτυγχάνεται μεγάλη εξοικονόμηση κονδυλίων και αφετέρου δίδεται η μέγιστη παράταση για χρήση οπλικών συστημάτων που ειδάλλως θα απαξιωθούν.
            Η ΠΑ έχει ήδη προγραμματίσει την άμεση υλοποίηση ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού των προγενέστερων Block των F-16 (95 αεροσκάφη Block 50 και 52+). Το πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 BLK 30, 50 και 52+ έχει χαρακτηρισθεί από την ΠΑ, πολύ σωστά μάλιστα, ως ανεξάρτητο πρόγραμμα σε σχέση με την απόκτηση νέων μαχητικών, καθόσον αφενός δεν αλλάζει την οροφή των μαχητικών της χώρας μας και αφετέρου προσδίδει νέες δυνατότητες στην ΠΑ. Το πρόγραμμα μάλιστα περιλαμβανόταν στο προηγούμενο ΕΜΠΑΕ ως κύριο και με προτεραιότητα, αφού η υλοποίησή του ικανοποιεί τις νέες επιχειρησιακές απαιτήσεις της ΠΑ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η εγκεκριμένη Δομή Δυνάμεων έχει στηριχθεί στην παραδοχή ενός πλήρως αναβαθμισμένου στόλου F-16, με δυνατότητες ίδιες ή παρόμοιες με αυτές των 30 νέων μαχητικών 4ης γενιάς F-16 BLK52+ Advanced.
            Το κόστος των αναβαθμίσεων ανέρχεται σε περίπου 660 εκατομμύρια ευρώ (περί τα 7 εκ. ανά αεροσκάφος). Αυτή η τιμή εάν συγκριθεί με αναβαθμίσεις άλλων τύπων αεροσκαφών που πραγματοποίησε η ΠΑ στο πρόσφατο παρελθόν είναι παρά πολύ χαμηλή και αποδεικνύει για μια ακόμα φορά τις οικονομίες κλίμακος που έχουν επιτύχει οι Αμερικανοί με το αεροσκάφος F-16. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι η αναβάθμιση των Μ2000 σε Μ2000-5 κόστισε 25 εκατομμύρια ευρώ ανά αεροσκάφος, δηλαδή περίπου 4 φορές περισσότερο.
            Το πρόγραμμα της αναβάθμισης θα υλοποιηθεί σε χρονικό διάστημα 6 περίπου ετών, με αποτέλεσμα οι πληρωμές να είναι τμηματικές και να μην υπερβαίνουν τα 110 εκ. Ευρώ ετησίως. Η δε έναρξη πληρωμών θα γίνει μετά από 12-15 μήνες, καθόσον τόσο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την διαπραγμάτευση και υπογραφή μιας διακρατικής συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση για την υλοποίηση του προγράμματος. Tο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ελληνικών F-16 γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτικό, λόγω της επίσημα δηλωμένης αδυναμίας των Γάλλων να προσφέρουν παρόμοιο πρόγραμμα αναβάθμισης για τα 20 αεροσκάφη Μ2000 (ίδιας χρονολογίας με τα αεροσκάφη F-16 Block 30), με αποτέλεσμα, την επιχειρησιακή απαξίωση τους σε διάστημα μικρότερο από 3 χρόνια.
            Κεντρικό συστατικό στοιχείο των προτεινόμενων αναβαθμίσεων είναι η επίτευξη του στόχου της κοινής διαμόρφωσης (το holy grail όλων των αεροποριών ανά τον κόσμο). Μάλιστα η κοινή διαμόρφωση που επιθυμεί η ΠΑ είναι αυτή των τελευταίων F-16 BLK52+ Advanced. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος θεωρείται από όλους τους επιτελείς της ΠΑ ως το πλέον προηγμένο μαχητικό 4ης γενιάς, που προσδίδει απαράμιλλες και πρωτοφανείς ικανότητες σε όλες τις αποστολές της ΠΑ.
            Η κοινή διαμόρφωση επιτυγχάνεται με τη χρήση του ίδιου κεντρικού υπολογιστή MMC7000 (που υπάρχει ήδη στα αεροσκάφη του PX IV), σε όλα τα BLK’s των αεροσκαφών. Ο συγκεκριμένος υπολογιστής είναι ο πλέον σύγχρονος και με δυνατότητες περαιτέρω αναβαθμίσεων στο μέλλον (το λεγόμενο growth potential). Η USAF έχοντας αναγνωρίσει τις ικανότητες του MMC7000 έχει ως βασική της προτεραιότητα να αναβαθμίσει όλα τα F-16 του στόλου της με αυτόν, αποκτώντας έτσι δυνατότητες 4ης γενιάς στο πλέον δοκιμασμένο οπλικό σύστημα ανά τον κόσμο. Οι περισσότεροι χρήστες παγκοσμίως ακολουθούν την φιλοσοφία της USAF και υλοποιούν ήδη προγράμματα αναβαθμίσεων βασιζόμενοι στον MMC7000. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1500 αεροσκάφη θα επιχειρούν με MMC7000 έως το 2012 και ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Οι οικονομίες κλίμακος που επιτυγχάνονται σε παγκόσμια επίπεδο είναι πρωτοφανείς.
            Η αναβάθμιση των BLK 50 και 52+ σε διαμόρφωση του PX IV προσφέρει μια πλειάδα πλεονεκτημάτων στην ΠΑ, τόσο επιχειρησιακών, όσο και τεχνικό-οικονομικών.Για τα επιχειρησιακά αρκεί να αναφέρουμε ότι τα αναβαθμισμένα F-16 θα έχουν ακριβώς τις ίδιες δυνατότητες με τα υπό παραλαβή F-16 του PX IV (εκτός βέβαια από τις σύμμορφες δεξαμενές για τα BLK 50). Αυτό σημαίνει δυνατότητα μεταφοράς όλων των σύγχρονων όπλων αέρος-αέρος και αέρος εδάφους, δυνατότητα ζεύξης δεδομένων Link 16, JHMCS, νέες λειτουργίες IRIS-T, ψηφιακά συστήματα καταγραφών, δυνατότητα εκτέλεσης φωτό-αναγνωριστικών αποστολών χαμηλού, μέσου και μεγάλου ύψους, και πολλά άλλα (τα περισσότερα είναι γνωστά και έχουν καταγραφεί σε άρθρα για τα νέα F-16).
            Τα τεχνικό-οικονομικά πλεονεκτήματα είναι πολλά, με σημαντικότερα:
·        Η κοινή διαμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον την ευκολότερη υποστήριξη των αεροσκαφών, αλλά και την οικονομικότερη. Κοινές δοκιμαστικές συσκευές, εναλλαξιμότητα LRU’s, καλύτερη διαχείριση των ανταλλακτικών και των επισκευάσιμων.
·        Η κοινή διαμόρφωση με την USAF και άλλους χρήστες παγκοσμίως καθιστά πιο οικονομική οιαδήποτε περαιτέρω μελλοντική αναβάθμιση, αφού το κόστος ανάπτυξης θα επιμερίζεται σε πολλούς χρήστες.
·        Εξαλείφεται το ρίσκο για Diminishing Manufacturing Sources (DMS), που έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη απαρχαιωμένων συστημάτων, ή συστημάτων που απαιτούν πολλά κονδύλια για συντήρηση.
·        Η απόκτηση νέων δυνατοτήτων από την USAF έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση αυτών και από την ΠΑ.
·        Τέλος, η κοινή διαμόρφωση δίνει τη δυνατότητα καλύτερης υποστήριξης, με άμεσο αποτέλεσμα την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής διαθεσιμότητας.
Το πρόγραμμα της αναβάθμισης είναι ολοκληρωμένο, τόσο από πλευράς ανάπτυξης, όσο και εφαρμογής (λόγω του ήδη υλοποιούμενου CCIP), με αποτέλεσμα να μην ενέχει κανένα ρίσκο (no risk program).
            Η υλοποίηση του προγράμματος μέσω διακρατικής συμφωνίας (LOA), εγγυάται την απόλυτη διαφάνεια. Η αξιοπιστία της Lockheed Martin Aeronautics εξασφαλίζει την απρόσκοπτη υλοποίηση του προγράμματος, εντός των χρονοδιαγραμμάτων που θα συμφωνηθούν.
            Η εγκατάσταση των Kits της αναβάθμισης, από την ΕΑΒ, δίνει πέραν της πρόσθετης τεχνογνωσίας (αφού ήδη υπάρχει λόγω του CCIP της USAFE) και πρόσθετο φόρτο εργασίας στην ΕΑΒ, για πολλά χρόνια (διασφάλιση 400-450 θέσεων εργασίας).
            Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που παραλείπεται από αρκετές αναλύσεις σχετίζεται με τον χρόνο υλοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος και τον αντίκτυπο του όχι μόνον στην επιχειρησιακή ικανότητα της ΠΑ, αλλά και στο οικονομικό μέλλον της ΕΑΒ. εάν το πρόγραμμα εφαρμοσθεί σύντομα όπως η ΠΑ φαίνεται να επιθυμεί, θα δοθεί η δυνατότητα στην ΕΑΒ να διεκδικήσει παρόμοια συμβόλαια αναβαθμίσεων για F-16 τρίτων χωρών. Εφόσον η ΕΑΒ έχει κερδίσει τόσο το Ελληνικό όσο και το Αμερικανικό συμβόλαιο θα αποκτήσει ενεργό διεθνή ρόλο στην ανάληψη τέτοιων συμβολαίων. Η τουρκική βιομηχανία υλοποιεί ήδη αντίστοιχο πρόγραμμα αναβάθμισης των τουρκικών 210 F-16, το οποίο και ολοκληρώνει σύντομα και έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της να προσφέρει την τεχνογνωσία που απέκτησε και σε άλλους χρήστες διεθνώς. Η καθυστέρηση ανάληψης της αναβάθμισης από την ΕΑΒ θα τη φέρει σε μειονεκτική θέση έναντι της τουρκικής βιομηχανίας
            Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι η αναβάθμιση των αεροσκαφών F-16 προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία για την αύξηση της διαθεσιμότητας του στόλου μας. Τα προβλήματα διαθεσιμότητας που αντιμετωπίζουν σήμερα τα αεροσκάφη F-16 οφείλονται πρωτίστως στην έλλειψη συμβάσεων για την υποστήριξή τους. Η υποστήριξή τους, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια, γίνεται αποσπασματικά και με την εμπλοκή διαφόρων αντιπροσώπων (οι λεγόμενοι brokers), οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις κρισιμότητες και τις ελλείψεις ανταλλακτικών και πουλούσαν υλικά σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές από τις ονομαστικές των κατασκευαστών. Το πρόγραμμα της αναβάθμισης θα απαιτήσει την ένταξη σημαντικού αριθμού αεροσκαφών ανά μήνα στην ΕΑΒ, μειώνοντας έτσι ακόμα περαιτέρω τα διαθέσιμα επιχειρησιακά αεροσκάφη της ΠΑ , σε μια περίοδο μάλιστα όπου υπάρχει αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας. Θα ήταν λοιπόν σωστό, να ζητηθεί από την κατασκευάστρια εταιρεία να εμπλακεί ενεργά στην υποστήριξη των αεροσκαφών F-16, έτσι ώστε η διαθεσιμότητα να αυξηθεί άμεσα, αλλά  και να διατηρηθεί υψηλή σε όλη την διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος αναβάθμισης, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό το σημαντικό πρόβλημα της ΠΑ. Αυτό μάλιστα είναι ένα σενάριο που αρκετοί επιτελείς της ΠΑ σκέφτονται και είναι στην σωστή κατεύθυνση. Εφόσον δε ολοκληρωθεί η αναβάθμιση, θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος η εν συνέχεια υποστήριξη των αεροσκαφών F-16 από την κατασκευάστρια εταιρεία αποκλειστικά, με την υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης, που έχουν ως σκοπό την επίτευξη της μέγιστης διαθεσιμότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος. Όλες οι προηγμένες πολεμικές αεροπορίες έχουν αναγνωρίσει εδώ και πολλά χρόνια την σημασία των μακροχρόνιων συμβάσεων υποστήριξης για κάθε οπλικό σύστημα με τον εκάστοτε κατασκευαστή (original equipment manufacturer, OEM). Μάλλον ήρθε ο καιρός να το αναγνωρίσει και η δική μας ΠΑ.
            Η υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των F-16, πέραν των επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων, θα προσδώσει στην ΠΑ το χρόνο που χρειάζεται για να προχωρήσει στις διαδικασίες επιλογής του επόμενου μαχητικού της στο μέλλον και μετά την έξοδο της χώρας από την κρίση (μετά το 2015). Η ΠΑ έχει κρίνει ως επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση της απειλής και τη διατήρηση σε αποδεκτά επίπεδα του συσχετισμού εναέριας ισχύος πάνω από το Αιγαίο, την απόκτηση μαχητικών 5ης γενιάς σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του υφιστάμενου στόλου. Αξίζει να επισημανθεί ότι όλες οι προηγμένες πολεμικές αεροπορίες έχουν αναγνωρίσει, από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ότι η αναβάθμιση των ικανοτήτων των δυνάμεών τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ένταξη στο οπλοστάσιό τους, αεροσκαφών 5ης γενιάς, σε συνδυασμό με την χρήση αεροσκαφών 4ης γενιάς που θα είναι όμως απόλυτα διαλειτουργικά και θα συμπληρώνουν αυτά της 5ης . Για το λόγο αυτό, όλες αυτές οι σύγχρονες αεροπορίες (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιταλία, Ισραήλ, Τουρκία, κλπ) έχουν ήδη εκδηλώσει την πρόθεσή τους και έχουν δεσμευθεί για την αγορά αεροσκαφών JSF, που αποτελεί και το μοναδικό διαθέσιμο αεροσκάφος 5ης γενιάς (το F-22, δεν είναι αποδεσμεύσιμο από τις ΗΠΑ για κανένα χρήστη). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από αυτές διαθέτουν ήδη, σε σημαντικό αριθμό, αεροσκάφη 4ης γενιάς F-16 και έχουν ως σκοπό να διατηρήσουν στο οπλοστάσιό τους μόνο αυτούς τους δύο τύπους. Το μοντέλο συνεργασίας F-16 και F-35 θα αποτελέσει στο άμεσο μέλλον την πλέον προηγμένη επιχειρησιακή λύση, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομίες κλίμακος, αξιοπιστία και χαμηλό κόστος συντήρησης.
            Η ένταξη λοιπόν της Ελλάδος στο πρόγραμμα F-35, πέραν των πλεονεκτημάτων σε μεταφορά τεχνογνωσίας και την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας είναι ο μοναδικός τρόπος εξισορρόπησης των ενεργειών της Τουρκίας που συμμετέχει ήδη και σχεδιάζει την αγορά 100-120 αεροσκαφών. Επιπλέον, το μοντέλο συνεργασίας F-16 και F-35 θα αποτελέσει στο άμεσο μέλλον την πλέον προηγμένη επιχειρησιακή λύση, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομίες κλίμακος, αξιοπιστία και χαμηλό κόστος συντήρησης. Η αμερικανική κυβέρνηση δίδει τη δυνατότητα στην Ελλάδα για την υπογραφή μιας πολύ μικρού κόστους διακρατικής συμφωνίας μελετών και ανάλυσης (StudiesandAnalysisLOA), με την οποία η ΠΑ θα αποκτήσει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και ικανότητες του μαχητικού μέσω ανάλογων μελετών προσαρμοσμένες αποκλειστικά στο επιχειρησιακό περιβάλλον της ΠΑ.
Προτεραιότητες Πολεμικού Ναυτικού και Στρατού
            Είναι επίσης αντιληπτό ότι μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Πολεμικής μας Αεροπορίας, θα πρέπει να ακολουθήσει ο εκσυγχρονισμός του Πολεμικού Ναυτικού και του Ελληνικού Στρατού, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια πλήρης δύναμη αποτροπής και να καλλιεργηθεί το αυξημένο αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες πολίτες, τόσο απαραίτητο για την ευημερία και ανάπτυξη της χώρας μας.
            Σε ό,τι αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό και στον Ελληνικό Στρατό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προηγούμενη πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου είναι υπεύθυνη για τη διατάραξη της ισορροπίας, καθόσον θα μπορούσαν να διαθέτουν ήδη νέα οπλικά συστήματα αυξάνοντας σημαντικά τις αποτρεπτικές τους ικανότητες. Σημαντικά συστήματα αφήνονται να «σαπίζουν» πριν καν αποκτηθούν ή αμέσως μόλις παραλαμβάνονται και παρά το γεγονός ότι έχει αποπληρωθεί το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους απόκτησης τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
·  Μεταφορικά ελικόπτερα ΝΗ90
·  Επιθετικά ελικόπτερα AH-64DHA Apache
·  Άρματα μάχης Leopard 2HEL χωρίς πυρομαχικά
Η έγκαιρη αξιοποίηση όλων των ανωτέρω συστημάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της χώρας μας και μάλιστα σε μια περίοδο έντασης με την Τουρκία.
            Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των ανωτέρω προγραμμάτων πρέπει να αποτελέσει το πρώτο μέλημα της νέας πολιτικής Ηγεσίας και στη συνέχεια να καθορισθούν τα νέα προγράμματα που απαιτούνται για την αύξηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων του Πολεμικού Ναυτικού και του Ελληνικού Στρατού.
Συνοπτικά αναφέρω ότι τα σημαντικότερα εξοπλιστικά προγράμματα θα πρέπει να συνίστανται σε:
· Αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας
· Πυρομαχικά αρμάτων μάχης Leopard 2HEL
· Απόκτηση Unmanned Combat Aerial Vehicles (UCAV)
· Νέα αντιαεροπορικά συστήματα, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της ΠΑ
· Νέες φρεγάτες με επαναπροσδιορισμό του απαιτούμενου αριθμού αυτών και της επιθυμητής διαμόρφωσής τους, σύμφωνα με τα νέα οικονομικά δεδομένα.
· Ένταξη νέων τύπων πλοίων επιφανείας, κατόπιν ανάλογης μελέτης (κορβέτες, κλπ)
Σε ότι αφορά στα Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας (ΑΦΝΣ) αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία, λόγω των συνεχών εξελίξεων στην δημιουργία της Ελληνικής ΑΟΖ, αλλά και των ραγδαίων εξελίξεων με την ΑΟΖ της Κύπρου.
            Για την Ελλάδα και τα ζωτικής σημασίας εθνικά και οικονομικά της συμφέροντα, η επιτήρηση των θαλάσσιων οδών στο Αιγαίο και την ΝΑ Μεσόγειο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Μέχρι και το 2009, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) ανταποκρινόταν σε αυτόν τον στρατηγικό στόχο με την χρήση αεροσκαφών P-3B, τα οποία αποκτήθηκαν ως μεταχειρισμένα από τα αποθέματα του Αμερικανικού Ναυτικού (USN) το 1994. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διαδραμάτισαν ένα στρατηγικό ρόλο όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, για πάνω από δέκα πέντε χρόνια, με τις αποστολές αυτών των αεροσκαφών.
            Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα αεροσκάφη έδιναν τη δυνατότητα στο ΠΝ να επιτηρεί επί καθημερινής βάσεως όλα τα θαλάσσια σύνορα της χώρας τόσο από πλευράς τρομοκρατίας όσο και παράνομης μετανάστευσης.
            Με την απόσυρση των αεροσκαφών P-3B (λόγω λήξης ορίου ζωής), το ΠΝ απώλεσε όλες τις δυνατότητες ναυτικής επιτήρησης και μάλιστα στην πιο κρίσιμη περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή μας (Αραβική άνοιξη, κατάσταση στην Β. Αφρική και Μέση Ανατολή, ΑΟΖ Κύπρου, υιοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ κλπ).
            Αξίζει δε να αναφερθεί ότι το κενό που έχει δημιουργηθεί σήμερα στους κόλπους της συμμαχίας επιχειρούν να το καλύψουν οι Τούρκοι, εκτελώντας προς το παρόν μία εβδομαδιαία αποστολή ως άσκηση με τα δικά τους αεροσκάφη, σε συνδυασμό με εισόδους στο κεντρικό Αιγαίο, όπου κάνουν εκτός από τις καταγραφές του στόλου μας και αποτύπωση όλων των εμπορικών πλοίων της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στην κρίση της Λιβύης, η χώρα μας αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει σε ρόλο ναυτικής επιτήρησης κάποια από τα ελικόπτερα έρευνας και διάσωσης, τα γνωστά SUPER PUMA, χωρίς βέβαια ικανοποιητικά αποτελέσματα και με μεγάλο κόστος.
            Οι προσπάθειες του ΥΠΕΘΑ και του Πολεμικού Ναυτικού το 2009 να προχωρήσουν στην απόκτηση νέων αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας μέσω διαγωνισμού που προκήρυξε η ΓΔΑΕΕ απέβησαν άκαρπες λόγω υπερβολικού κόστους των νέων αεροσκαφών, διαδικαστικών προβλημάτων και μεγάλων χρόνων παράδοσης, αφού όλα τα προτεινόμενα αεροσκάφη και τα συστήματα τους έπρεπε να αναπτυχθούν.
            Σε ότι αφορά στην επανάκτηση αυτή της δυνατότητας το ΠΝ έχει ήδη αναγνωρίσει ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί με την απόκτηση 4 P-3Cαπό το USN. Για τον λόγο αυτό έχει ήδη ξεκινήσει την διαδικασία διερεύνησης με την αποστολή LOR for P&A. Στα εν λόγω αεροσκάφη είναι δυνατή η πλήρης δομική τους αναβάθμιση (νέες πτέρυγες), η τοποθέτηση αναβαθμισμένων κινητήρων και η συντήρηση των υπαρχόντων ηλεκτρονικών συστημάτων, παρέχοντας έτσι ένα όριο ζωής τουλάχιστον 25 ετών (15.000+ ώρες πτήσεως), Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη θα είναι διαθέσιμα σε όλους τους χρήστες ΝΑΤΟ από το 2012 σε περιορισμένο αριθμό και θα παρασχεθούν βάσει σειράς προτεραιότητας που θα ζητηθούν (first come first serve basis).
            Η λύση αυτή ικανοποιεί άμεσα τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΠΝ με το μικρότερο δυνατό κόστος. Με το P-3C να χρησιμοποιείται σήμερα από δεκάδες χώρες και να παραμένει ως το πλέον προηγμένο αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας, με δυνατότητα εκτέλεσης όλων των σύγχρονων αποστολών Ναυτικής Επιτήρησης, Ανθυποβρυχιακού Πολέμου, καθώς επίσης και όλων των αποστολών ISR (Intelligence Surveillance and Reconnaissance) και έρευνας και διάσωσης (SAR), δύσκολα μπορεί κάποιος να υιοθετήσει καλύτερη λύση για το ΠΝ.
Διαθεσιμότητα οπλικών μας συστημάτων.
            Η μέχρι σήμερα διαμορφωθείσα πολιτική δεν έλαβε υπόψη της τον εξορθολογισμό των δαπανών, αλλά και δεν συνεισέφερε καθόλου στην βελτίωση των δεικτών διαθεσιμότητας των οπλικών μας συστημάτων. Ο τρόπος επίτευξης του εξορθολογισμού των δαπανών σε ό,τι αφορά στην απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων έχει αναφερθεί σε προηγούμενες παραγράφους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό.
            Είναι απαραίτητο τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα να υποστηρίζονται και να λειτουργούν με τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα και το μικρότερο δυνατό κόστος. Η απερχόμενη κυβέρνηση δεν υπέγραψε τις απαραίτητες συμβάσεις για την υποστήριξη των αμυντικών μας συστημάτων, λόγω της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα η διαθεσιμότητά τους να είναι η πλέον χαμηλή τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ συγχρόνως «άνοιξε» την κερκόπορτα σε διάφορους αντιπροσώπους (τους λεγόμενους brokers), οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις κρισιμότητες και τις ελλείψεις ανταλλακτικών και πουλούσαν υλικά σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές από τις ονομαστικές των κατασκευαστών.
            Τα σύγχρονα πολύπλοκα οπλικά συστήματα απαιτούν και την υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης. Το γεγονός αυτό έχει αναγνωρισθεί εδώ και πολλά χρόνια από όλες τις προηγμένες χώρες, οι οποίες και έχουν μεταλλάξει πλήρως την υποστήριξη των οπλικών συστημάτων τους και έχουν επιτύχει τους μέγιστους δείκτες διαθεσιμότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος.
            Η νέα πολιτική Ηγεσία πρέπει να προχωρήσει με γοργά βήματα στη βελτίωση των δεικτών διαθεσιμότητας στηριζόμενη στα ακόλουθα:
· Επίτευξη ομοιοτυπίας των οπλικών συστημάτων
· Εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων με γνώμονα την αύξηση των δυνατοτήτων τους και την ευκολότερη υποστήριξη τους
· Μακροχρόνιες συμβάσεις υποστήριξης για κάθε οπλικό σύστημα με τον εκάστοτε  κατασκευαστή (original equipment manufacturer, OEM). Οι συμβάσεις αυτές πρέπει να βασίζονται στην υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης
· Αποκλεισμός των brokers
Η υλοποίηση όλων αποτελεί το μοναδικό δρόμο τόσο για την αύξηση της διαθεσιμότητας των συστημάτων μας όσο και για τον εξορθολογισμό των αμυντικών μας δαπανών.
Ενίσχυση της Αμυντικής Βιομηχανίας
            Η ελληνική αμυντική βιομηχανία απασχολεί σήμερα περισσότερα των 20.000 εξειδικευμένο προσωπικό ενώ εάν ληφθούν υπόψη και περιφερειακές δραστηριότητες, ο αριθμός αυτός πλησιάζει τα 50.000 άτομα.
            Είναι κατανοητό λοιπόν ότι η αμυντική βιομηχανία πέραν της θεμελιώδους σημασίας που έχει για την αμυντική ισχύ της χώρας μας έχει και έντονο κοινωνικό-οικονομικό χαρακτήρα, αφού από αυτήν ζουν πάνω από 50.000 οικογένειες.
            Τα τελευταία χρόνια έχει απαξιωθεί πλήρως η κρατική αμυντική βιομηχανία λόγω της ανυπαρξίας σχεδίου και πολιτικής υποστήριξής της. Έχουν συσσωρευθεί τεράστια χρέη ως συνέπεια της έλλειψης παραγγελιών και ανάλογων ενισχύσεων από το κράτος, ενώ συγχρόνως η αδυναμία παραγωγής σημαντικού αμυντικού εξοπλισμού έχει προσδώσει στις βιομηχανίες μεταπρατικά χαρακτηριστικά.
            Ο ιδιωτικός τομέας της αμυντικής βιομηχανίας μαστίζεται από την έλλειψη παραγγελιών και ταλαιπωρείται από έναν περίπλοκο και ασαφή Νόμο περί προμηθειών που σε καμία περίπτωση δεν ευνοεί την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
            Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το ζοφερό τοπίο αποτελεί η ΕΑΒ, η οποία έχει διατηρήσει μια σημαντική δυναμική με την υλοποίηση των προγραμμάτων συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-16 Blk52+ και των C-130J (σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνον σε ελληνικό) αλλά και του CCIP (το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών F-16 της USAF). Τα προγράμματα αυτά έχουν προσδώσει στην ΕΑΒ τεχνογνωσία και κατασκευαστικές δυνατότητες, οι οποίες εάν δεν αξιοποιηθούν περαιτέρω στο μέλλον θα απαξιωθούν.
            Τα χαρακτηριστικά της αμυντικής βιομηχανίας όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα αποτυπώνονται σε:
· Παρωχημένη τεχνολογική υποδομή
· Απόλυτη εξάρτηση από την εγχώρια αγορά
· Μειωμένες έως μηδενικές επενδύσεις
· Έλλειψη στρατηγικού προγραμματισμού
· Έλλειψη ουσιαστικών στρατηγικών διεθνών συμμαχιών
·Χαμηλή ανταγωνιστικότητα
Στον αντίποδα, η γειτονική Τουρκία, αν και ξεκίνησε με καθυστέρηση μιας δεκαετίας, έχει αναπτύξει μια σημαντική αμυντική βιομηχανία που σήμερα ακμάζει μέσα από τη συμμετοχή της σε μεγάλα διεθνή προγράμματα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμμετοχή της στην βιομηχανική ομάδα ανάπτυξης του μαχητικού 5ης γενιάς F-35.
            Μια εύρωστη και προηγμένη αμυντική βιομηχανία συνεισφέρει στον αμυντικό ιστό της χώρας και αυξάνει την αποτρεπτική μας ισχύ. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να αναπτυχθούν ανάλογες πολιτικές για:
· Την υποστήριξη της παραγωγικής βάσης της βιομηχανίας
· Τη μεταφορά τεχνογνωσίας
· Τη συμμετοχή σε μεγάλα διεθνή προγράμματα
· Τη συμπαραγωγή
·  Την έρευνα και ανάπτυξη
Κατοχύρωση της αξίας της διαφάνειας στις αμυντικές προμήθειες
            Η νέα πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας πρέπει να θεσπίσει διαφανείς διαδικασίες στις αμυντικές προμήθειες, προβλέποντας ως τρόπους απόκτησης των οπλικών συστημάτων είτε μέσω της ανοικτής διαδικασίας του δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, ή μέσω διακρατικών συμφωνιών, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις πιθανές παρεμβάσεις των τοπικών αντιπροσώπων.
            Οι διακρατικές συμφωνίες εφαρμόζονται πολλές δεκαετίες από την αμερικανική κυβέρνηση με όλες τις σύμμαχες χώρες. Η βασική φιλοσοφία αυτών των συμφωνιών στηρίζεται στην αρχή “no gain no loss”, δηλαδή ούτε κέρδος ούτε ζημία για καμία από τις κυβερνήσεις που συνάπτουν αυτές τις συμφωνίες. Η αμερικανική κυβέρνηση διαθέτει ένα εξελιγμένο σύστημα προμηθειών αμυντικού υλικού, το οποίο βασίζεται στις ανοικτές διαδικασίες και την απόλυτη διαφάνεια. Όταν μια χώρα συνάπτει συμφωνία με την αμερικανική κυβέρνηση, τότε αυτή υλοποιεί για λογαριασμό της την προμήθεια, εγγυώμενη η ίδια την απόλυτη διαφάνεια και τη συμμόρφωση του τελικού προϊόντος με τις προδιαγραφές του αγοραστή. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση του αγοραστή έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται λεπτομερώς για όλες τις συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και των εταιρειών παραγωγής των αμυντικών υλικών, έχοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να επέμβει εάν θεωρήσει ότι κάτι δεν γίνεται σωστά.
            Η επιτυχία των διακρατικών συμφωνιών είναι αδιαμφισβήτητη σε διεθνές επίπεδο. Η εμπειρία που έχει αποκομίσει η χώρα μας από αυτές, τις τελευταίες δεκαετίες είναι απόλυτα θετική. Να θυμίσουμε ότι η Πολεμική αεροπορία έχει αποκτήσει 130 από τα 160 αεροσκάφη F-16, μέσω τριών διαφορετικών διακρατικών συμφωνιών, που έχουν υπογραφεί από τρις διαφορετικές κυβερνήσεις. Σε όλες αυτές τις συμφωνίες, η κατασκευάστρια εταιρεία LockheedMartin παρέδωσε αεροσκάφη απόλυτα σύμφωνα με τις προδιαγραφές και εντός των τεθέντων χρονοδιαγραμμάτων, χωρίς καθυστερήσεις ή αποκλίσεις.
            Ένα λειτουργικό πλαίσιο που θα στηρίζεται στις παραπάνω παραδοχές θα καθιερώσει τη διαφάνεια στις αμυντικές προμήθειες, με συνεπακόλουθα αποτελέσματα σε:
·                                Απόκτηση αξιόμαχων συστημάτων που ικανοποιούν πλήρως τις επιχειρησιακές απαιτήσεις στο μικρότερο δυνατό κόστος
· Αποκλεισμός μεσαζόντων
· Ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην αμυντική βιομηχανία
·Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
·Πραγματική μεταφορά τεχνογνωσίας και κατασκευαστικών δυνατοτήτων στην Ελλάδα και τέλος το πιο σημαντικό από όλα,
·Την πραγματική αύξηση της αποτρεπτικής μας ικανότητας
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
            Όλες οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση για την επίλυση του δύσκολου γρίφου της θωράκισης της χώρα μας και την διασφάλιση μια ικανής αποτρεπτικής ισχύος εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης. Οι σκέψεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν μια αρχική βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν οι ανάλογες πολιτικές από τη νέα Ηγεσία του Υπουργείου.
            Ολοκληρώνοντας αξίζει να παραθέσω και κάποιες σκέψεις για την διπλωματία των εξοπλισμών, καθόσον τους τελευταίους μήνες διαβάζουμε συνέχεια (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τα γραφόμενα ευσταθούν) για πιέσεις, κυρίως των Ευρωπαίων εταίρων μας, για υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων ευρωπαϊκής προέλευσης. Το σκεπτικό βάσει αυτών των δημοσιευμάτων είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, ως δανειστές μας, απαιτούν να πάρουν πίσω μεγάλο ύψος από τα κονδύλια τους μέσω αυτών των εξοπλισμών, ενώ ταυτόχρονα υπόσχονται κατά καιρούς και διπλωματική υποστήριξη σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι απαιτήσεις αυτές επεκτείνονται πλέον και σε άλλους τομείς (ενέργεια, πλουτοπαραγωγικές πηγές, κλπ).
            Η από πολλούς θρυλούμενη λοιπόν διπλωματία των εξοπλισμών δεν υφίσταται από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και μετά. Η έννοια αυτή είχε νόημα την εποχή του ψυχρού πόλεμου σε έναν διπολικό καθαρά κόσμο, τότε που οι χώρες ήσαν πραγματικά υποχρεωμένες να αποκτούν οπλικά συστήματα ανατολικού ή δυτικού τύπου. Σήμερα σε έναν μονοπολικό σε παγκόσμιο επίπεδο κόσμο και ταυτόχρονα πολυπολικό σε τοπικό επίπεδο, η προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών φίλων μέσω των εξοπλισμών είναι αποτυχημένη, αφού δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι οι ισχυροί, ενώ συγχρόνως υπονομεύει τόσο την οικονομική κατάσταση της χώρας όσο και την αποτρεπτική της ικανότητα, αφού πολλές φορές αυτό που υπαγορεύει η διπλωματία των εξοπλισμών δεν ταυτίζεται με την καλύτερη και οικονομικότερη επιχειρησιακή λύση. Οι προφορικές δεσμεύσεις πολιτικών παραγόντων από χώρες – προμηθευτές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με αβέβαιη πορεία και αμφίβολή εξέλιξη δεν είναι φυσικά λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θα πρέπει να εξαρτά τις αμυντικές προμήθειές της. Ελάχιστες φορές υπήρξαν παραδείγματα σε οποιαδήποτε χώρα όπου κάποιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, είχε ως αποτέλεσμα την παροχή πραγματικών ανταλλαγμάτων σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Άλλωστε όπως είναι γνωστό στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, οι αποφάσεις στήριξης σε διπλωματικό επίπεδο επηρεάζονται πρωτίστως από τις γεωπολιτικές ισορροπίες, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τους ενεργειακούς κόμβους. Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα ρεαλιστικά και όχι με συναισθηματισμούς, θα διαπιστώσουμε τελικά ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τα εξοπλιστικά προγράμματα χρησιμοποιούνται πρωτίστως ως μοχλός πίεσης για την εξασφάλιση μεταφοράς τεχνογνωσίας και βιομηχανικού έργου από την χώρα που είναι πελάτης, παρά για αμφιβόλου αξιοπιστίας διπλωματικά ανταλλάγματα που κινούνται στη σφαίρα του γενικού και του αόριστου.
Εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών, βελτίωση δεικτών διαθεσιμότητας και αποτελεσματικότητας του κύριου υλικού των ΕΕΔ
Προτεραιότητες Πολεμικής Αεροπορίας στο νέο οικονομικό περιβάλλον
Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που καλείται να εφαρμόσει η χώρα μας έχει συρρικνώσει ακόμα περαιτέρω τον αμυντικό προϋπολογισμό, με μια εκτιμώμενη εκροή κονδυλίων της τάξης του 1-1,5 δισ. Ευρώ ετησίως. Είναι προφανές, ότι σήμερα, με τη δύσκολη οικονομική συγκυρία και την απαίτηση μεγάλου ύψους κονδυλίων για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την ανάκαμψή της, απαιτείται όσο ποτέ άλλοτε, η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας να πραγματοποιηθεί με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.Οι άμεσες και μεσοπρόθεσμες ανάγκες της ΠΑ μπορούν λοιπόν να καλυφθούν με το μικρότερο δυνατό κόστοςμε την πλήρη αξιοποίηση και αναβάθμιση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό αφενός επιτυγχάνεται μεγάλη εξοικονόμηση κονδυλίων και αφετέρου δίδεται η μέγιστη παράταση για χρήση οπλικών συστημάτων που ειδάλλως θα απαξιωθούν.
Η ΠΑ έχει ήδη προγραμματίσει την άμεση υλοποίηση ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού των προγενέστερων Block των F-16 (95 αεροσκάφη Block 50 και 52+). Το πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 BLK 30, 50 και 52+ έχει χαρακτηρισθεί από την ΠΑ, πολύ σωστά μάλιστα, ως ανεξάρτητο πρόγραμμα σε σχέση με την απόκτηση νέων μαχητικών, καθόσον αφενός δεν αλλάζει την οροφή των μαχητικών της χώρας μας και αφετέρου προσδίδει νέες δυνατότητες στην ΠΑ. Το πρόγραμμα μάλιστα περιλαμβανόταν στο προηγούμενο ΕΜΠΑΕ ως κύριο και με προτεραιότητα, αφού η υλοποίησή του ικανοποιεί τις νέες επιχειρησιακές απαιτήσεις της ΠΑ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η εγκεκριμένη Δομή Δυνάμεων έχει στηριχθεί στην παραδοχή ενός πλήρως αναβαθμισμένου στόλου F-16, με δυνατότητες ίδιες ή παρόμοιες με αυτές των 30 νέων μαχητικών 4ης γενιάς F-16 BLK52+ Advanced.
Το κόστος των αναβαθμίσεων ανέρχεται σε περίπου 660 εκατομμύρια ευρώ (περί τα 7 εκ. ανά αεροσκάφος). Αυτή η τιμή εάν συγκριθεί με αναβαθμίσεις άλλων τύπων αεροσκαφών που πραγματοποίησε η ΠΑ στο πρόσφατο παρελθόν είναι παρά πολύ χαμηλή και αποδεικνύει για μια ακόμα φορά τις οικονομίες κλίμακος που έχουν επιτύχει οι Αμερικανοί με το αεροσκάφος F-16. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι η αναβάθμιση των Μ2000 σε Μ2000-5 κόστισε 25 εκατομμύρια ευρώ ανά αεροσκάφος, δηλαδή περίπου 4 φορές περισσότερο.
Το πρόγραμμα της αναβάθμισης θα υλοποιηθεί σε χρονικό διάστημα 6 περίπου ετών, με αποτέλεσμα οι πληρωμές να είναι τμηματικές και να μην υπερβαίνουν τα 110 εκ. Ευρώ ετησίως. Η δε έναρξη πληρωμών θα γίνει μετά από 12-15 μήνες, καθόσον τόσο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την διαπραγμάτευση και υπογραφή μιας διακρατικής συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση για την υλοποίηση του προγράμματος. Tο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ελληνικών F-16 γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτικό, λόγω της επίσημα δηλωμένης αδυναμίας των Γάλλων να προσφέρουν παρόμοιο πρόγραμμα αναβάθμισης για τα 20 αεροσκάφη Μ2000 (ίδιας χρονολογίας με τα αεροσκάφη F-16 Block 30), με αποτέλεσμα, την επιχειρησιακή απαξίωση τους σε διάστημα μικρότερο από 3 χρόνια.
Κεντρικό συστατικό στοιχείο των προτεινόμενων αναβαθμίσεων είναι η επίτευξη του στόχου της κοινής διαμόρφωσης (το holy grail όλων των αεροποριών ανά τον κόσμο). Μάλιστα η κοινή διαμόρφωση που επιθυμεί η ΠΑ είναι αυτή των τελευταίων F-16 BLK52+ Advanced. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος θεωρείται από όλους τους επιτελείς της ΠΑ ως το πλέον προηγμένο μαχητικό 4ης γενιάς, που προσδίδει απαράμιλλες και πρωτοφανείς ικανότητες σε όλες τις αποστολές της ΠΑ.
Η κοινή διαμόρφωση επιτυγχάνεται με τη χρήση του ίδιου κεντρικού υπολογιστή MMC7000 (που υπάρχει ήδη στα αεροσκάφη του PX IV), σε όλα τα BLK’s των αεροσκαφών. Ο συγκεκριμένος υπολογιστής είναι ο πλέον σύγχρονος και με δυνατότητες περαιτέρω αναβαθμίσεων στο μέλλον (το λεγόμενο growth potential). Η USAF έχοντας αναγνωρίσει τις ικανότητες του MMC7000 έχει ως βασική της προτεραιότητα να αναβαθμίσει όλα τα F-16 του στόλου της με αυτόν, αποκτώντας έτσι δυνατότητες 4ης γενιάς στο πλέον δοκιμασμένο οπλικό σύστημα ανά τον κόσμο. Οι περισσότεροι χρήστες παγκοσμίως ακολουθούν την φιλοσοφία της USAF και υλοποιούν ήδη προγράμματα αναβαθμίσεων βασιζόμενοι στον MMC7000. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1500 αεροσκάφη θα επιχειρούν με MMC7000 έως το 2012 και ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Οι οικονομίες κλίμακος που επιτυγχάνονται σε παγκόσμια επίπεδο είναι πρωτοφανείς.
Η αναβάθμιση των BLK 50 και 52+ σε διαμόρφωση του PX IV προσφέρει μια πλειάδα πλεονεκτημάτων στην ΠΑ, τόσο επιχειρησιακών, όσο και τεχνικό-οικονομικών.Για τα επιχειρησιακά αρκεί να αναφέρουμε ότι τα αναβαθμισμένα F-16 θα έχουν ακριβώς τις ίδιες δυνατότητες με τα υπό παραλαβή F-16 του PX IV (εκτός βέβαια από τις σύμμορφες δεξαμενές για τα BLK 50). Αυτό σημαίνει δυνατότητα μεταφοράς όλων των σύγχρονων όπλων αέρος-αέρος και αέρος εδάφους, δυνατότητα ζεύξης δεδομένων Link 16, JHMCS, νέες λειτουργίες IRIS-T, ψηφιακά συστήματα καταγραφών, δυνατότητα εκτέλεσης φωτό-αναγνωριστικών αποστολών χαμηλού, μέσου και μεγάλου ύψους, και πολλά άλλα (τα περισσότερα είναι γνωστά και έχουν καταγραφεί σε άρθρα για τα νέα F-16).
Τα τεχνικό-οικονομικά πλεονεκτήματα είναι πολλά, με σημαντικότερα:
· Η κοινή διαμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον την ευκολότερη υποστήριξη των αεροσκαφών, αλλά και την οικονομικότερη. Κοινές δοκιμαστικές συσκευές, εναλλαξιμότητα LRU’s, καλύτερη διαχείριση των ανταλλακτικών και των επισκευάσιμων.
· Η κοινή διαμόρφωση με την USAF και άλλους χρήστες παγκοσμίως καθιστά πιο οικονομική οιαδήποτε περαιτέρω μελλοντική αναβάθμιση, αφού το κόστος ανάπτυξης θα επιμερίζεται σε πολλούς χρήστες.
· Εξαλείφεται το ρίσκο για Diminishing Manufacturing Sources (DMS), που έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη απαρχαιωμένων συστημάτων, ή συστημάτων που απαιτούν πολλά κονδύλια για συντήρηση.
· Η απόκτηση νέων δυνατοτήτων από την USAF έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση αυτών και από την ΠΑ.
· Τέλος, η κοινή διαμόρφωση δίνει τη δυνατότητα καλύτερης υποστήριξης, με άμεσο αποτέλεσμα την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής διαθεσιμότητας.
Το πρόγραμμα της αναβάθμισης είναι ολοκληρωμένο, τόσο από πλευράς ανάπτυξης, όσο και εφαρμογής (λόγω του ήδη υλοποιούμενου CCIP), με αποτέλεσμα να μην ενέχει κανένα ρίσκο (no risk program).
Η υλοποίηση του προγράμματος μέσω διακρατικής συμφωνίας (LOA), εγγυάται την απόλυτη διαφάνεια. Η αξιοπιστία της Lockheed Martin Aeronautics εξασφαλίζει την απρόσκοπτη υλοποίηση του προγράμματος, εντός των χρονοδιαγραμμάτων που θα συμφωνηθούν.
Η εγκατάσταση των Kits της αναβάθμισης, από την ΕΑΒ, δίνει πέραν της πρόσθετης τεχνογνωσίας (αφού ήδη υπάρχει λόγω του CCIP της USAFE) και πρόσθετο φόρτο εργασίας στην ΕΑΒ, για πολλά χρόνια (διασφάλιση 400-450 θέσεων εργασίας).
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που παραλείπεται από αρκετές αναλύσεις σχετίζεται με τον χρόνο υλοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος και τον αντίκτυπο του όχι μόνον στην επιχειρησιακή ικανότητα της ΠΑ, αλλά και στο οικονομικό μέλλον της ΕΑΒ. εάν το πρόγραμμα εφαρμοσθεί σύντομα όπως η ΠΑ φαίνεται να επιθυμεί, θα δοθεί η δυνατότητα στην ΕΑΒ να διεκδικήσει παρόμοια συμβόλαια αναβαθμίσεων για F-16 τρίτων χωρών. Εφόσον η ΕΑΒ έχει κερδίσει τόσο το Ελληνικό όσο και το Αμερικανικό συμβόλαιο θα αποκτήσει ενεργό διεθνή ρόλο στην ανάληψη τέτοιων συμβολαίων. Η τουρκική βιομηχανία υλοποιεί ήδη αντίστοιχο πρόγραμμα αναβάθμισης των τουρκικών 210 F-16, το οποίο και ολοκληρώνει σύντομα και έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της να προσφέρει την τεχνογνωσία που απέκτησε και σε άλλους χρήστες διεθνώς. Η καθυστέρηση ανάληψης της αναβάθμισης από την ΕΑΒ θα τη φέρει σε μειονεκτική θέση έναντι της τουρκικής βιομηχανίας
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι η αναβάθμιση των αεροσκαφών F-16 προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία για την αύξηση της διαθεσιμότητας του στόλου μας. Τα προβλήματα διαθεσιμότητας που αντιμετωπίζουν σήμερα τα αεροσκάφη F-16 οφείλονται πρωτίστως στην έλλειψη συμβάσεων για την υποστήριξή τους. Η υποστήριξή τους, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια, γίνεται αποσπασματικά και με την εμπλοκή διαφόρων αντιπροσώπων (οι λεγόμενοι brokers), οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις κρισιμότητες και τις ελλείψεις ανταλλακτικών και πουλούσαν υλικά σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές από τις ονομαστικές των κατασκευαστών. Το πρόγραμμα της αναβάθμισης θα απαιτήσει την ένταξη σημαντικού αριθμού αεροσκαφών ανά μήνα στην ΕΑΒ, μειώνοντας έτσι ακόμα περαιτέρω τα διαθέσιμα επιχειρησιακά αεροσκάφη της ΠΑ , σε μια περίοδο μάλιστα όπου υπάρχει αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας. Θα ήταν λοιπόν σωστό, να ζητηθεί από την κατασκευάστρια εταιρεία να εμπλακεί ενεργά στην υποστήριξη των αεροσκαφών F-16, έτσι ώστε η διαθεσιμότητα να αυξηθεί άμεσα, αλλά και να διατηρηθεί υψηλή σε όλη την διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος αναβάθμισης, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό το σημαντικό πρόβλημα της ΠΑ. Αυτό μάλιστα είναι ένα σενάριο που αρκετοί επιτελείς της ΠΑ σκέφτονται και είναι στην σωστή κατεύθυνση. Εφόσον δε ολοκληρωθεί η αναβάθμιση, θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος η εν συνέχεια υποστήριξη των αεροσκαφών F-16 από την κατασκευάστρια εταιρεία αποκλειστικά, με την υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης, που έχουν ως σκοπό την επίτευξη της μέγιστης διαθεσιμότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος. Όλες οι προηγμένες πολεμικές αεροπορίες έχουν αναγνωρίσει εδώ και πολλά χρόνια την σημασία των μακροχρόνιων συμβάσεων υποστήριξης για κάθε οπλικό σύστημα με τον εκάστοτε κατασκευαστή (original equipment manufacturer, OEM). Μάλλον ήρθε ο καιρός να το αναγνωρίσει και η δική μας ΠΑ.
Η υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των F-16, πέραν των επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων, θα προσδώσει στην ΠΑ το χρόνο που χρειάζεται για να προχωρήσει στις διαδικασίες επιλογής του επόμενου μαχητικού της στο μέλλον και μετά την έξοδο της χώρας από την κρίση (μετά το 2015). Η ΠΑ έχει κρίνει ως επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση της απειλής και τη διατήρηση σε αποδεκτά επίπεδα του συσχετισμού εναέριας ισχύος πάνω από το Αιγαίο, την απόκτηση μαχητικών 5ης γενιάς σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του υφιστάμενου στόλου. Αξίζει να επισημανθεί ότι όλες οι προηγμένες πολεμικές αεροπορίες έχουν αναγνωρίσει, από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ότι η αναβάθμιση των ικανοτήτων των δυνάμεών τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ένταξη στο οπλοστάσιό τους, αεροσκαφών 5ης γενιάς, σε συνδυασμό με την χρήση αεροσκαφών 4ης γενιάς που θα είναι όμως απόλυτα διαλειτουργικά και θα συμπληρώνουν αυτά της 5ης . Για το λόγο αυτό, όλες αυτές οι σύγχρονες αεροπορίες (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιταλία, Ισραήλ, Τουρκία, κλπ) έχουν ήδη εκδηλώσει την πρόθεσή τους και έχουν δεσμευθεί για την αγορά αεροσκαφών JSF, που αποτελεί και το μοναδικό διαθέσιμο αεροσκάφος 5ης γενιάς (το F-22, δεν είναι αποδεσμεύσιμο από τις ΗΠΑ για κανένα χρήστη). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από αυτές διαθέτουν ήδη, σε σημαντικό αριθμό, αεροσκάφη 4ης γενιάς F-16 και έχουν ως σκοπό να διατηρήσουν στο οπλοστάσιό τους μόνο αυτούς τους δύο τύπους. Το μοντέλο συνεργασίας F-16 και F-35 θα αποτελέσει στο άμεσο μέλλον την πλέον προηγμένη επιχειρησιακή λύση, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομίες κλίμακος, αξιοπιστία και χαμηλό κόστος συντήρησης.
Η ένταξη λοιπόν της Ελλάδος στο πρόγραμμα F-35, πέραν των πλεονεκτημάτων σε μεταφορά τεχνογνωσίας και την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας είναι ο μοναδικός τρόπος εξισορρόπησης των ενεργειών της Τουρκίας που συμμετέχει ήδη και σχεδιάζει την αγορά 100-120 αεροσκαφών. Επιπλέον, το μοντέλο συνεργασίας F-16 και F-35 θα αποτελέσει στο άμεσο μέλλον την πλέον προηγμένη επιχειρησιακή λύση, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομίες κλίμακος, αξιοπιστία και χαμηλό κόστος συντήρησης. Η αμερικανική κυβέρνηση δίδει τη δυνατότητα στην Ελλάδα για την υπογραφή μιας πολύ μικρού κόστους διακρατικής συμφωνίας μελετών και ανάλυσης (StudiesandAnalysisLOA), με την οποία η ΠΑ θα αποκτήσει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και ικανότητες του μαχητικού μέσω ανάλογων μελετών προσαρμοσμένες αποκλειστικά στο επιχειρησιακό περιβάλλον της ΠΑ.
Προτεραιότητες Πολεμικού Ναυτικού και Στρατού
Είναι επίσης αντιληπτό ότι μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Πολεμικής μας Αεροπορίας, θα πρέπει να ακολουθήσει ο εκσυγχρονισμός του Πολεμικού Ναυτικού και του Ελληνικού Στρατού, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια πλήρης δύναμη αποτροπής και να καλλιεργηθεί το αυξημένο αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες πολίτες, τόσο απαραίτητο για την ευημερία και ανάπτυξη της χώρας μας.
Σε ό,τι αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό και στον Ελληνικό Στρατό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προηγούμενη πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου είναι υπεύθυνη για τη διατάραξη της ισορροπίας, καθόσον θα μπορούσαν να διαθέτουν ήδη νέα οπλικά συστήματα αυξάνοντας σημαντικά τις αποτρεπτικές τους ικανότητες. Σημαντικά συστήματα αφήνονται να «σαπίζουν» πριν καν αποκτηθούν ή αμέσως μόλις παραλαμβάνονται και παρά το γεγονός ότι έχει αποπληρωθεί το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους απόκτησης τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
· Μεταφορικά ελικόπτερα ΝΗ90
· Επιθετικά ελικόπτερα AH-64DHA Apache
· Άρματα μάχης Leopard 2HEL χωρίς πυρομαχικά
Η έγκαιρη αξιοποίηση όλων των ανωτέρω συστημάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της χώρας μας και μάλιστα σε μια περίοδο έντασης με την Τουρκία.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των ανωτέρω προγραμμάτων πρέπει να αποτελέσει το πρώτο μέλημα της νέας πολιτικής Ηγεσίας και στη συνέχεια να καθορισθούν τα νέα προγράμματα που απαιτούνται για την αύξηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων του Πολεμικού Ναυτικού και του Ελληνικού Στρατού.
Συνοπτικά αναφέρω ότι τα σημαντικότερα εξοπλιστικά προγράμματα θα πρέπει να συνίστανται σε:
· Αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας
· Πυρομαχικά αρμάτων μάχης Leopard 2HEL
· Απόκτηση Unmanned Combat Aerial Vehicles (UCAV)
· Νέα αντιαεροπορικά συστήματα, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της ΠΑ
· Νέες φρεγάτες με επαναπροσδιορισμό του απαιτούμενου αριθμού αυτών και της επιθυμητής διαμόρφωσής τους, σύμφωνα με τα νέα οικονομικά δεδομένα.
· Ένταξη νέων τύπων πλοίων επιφανείας, κατόπιν ανάλογης μελέτης (κορβέτες, κλπ)
Σε ότι αφορά στα Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας (ΑΦΝΣ) αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία, λόγω των συνεχών εξελίξεων στην δημιουργία της Ελληνικής ΑΟΖ, αλλά και των ραγδαίων εξελίξεων με την ΑΟΖ της Κύπρου.
Για την Ελλάδα και τα ζωτικής σημασίας εθνικά και οικονομικά της συμφέροντα, η επιτήρηση των θαλάσσιων οδών στο Αιγαίο και την ΝΑ Μεσόγειο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Μέχρι και το 2009, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) ανταποκρινόταν σε αυτόν τον στρατηγικό στόχο με την χρήση αεροσκαφών P-3B, τα οποία αποκτήθηκαν ως μεταχειρισμένα από τα αποθέματα του Αμερικανικού Ναυτικού (USN) το 1994. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διαδραμάτισαν ένα στρατηγικό ρόλο όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, για πάνω από δέκα πέντε χρόνια, με τις αποστολές αυτών των αεροσκαφών.
Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα αεροσκάφη έδιναν τη δυνατότητα στο ΠΝ να επιτηρεί επί καθημερινής βάσεως όλα τα θαλάσσια σύνορα της χώρας τόσο από πλευράς τρομοκρατίας όσο και παράνομης μετανάστευσης.
Με την απόσυρση των αεροσκαφών P-3B (λόγω λήξης ορίου ζωής), το ΠΝ απώλεσε όλες τις δυνατότητες ναυτικής επιτήρησης και μάλιστα στην πιο κρίσιμη περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή μας (Αραβική άνοιξη, κατάσταση στην Β. Αφρική και Μέση Ανατολή, ΑΟΖ Κύπρου, υιοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ κλπ).
Αξίζει δε να αναφερθεί ότι το κενό που έχει δημιουργηθεί σήμερα στους κόλπους της συμμαχίας επιχειρούν να το καλύψουν οι Τούρκοι, εκτελώντας προς το παρόν μία εβδομαδιαία αποστολή ως άσκηση με τα δικά τους αεροσκάφη, σε συνδυασμό με εισόδους στο κεντρικό Αιγαίο, όπου κάνουν εκτός από τις καταγραφές του στόλου μας και αποτύπωση όλων των εμπορικών πλοίων της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στην κρίση της Λιβύης, η χώρα μας αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει σε ρόλο ναυτικής επιτήρησης κάποια από τα ελικόπτερα έρευνας και διάσωσης, τα γνωστά SUPER PUMA, χωρίς βέβαια ικανοποιητικά αποτελέσματα και με μεγάλο κόστος.
Οι προσπάθειες του ΥΠΕΘΑ και του Πολεμικού Ναυτικού το 2009 να προχωρήσουν στην απόκτηση νέων αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας μέσω διαγωνισμού που προκήρυξε η ΓΔΑΕΕ απέβησαν άκαρπες λόγω υπερβολικού κόστους των νέων αεροσκαφών, διαδικαστικών προβλημάτων και μεγάλων χρόνων παράδοσης, αφού όλα τα προτεινόμενα αεροσκάφη και τα συστήματα τους έπρεπε να αναπτυχθούν.
Σε ότι αφορά στην επανάκτηση αυτή της δυνατότητας το ΠΝ έχει ήδη αναγνωρίσει ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί με την απόκτηση 4 P-3Cαπό το USN. Για τον λόγο αυτό έχει ήδη ξεκινήσει την διαδικασία διερεύνησης με την αποστολή LOR for P&A. Στα εν λόγω αεροσκάφη είναι δυνατή η πλήρης δομική τους αναβάθμιση (νέες πτέρυγες), η τοποθέτηση αναβαθμισμένων κινητήρων και η συντήρηση των υπαρχόντων ηλεκτρονικών συστημάτων, παρέχοντας έτσι ένα όριο ζωής τουλάχιστον 25 ετών (15.000+ ώρες πτήσεως), Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη θα είναι διαθέσιμα σε όλους τους χρήστες ΝΑΤΟ από το 2012 σε περιορισμένο αριθμό και θα παρασχεθούν βάσει σειράς προτεραιότητας που θα ζητηθούν (first come first serve basis).
Η λύση αυτή ικανοποιεί άμεσα τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΠΝ με το μικρότερο δυνατό κόστος. Με το P-3C να χρησιμοποιείται σήμερα από δεκάδες χώρες και να παραμένει ως το πλέον προηγμένο αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας, με δυνατότητα εκτέλεσης όλων των σύγχρονων αποστολών Ναυτικής Επιτήρησης, Ανθυποβρυχιακού Πολέμου, καθώς επίσης και όλων των αποστολών ISR (Intelligence Surveillance and Reconnaissance) και έρευνας και διάσωσης (SAR), δύσκολα μπορεί κάποιος να υιοθετήσει καλύτερη λύση για το ΠΝ.
Διαθεσιμότητα οπλικών μας συστημάτων.
Η μέχρι σήμερα διαμορφωθείσα πολιτική δεν έλαβε υπόψη της τον εξορθολογισμό των δαπανών, αλλά και δεν συνεισέφερε καθόλου στην βελτίωση των δεικτών διαθεσιμότητας των οπλικών μας συστημάτων. Ο τρόπος επίτευξης του εξορθολογισμού των δαπανών σε ό,τι αφορά στην απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων έχει αναφερθεί σε προηγούμενες παραγράφους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό.
Είναι απαραίτητο τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα να υποστηρίζονται και να λειτουργούν με τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα και το μικρότερο δυνατό κόστος. Η απερχόμενη κυβέρνηση δεν υπέγραψε τις απαραίτητες συμβάσεις για την υποστήριξη των αμυντικών μας συστημάτων, λόγω της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα η διαθεσιμότητά τους να είναι η πλέον χαμηλή τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ συγχρόνως «άνοιξε» την κερκόπορτα σε διάφορους αντιπροσώπους (τους λεγόμενους brokers), οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις κρισιμότητες και τις ελλείψεις ανταλλακτικών και πουλούσαν υλικά σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές από τις ονομαστικές των κατασκευαστών.
Τα σύγχρονα πολύπλοκα οπλικά συστήματα απαιτούν και την υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης. Το γεγονός αυτό έχει αναγνωρισθεί εδώ και πολλά χρόνια από όλες τις προηγμένες χώρες, οι οποίες και έχουν μεταλλάξει πλήρως την υποστήριξη των οπλικών συστημάτων τους και έχουν επιτύχει τους μέγιστους δείκτες διαθεσιμότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Η νέα πολιτική Ηγεσία πρέπει να προχωρήσει με γοργά βήματα στη βελτίωση των δεικτών διαθεσιμότητας στηριζόμενη στα ακόλουθα:
· Επίτευξη ομοιοτυπίας των οπλικών συστημάτων
· Εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων με γνώμονα την αύξηση των δυνατοτήτων τους και την ευκολότερη υποστήριξη τους
· Μακροχρόνιες συμβάσεις υποστήριξης για κάθε οπλικό σύστημα με τον εκάστοτε κατασκευαστή (original equipment manufacturer, OEM). Οι συμβάσεις αυτές πρέπει να βασίζονται στην υιοθέτηση νέων μεθόδων υποστήριξης
· Αποκλεισμός των brokers
Η υλοποίηση όλων αποτελεί το μοναδικό δρόμο τόσο για την αύξηση της διαθεσιμότητας των συστημάτων μας όσο και για τον εξορθολογισμό των αμυντικών μας δαπανών.

Ενίσχυση της Αμυντικής Βιομηχανίας
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία απασχολεί σήμερα περισσότερα των 20.000 εξειδικευμένο προσωπικό ενώ εάν ληφθούν υπόψη και περιφερειακές δραστηριότητες, ο αριθμός αυτός πλησιάζει τα 50.000 άτομα.
Είναι κατανοητό λοιπόν ότι η αμυντική βιομηχανία πέραν της θεμελιώδους σημασίας που έχει για την αμυντική ισχύ της χώρας μας έχει και έντονο κοινωνικό-οικονομικό χαρακτήρα, αφού από αυτήν ζουν πάνω από 50.000 οικογένειες.
Τα τελευταία χρόνια έχει απαξιωθεί πλήρως η κρατική αμυντική βιομηχανία λόγω της ανυπαρξίας σχεδίου και πολιτικής υποστήριξής της. Έχουν συσσωρευθεί τεράστια χρέη ως συνέπεια της έλλειψης παραγγελιών και ανάλογων ενισχύσεων από το κράτος, ενώ συγχρόνως η αδυναμία παραγωγής σημαντικού αμυντικού εξοπλισμού έχει προσδώσει στις βιομηχανίες μεταπρατικά χαρακτηριστικά.
Ο ιδιωτικός τομέας της αμυντικής βιομηχανίας μαστίζεται από την έλλειψη παραγγελιών και ταλαιπωρείται από έναν περίπλοκο και ασαφή Νόμο περί προμηθειών που σε καμία περίπτωση δεν ευνοεί την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το ζοφερό τοπίο αποτελεί η ΕΑΒ, η οποία έχει διατηρήσει μια σημαντική δυναμική με την υλοποίηση των προγραμμάτων συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-16 Blk52+ και των C-130J (σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνον σε ελληνικό) αλλά και του CCIP (το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών F-16 της USAF). Τα προγράμματα αυτά έχουν προσδώσει στην ΕΑΒ τεχνογνωσία και κατασκευαστικές δυνατότητες, οι οποίες εάν δεν αξιοποιηθούν περαιτέρω στο μέλλον θα απαξιωθούν.
Τα χαρακτηριστικά της αμυντικής βιομηχανίας όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα αποτυπώνονται σε:
· Παρωχημένη τεχνολογική υποδομή
· Απόλυτη εξάρτηση από την εγχώρια αγορά
· Μειωμένες έως μηδενικές επενδύσεις
· Έλλειψη στρατηγικού προγραμματισμού
· Έλλειψη ουσιαστικών στρατηγικών διεθνών συμμαχιών
· Χαμηλή ανταγωνιστικότητα
Στον αντίποδα, η γειτονική Τουρκία, αν και ξεκίνησε με καθυστέρηση μιας δεκαετίας, έχει αναπτύξει μια σημαντική αμυντική βιομηχανία που σήμερα ακμάζει μέσα από τη συμμετοχή της σε μεγάλα διεθνή προγράμματα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμμετοχή της στην βιομηχανική ομάδα ανάπτυξης του μαχητικού 5ης γενιάς F-35.
Μια εύρωστη και προηγμένη αμυντική βιομηχανία συνεισφέρει στον αμυντικό ιστό της χώρας και αυξάνει την αποτρεπτική μας ισχύ. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να αναπτυχθούν ανάλογες πολιτικές για:
· Την υποστήριξη της παραγωγικής βάσης της βιομηχανίας
· Τη μεταφορά τεχνογνωσίας
· Τη συμμετοχή σε μεγάλα διεθνή προγράμματα
· Τη συμπαραγωγή
· Την έρευνα και ανάπτυξη

Κατοχύρωση της αξίας της διαφάνειας στις αμυντικές προμήθειες
Η νέα πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας πρέπει να θεσπίσει διαφανείς διαδικασίες στις αμυντικές προμήθειες, προβλέποντας ως τρόπους απόκτησης των οπλικών συστημάτων είτε μέσω της ανοικτής διαδικασίας του δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, ή μέσω διακρατικών συμφωνιών, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις πιθανές παρεμβάσεις των τοπικών αντιπροσώπων.
Οι διακρατικές συμφωνίες εφαρμόζονται πολλές δεκαετίες από την αμερικανική κυβέρνηση με όλες τις σύμμαχες χώρες. Η βασική φιλοσοφία αυτών των συμφωνιών στηρίζεται στην αρχή “no gain no loss”, δηλαδή ούτε κέρδος ούτε ζημία για καμία από τις κυβερνήσεις που συνάπτουν αυτές τις συμφωνίες. Η αμερικανική κυβέρνηση διαθέτει ένα εξελιγμένο σύστημα προμηθειών αμυντικού υλικού, το οποίο βασίζεται στις ανοικτές διαδικασίες και την απόλυτη διαφάνεια. Όταν μια χώρα συνάπτει συμφωνία με την αμερικανική κυβέρνηση, τότε αυτή υλοποιεί για λογαριασμό της την προμήθεια, εγγυώμενη η ίδια την απόλυτη διαφάνεια και τη συμμόρφωση του τελικού προϊόντος με τις προδιαγραφές του αγοραστή. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση του αγοραστή έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται λεπτομερώς για όλες τις συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και των εταιρειών παραγωγής των αμυντικών υλικών, έχοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να επέμβει εάν θεωρήσει ότι κάτι δεν γίνεται σωστά.
Η επιτυχία των διακρατικών συμφωνιών είναι αδιαμφισβήτητη σε διεθνές επίπεδο. Η εμπειρία που έχει αποκομίσει η χώρα μας από αυτές, τις τελευταίες δεκαετίες είναι απόλυτα θετική. Να θυμίσουμε ότι η Πολεμική αεροπορία έχει αποκτήσει 130 από τα 160 αεροσκάφη F-16, μέσω τριών διαφορετικών διακρατικών συμφωνιών, που έχουν υπογραφεί από τρις διαφορετικές κυβερνήσεις. Σε όλες αυτές τις συμφωνίες, η κατασκευάστρια εταιρεία LockheedMartin παρέδωσε αεροσκάφη απόλυτα σύμφωνα με τις προδιαγραφές και εντός των τεθέντων χρονοδιαγραμμάτων, χωρίς καθυστερήσεις ή αποκλίσεις.
Ένα λειτουργικό πλαίσιο που θα στηρίζεται στις παραπάνω παραδοχές θα καθιερώσει τη διαφάνεια στις αμυντικές προμήθειες, με συνεπακόλουθα αποτελέσματα σε:
· Απόκτηση αξιόμαχων συστημάτων που ικανοποιούν πλήρως τις επιχειρησιακές απαιτήσεις στο μικρότερο δυνατό κόστος
· Αποκλεισμός μεσαζόντων
· Ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην αμυντική βιομηχανία
· Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
· Πραγματική μεταφορά τεχνογνωσίας και κατασκευαστικών δυνατοτήτων στην Ελλάδα και τέλος το πιο σημαντικό από όλα,
· Την πραγματική αύξηση της αποτρεπτικής μας ικανότητας

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλες οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση για την επίλυση του δύσκολου γρίφου της θωράκισης της χώρα μας και την διασφάλιση μια ικανής αποτρεπτικής ισχύος εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης. Οι σκέψεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν μια αρχική βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν οι ανάλογες πολιτικές από τη νέα Ηγεσία του Υπουργείου.
Ολοκληρώνοντας αξίζει να παραθέσω και κάποιες σκέψεις για την διπλωματία των εξοπλισμών, καθόσον τους τελευταίους μήνες διαβάζουμε συνέχεια (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τα γραφόμενα ευσταθούν) για πιέσεις, κυρίως των Ευρωπαίων εταίρων μας, για υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων ευρωπαϊκής προέλευσης. Το σκεπτικό βάσει αυτών των δημοσιευμάτων είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, ως δανειστές μας, απαιτούν να πάρουν πίσω μεγάλο ύψος από τα κονδύλια τους μέσω αυτών των εξοπλισμών, ενώ ταυτόχρονα υπόσχονται κατά καιρούς και διπλωματική υποστήριξη σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι απαιτήσεις αυτές επεκτείνονται πλέον και σε άλλους τομείς (ενέργεια, πλουτοπαραγωγικές πηγές, κλπ).

Η από πολλούς θρυλούμενη λοιπόν διπλωματία των εξοπλισμών δεν υφίσταται από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και μετά. Η έννοια αυτή είχε νόημα την εποχή του ψυχρού πόλεμου σε έναν διπολικό καθαρά κόσμο, τότε που οι χώρες ήσαν πραγματικά υποχρεωμένες να αποκτούν οπλικά συστήματα ανατολικού ή δυτικού τύπου. Σήμερα σε έναν μονοπολικό σε παγκόσμιο επίπεδο κόσμο και ταυτόχρονα πολυπολικό σε τοπικό επίπεδο, η προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών φίλων μέσω των εξοπλισμών είναι αποτυχημένη, αφού δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι οι ισχυροί, ενώ συγχρόνως υπονομεύει τόσο την οικονομική κατάσταση της χώρας όσο και την αποτρεπτική της ικανότητα, αφού πολλές φορές αυτό που υπαγορεύει η διπλωματία των εξοπλισμών δεν ταυτίζεται με την καλύτερη και οικονομικότερη επιχειρησιακή λύση. Οι προφορικές δεσμεύσεις πολιτικών παραγόντων από χώρες – προμηθευτές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με αβέβαιη πορεία και αμφίβολή εξέλιξη δεν είναι φυσικά λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θα πρέπει να εξαρτά τις αμυντικές προμήθειές της. Ελάχιστες φορές υπήρξαν παραδείγματα σε οποιαδήποτε χώρα όπου κάποιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, είχε ως αποτέλεσμα την παροχή πραγματικών ανταλλαγμάτων σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Άλλωστε όπως είναι γνωστό στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, οι αποφάσεις στήριξης σε διπλωματικό επίπεδο επηρεάζονται πρωτίστως από τις γεωπολιτικές ισορροπίες, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τους ενεργειακούς κόμβους. Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα ρεαλιστικά και όχι με συναισθηματισμούς, θα διαπιστώσουμε τελικά ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τα εξοπλιστικά προγράμματα χρησιμοποιούνται πρωτίστως ως μοχλός πίεσης για την εξασφάλιση μεταφοράς τεχνογνωσίας και βιομηχανικού έργου από την χώρα που είναι πελάτης, παρά για αμφιβόλου αξιοπιστίας διπλωματικά ανταλλάγματα που κινούνται στη σφαίρα του γενικού και του αόριστου.
Γράφει ο Δρ Αθανάσιος Ε.Δρούγος
Διεθνολόγος-Στρατιωτικός αναλυτής 
www.drougos.gr
thrakilifenews (Δημοσίευση κατόπιν εγγράφου αδείας)
Μοιραστείτε το στο Google Plus

1ki1 news - 1ki1news

Το 1ki1 News Group είναι πολυσυλλεκτικός διαδικτυακός τόπος που ανανεώνεται συνεχώς, όλο το 24ώρο, όλο τον χρόνο.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου